Η έκβαση των Ευρωεκλογών της 26ης Μαΐου και οι αμέσως επόμενες εξελίξεις, που μας οδηγούν στις Βουλευτικές Εκλογές της 7ης Ιουλίου, διαμορφώνουν έναν νέο πολιτικό χάρτη της χώρας, επιφέροντας σημαντικές ανατροπές και ανακατατάξεις. Η ανάγνωση του εκλογικού αποτελέσματος δείχνει ότι η πλειοψηφία του μεσαίου χώρου, δηλαδή των πολιτών που συγκροτούν την παραδοσιακή κοινωνική και εκλογική βάση του κεντρώου πολιτικού χώρου, στρέφεται προς τη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη, θεωρώντας την ως τη μόνη ουσιαστική επιλογή διεξόδου της χώρας από τη βλαπτική περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Τα επιμέρους στοιχεία που οδηγούν στην παραπάνω διαπίστωση προκύπτουν από την επίδοση των κομμάτων που επιχείρησαν να συσπειρώσουν τις δυνάμεις του κέντρου. Το αποτέλεσμα για το ΚΙΝ.ΑΛ. είναι προφανώς απογοητευτικό, καθώς, παρά το ανανεωτικό αφήγημα που αρχικά επιχείρησε να αναδείξει, αποτυγχάνει να διαφυλάξει ακόμη και εκείνα τα κεκτημένα της ΕΛΙΑΣ του 2014 (7,60% έναντι 8,02%), ακόμη και σε μία συγκυρία σημαντικής αποδυνάμωσης του ΣΥΡΙΖΑ. Σε ό,τι αφορά το Ποτάμι, η κάλπη επεφύλαξε την πιο ισχνή εκλογική επιρροή, από την ίδρυσή του έως σήμερα.
Η διαφορά μεταξύ της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ προοιωνίζεται την επικράτηση της παράταξης του Κυριάκου Μητσοτάκη και στις προσεχείς εκλογές της 7ης Ιουλίου, καθώς ο χρόνος που απομένει, ελλείψει συγκλονιστικού απροόπτου, δεν επαρκεί για ανατροπή του πολιτικού σκηνικού.
Στο ισχυρό ενδεχόμενο, λοιπόν, της ανάληψης της διακυβέρνησης της χώρας από τη ΝΔ, είτε με αυτοδυναμία, είτε με τη συγκρότηση μίας κυβερνητικής συμμαχίας, η πρόκληση για τον Κυριάκο Μητσοτάκη θα είναι να ανταποκριθεί στα αιτήματα που αυτονόητα διατυπώνει η κοινωνική συμμαχία που τον υποστηρίζει. Αφενός, ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα χρειαστεί να υπερβεί τα σκληρά κομματικά στεγανά, συγκροτώντας μία κυβέρνηση ικανών ανθρώπων, πέρα από την κομματική επετηρίδα και με ανοικτούς ορίζοντες στο δημιουργικό κομμάτι της κοινωνίας. Αφετέρου, σε δεύτερο πολιτικό χρόνο, θα πρέπει να τολμήσει να πραγματοποιήσει τις ριζοσπαστικές αλλαγές που χρειάζεται ο τόπος, ανατρέποντας την ίδια τη φυσιογνωμία του γερασμένου, παλαιολιθικού, βαθιά συντηρητικού κομματικού μηχανισμού, του οποίου ηγείται.
Κάπου εκεί, εντοπίζεται το μεγάλο διακύβευμα. Στο αμέσως προσεχές διάστημα, θα φανεί εάν το πολιτικό σύστημα διαθέτει αποθέματα ικανά να υποστηρίξουν ένα πρόγραμμα ευρέων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, στη συνολική δομή διακυβέρνησης της χώρας. Εάν θα αγνοηθεί το πρόσκαιρο (ή και μακροπρόθεσμο) πολιτικό κόστος για να αλλάξουμε, ουσιαστικά και καθοριστικά, τη δημόσια διοίκηση, τη δομή του κράτους, το επίπεδο θωράκισης και ανεξαρτησίας των θεσμών, την παιδεία, την υγεία, τη δικαιοσύνη, το φορολογικό και το ασφαλιστικό σύστημα, το επενδυτικό περιβάλλον, την αγορά εργασίας. Εάν, τελικά, μπορεί να ενεργοποιηθεί στο πολιτικό προσωπικό της χώρας μία «κρίσιμη μάζα» για την υλοποίηση της μετάβασης της Ελλάδας σε ένα ολότελα διαφορετικό μοντέλο λειτουργίας. Η επίτευξη αυτού του στόχου, στο επίπεδο του πραγματικού χρόνου, εκείνου της τρέχουσας καθημερινότητας, είναι όχι μόνον αναγκαίος, αλλά και ικανός όρος για την ολοκλήρωση ενός ευρύτερου στόχου – εκείνου της οριστικής αλλαγής ιστορικού κύκλου για τη χώρα, στο επίπεδο του ιστορικού χρόνου.
