Σε πρόσφατο άρθρο του ο υπουργός Επικρατείας Ακης Σκέρτσος («Κ», 31.10.21) μας καλεί «να φανταστούμε ξανά τη ζωή στο κέντρο», με αφορμή την «επικείμενη» μεταφορά εννέα υπουργείων στην έκταση ΠΥΡΚΑΛ στον Δήμο Υμηττού, που θα επιτρέψει την απελευθέρωση 127 κτιρίων και 350.000 τ.μ., ώστε να φιλοξενηθούν νέες χρήσεις και νέοι κάτοικοι. Ανατρέχοντας στη μεταπολεμική ιστορία της πόλης, ο αρθρογράφος καταγράφει –εύστοχα– στα αρνητικά «την έλλειψη οργανωμένου πολεοδομικού σχεδιασμού» και στα θετικά τον «δημοκρατικό χαρακτήρα της αστικής συμβίωσης που προέκυψε». Η θέση όμως που υποστηρίζει στη συνέχεια, αναπαράγει την αρνητική παράδοση της πολεοδομικής ιστορίας της Αθήνας και ακυρώνει τα θετικά της στοιχεία.
Για την ακρίβεια, δεν αναπαράγει την έλλειψη σχεδιασμού –επειδή η Αθήνα διαθέτει πλέον ένα σφριγηλό σχεδιασμό διαχρονικής πολιτικής προσπάθειας και διακομματικής συναίνεσης– αλλά εισάγει ένα ανάλογο ήθος, τη σιωπηλή αγνόηση και αποσπασματική ανατροπή του. Επιπλέον, η ουσία της πρότασης, που συνιστά μια βίαιη εκκένωση του κέντρου της πρωτεύουσας, ανατρέπει τις σχέσεις συνύπαρξης και διαλειτουργικότητας που έχουν σταδιακά οικοδομηθεί και –παρά την πολύπλευρη κρίση– ανεδείχθησαν σε συνεκτικό πλέγμα υψηλής ανθεκτικότητας (resilience) και δυναμικής, με ζωτικό του στοιχείο την επιτελική διοίκηση.
Το ανατρεπόμενο σχέδιο είναι το Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας/Αττικής (ΡΣΑ), θεσμοθετημένο μόλις το 2014, ως στρατηγικό περιφερειακό χωροταξικό σχέδιο, δηλαδή με ορίζοντα τουλάχιστον 15ετίας. Υπό το φως της σύγχρονης προσέγγισης για αναβάθμιση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας κάθε μητρόπολης, το ΡΣΑ προσδιορίζει το δίπολο των κέντρων Αθήνας – Πειραιά ως «πόλο διεθνούς εμβέλειας (…) με πολυδιάστατο φάσμα δραστηριοτήτων ολοκληρωμένου χαρακτήρα: επιτελική διοίκηση, εκπαίδευση, πολιτισμός, γραφεία, έδρες επιχειρήσεων, μεταποίηση (…), εμπόριο και τουρισμός». Προδιαγράφει δε ως άξονα ανασυγκρότησής τους «τη διατήρηση του ρόλου τους ως τόπων συμπύκνωσης των κοινωνικών και πολιτικών θεσμών, με την τόνωσή τους ως κέντρων επιτελικής διοίκησης…», παράλληλα με άλλες πολιτικές για «ενίσχυση δραστηριοτήτων και απασχόλησης», «διατήρηση της κατοικίας και ανάπτυξη νέας», «ενεργοποίηση του κενού κτιριακού αποθέματος», «διατήρηση της κοινωνικής πολυσυλλεκτικότητας», «ενίσχυση των προσβάσεων με Μέσα Μαζικής Μεταφοράς» κ.λπ.
Η ανατροπή του ΡΣΑ εκτός από λανθασμένη πολιτικά, είναι και ανέφικτη θεσμικά. Ας μη συγχέεται με την εντοπισμένη τροποποίηση πολεοδομικών ρυθμίσεων, όταν κρίνονται παρωχημένες, που είναι αποδεκτή –μέσω ειδικού πολεοδομικού σχεδίου– υπό την προϋπόθεση ότι αποσκοπεί στην επίτευξη των σκοπών του υπερκείμενου χωροταξικού/περιφερειακού σχεδίου. Ο νομοθέτης δηλαδή αναγνωρίζει την ανάγκη σταθερότητας της μεσο-μακροπρόθεσμης χωροταξικής στρατηγικής, παρότι παρέχει ρυθμιστική ευελιξία στο πολεοδομικό επίπεδο. Η ανακοίνωση, άρα, ότι η μεταφορά των υπουργείων «θα αρχίσει να υλοποιείται από το 2022, που θα προκηρυχθεί το νέο έργο», αποπνέει έλλειψη ρεαλισμού και εξοικείωσης με τις επίπονες θεσμικές διαδικασίες που προηγούνται της λήψης πολεοδομικών αποφάσεων. Πρόκειται για χρονοβόρα μεν αλλά αναγκαία πορεία «ωρίμανσης», που περιλαμβάνει: επιστημονικές μελέτες, ενδοδιοικητικό συντονισμό και διαβούλευση –με φορείς και κοινό– επί ολοκληρωμένων εναλλακτικών σεναρίων, στο αρχικό στάδιο, δηλαδή προ της λήψης απόφασης, επιβαλλόμενη από την εθνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία (στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση επιπτώσεων), που δεν υποκαθίσταται από μία «τροπολογία».
Για την αναζωογόνηση (urban regeneration) του ιστορικού κέντρου της Αθήνας υπάρχει ήδη το Σχέδιο Ολοκληρωμένης Αστικής Παρέμβασης (ΣΟΑΠ/2017), ένα πολυτομεακό επιχειρησιακό πρόγραμμα (με υπογραφή 17 υπουργών), το οποίο δυστυχώς είναι αδρανοποιημένο, αντί να αποτελέσει για τον Δήμο Αθηναίων οδηγό υπέρβασης της απλής πολιτικής έργων εξωραϊσμού και ανάληψης ολοκληρωμένων δράσεων αστικής διαχείρισης (urban management), με απαιτήσεις πολυεπίπεδης και εταιρικής διακυβέρνησης σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα. Αυτή τη διαχειριστική ικανότητα απαιτούν οι θετικές προτάσεις του κ. Σκέρτσου για: επανάχρηση εγκαταλελειμμένων κτιρίων, προσέλκυση νέων κατοίκων, αναβάθμιση ξενοδοχείων, ή ακόμη και κατεδάφιση/απαλλοτρίωση κτιρίων, προτάσεις που δεν χρειάζονται τη μαζική απομάκρυνση της διοίκησης για να δρομολογηθούν, αλλά αντίθετα δυσχεραίνονται όταν δεν βασίζονται στην ολοκληρωμένη στρατηγική των ΡΣΑ και ΣΟΑΠ.
Επειδή όμως ο εξορθολογισμός χωροθέτησης της επιτελικής διοίκησης είναι πράγματι αναγκαίος προς αντιμετώπιση χρόνιων δυσλειτουργιών, θα ήταν θετικό να προωθηθούν προγράμματα τύπου «αστικού βελονισμού» στο πνεύμα των μητροπολιτικών παρεμβάσεων του ΡΣΑ, που έχουν πολλαπλασιαστικές θετικές επιπτώσεις, χωρίς ανατροπή του. Η δημιουργία ενιαίων διοικητικών πάρκων είναι παρωχημένη πρακτική. Ρεαλιστικές είναι μικρότερες μετεγκαταστάσεις όπως η μεταφορά των «δημοσίων έργων» δίπλα στο «Μεταφορών», στην περιφέρεια του μητροπολιτικού πάρκου Γουδίου, μια χωροθέτηση στον δυτικό άξονα του μετρό (π.χ. το Αγροτικής Ανάπτυξης σε συνέργεια με τη Γεωπονική), ως κινητήριος μοχλός επίσπευσης του μετασχηματισμού του Ελαιώνα, και η μεταφορά στην ΠΥΡΚΑΛ ενός υπουργείου, όπως π.χ. το Περιβάλλοντος, που στεγάζεται σε διεσπαρμένα κτίρια υψηλού ενοικίου. Πρόκειται για χωροθετήσεις που διαθέτουν τις πολεοδομικές προϋποθέσεις λόγω καλής συγκοινωνιακής εξυπηρέτησης και σέβονται τη φέρουσα ικανότητα της περιοχής υποδοχής, αρκεί να συνοδευτούν από επιλογές βιώσιμης κινητικότητας, όπως ο έλεγχος στάθμευσης, προς αποφυγήν της προσέλευσης με Ι.Χ. Στην ΠΥΡΚΑΛ ειδικά, αυτή η πρόταση ανταποκρίνεται στον μητροπολιτικό χαρακτήρα της έκτασης, που υπερβαίνει τα όρια του δήμου, αλλά και στην τοπική προσδοκία δημιουργίας πολιτιστικού-αθλητικού πάρκου πρασίνου που προβλέπει το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο, με απλή προσθήκη της χρήσης διοίκησης.
Ιδού τρόποι ορθής εφαρμογής της παραίνεσης «να επενδύουμε περισσότερο στον επιτελικό σχεδιασμό παρά στον αυτοσχεδιασμό» ιδεών χωρίς επιστημονική πατρότητα.
Ο χωρικός σχεδιασμός είναι επιστήμη με αρχές, κανόνες, στρατηγική και επιχειρησιακή μεθοδολογία, στην ανάπτυξη και διακίνηση της οποίας συμβάλλει εποικοδομητικά η Ε.Ε. με κατευθυντήρια κείμενα και δεσμευτικές οδηγίες (Territorial Agenda, Strategic Environmental Assessment κ.λπ.). Η εκκένωση του κέντρου από την επιτελική διοίκηση είναι μία εκτός βιβλιογραφίας ιδέα, που απέχει παρασάγγας από την ευρωπαϊκή αντίληψη μητροπολιτικού σχεδιασμού και χωρικής συνοχής, άκρως επικίνδυνη για το μέλλον της πρωτεύουσας, επειδή αυξάνει την τρωτότητά του σε διεθνείς κρίσεις όπως η πρόσφατη πανδημία.
Πηγή: www.kathimerini.gr