Το κλείσιμο του κύκλου της Μεταπολίτευσης θα έρθει όταν ο πολιτικός λόγος απεξαρτηθεί από τον παρωχημένο λαϊκισμό και τη συνθηματολογία των περασμένων δεκαετιών, η οποία εξαντλείται σε ανεπίκαιρους, όσο και ατελέσφορους, διαχωρισμούς. Οι πρόσφατες εξελίξεις στο Κίνημα Αλλαγής δείχνουν ότι απέχουμε, ακόμη, από αυτόν το στόχο. Αλλά και ευρύτερα, η κομματική στρατηγική του λεγόμενου «προοδευτικού χώρου» δείχνει να υπαγορεύεται από τη μονολιθική, αποκομμένη από τη σύγχρονη ευρωπαϊκή και διεθνή πραγματικότητα, υπεράσπιση μίας δήθεν «κοινωνικής» πολιτικής, η οποία ωστόσο απαιτεί υψηλά πλεονάσματα και ασφαλές δημοσιονομικό περιθώριο, στοιχεία τα οποία έχουν οριστικά εκλείψει. Ας πούμε, επιτέλους, τα πράγματα με το όνομά τους: Η πλειοδοσία επί «κοινωνικών» πολιτικών, μισθολογικών αυξήσεων και παροχών χωρίς ταυτόχρονο σχέδιο για την προσέλκυση επενδύσεων και την παραγωγή πλούτου, αποτελεί ανεύθυνη πράξη πολιτικής εξαπάτησης και ναρκοθετεί το μέλλον της πατρίδας.
Έχω την άποψη ότι σε αυτήν την προσπάθεια θα πρέπει να πρωταγωνιστήσουν εκείνοι που στα χρόνια της κρίσης, βρήκαν το θάρρος να βαδίσουν στο δύσβατο δρόμο. Βρήκαν το θάρρος να πουν τις δυσάρεστες, αλλά εθνικά ωφέλιμες αλήθειες.
Το Ποτάμι, με τη μεγάλη παρακαταθήκη του, αλλά και το ενεργό πολιτικό του προσωπικό, πρέπει να αναλύσει και να διαχειριστεί το αποτέλεσμα με το ίδιο θάρρος που χαρακτήρισε την πορεία του στη δημόσια ζωή της χώρας, από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής του. Πρέπει, τώρα, στην πιο δεινή δοκιμασία, να επιδείξει τις ίδιες αρετές που συγκρότησαν την πολιτική του ταυτότητα: Σύνεση, διορατικότητα, ρεαλισμό.
Παράλληλα, οι όμορες πολιτικές δυνάμεις του κεντρώου χώρου πρέπει να αφουγκραστούν τις επιταγές των καιρών, να παρακολουθήσουν προσεκτικά τις εξελίξεις που έρχονται και, όταν αυτές το επιτρέψουν, να συντελέσουν αποτελεσματικά στις διεργασίες για τη γέννηση ενός νέου, προοδευτικού, ριζοσπαστικού χώρου του κέντρου, που προφανώς χρειάζεται η πολιτική ζωή του τόπου. Οι κινήσεις δεν μπορούν και δεν πρέπει να είναι σπασμωδικές, καθώς η παρούσα πολιτική συγκυρία έχει ήδη κατασταλάξει σε κάποια δεδομένα χαρακτηριστικά, που δεν επιτρέπεται να αγνοηθούν. Απαιτείται υπομονή και δυναμική, όχι στατική, σύνθεση των παραμέτρων, ανάλογα με τις εξελίξεις που αναπόφευκτα θα έρθουν.
Πρέπει να σταθούμε κριτικά στο πολιτικό πεδίο που έχει διαμορφωθεί και, με υπομονή, να επιδιώξουμε νέες συμμαχίες, με βάση τον αξιακό κώδικα που έχει εγκαταστήσει, ούτως ή άλλως, στα πολιτικά πράγματα ο κεντρώος χώρος. Το Κέντρο είναι προφανές ότι βρίσκεται σε αναμονή. Που σημαίνει ότι πρέπει οι προοδευτικοί πολίτες να βρίσκονται και σε εγρήγορση για νέα συσπείρωση των δυνάμεών τους, μέσα από τις εξελίξεις που μας περιμένουν. Θα είμαστε εδώ.