Αν θέλουμε να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, το ποτήρι της Αθήνας δεν είναι ούτε μισοάδειο, ούτε μισογεμάτο. Απλώς, ξεχείλισε. Τα φαινόμενα ρατσιστικής βίας εξαπλώνονται. Επεκτείνονται, από το κέντρο της πόλης και σε άλλες γειτονιές. Ακραίες, συντεταγμένες, ακροδεξιές ομάδες, άλλοτε μόνες τους κι άλλοτε σε συνεργασία με αστυνομικούς και «πρόθυμους» πολίτες, αναλαμβάνουν να φέρουν εις πέρας «εκκαθαριστικές» επιχειρήσεις ρατσιστικής βίας, υπό την αυξανόμενη ανοχή της κοινωνίας.
Το πρόβλημα είναι μεγάλο. Και έχει δύο όψεις: Η μία, είναι η ρατσιστική βία και οι οργανωμένες ακροδεξιές ομάδες που απειλούν και τρομοκρατούν. Η δεύτερη, είναι η αδυναμία της Πολιτείας -και εν προκειμένω ευθύνονται όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων- να αντιμετωπίσουν το σοβαρό πρόβλημα της παράνομης μετανάστευσης, ρεαλιστικά και υπεύθυνα, αφήνοντας κατά μέρος τις μεγαλοστομίες και τα αδιέξοδα σχέδια επί σχεδίων που εξαγγέλλονται, για να μη βρουν εφαρμογή ποτέ.
Το αποτέλεσμα είναι πλέον ορατό δια γυμνού οφθαλμού: Το μεταναστευτικό ως πρόβλημα, βρίσκεται στην κορυφή της ακροδεξιάς ατζέντας, οδηγώντας ακόμα και σε εγκληματικές πρακτικές. Το κρίσιμο ωστόσο είναι -για να μην κλείνουμε τα μάτια μπροστά στην πραγματικότητα- ότι η «ατζέντα» αυτή κερδίζει διαρκώς έδαφος και αποκτά απήχηση σε μεγάλο μέρος ελλήνων πολιτών. Σε ορισμένες μάλιστα περιοχές του κέντρου της πρωτεύουσας, όπου οι «όροι ζωής» που έχουν επιβληθεί στους μετανάστες υπονομεύουν την ειρηνική συνύπαρξή τους με τους έλληνες πολίτες, το κλίμα είναι τέτοιο, που ενισχύει τους «φορείς της ρατσιστικής βίας». Εάν προσθέσουμε στο μείγμα, τη φτώχεια και την αύξηση της εγκληματικότητας σε συνθήκες μείζονος οικονομικής κρίσης, ανακύπτει ένα ευρύτερο «πρόβλημα ασφάλειας» για τους πολίτες.
Εκμεταλλευόμενος ο ευρύτερος χώρος της δεξιάς την κατάσταση που δημιουργείται, διαμορφώνει μια γραμμή «νόμου και τάξης», που εκ των πραγμάτων αποκτά θέση κεντρικού χαρακτήρα. Η «Χρυσή Αυγή», ο Καρατζαφέρης, ο Καμμένος και ο Σαμαράς, καθένας με τον τρόπο και τον προσωπικό του τόνο, ποντάρουν στα «πολιτικά οφέλη» που μπορεί να αποφέρει η διαχείριση του φόβου και χρησιμοποιούν το μεταναστευτικό ως αιχμή της προεκλογικής τους καμπάνιας.
Παρ’ όλα αυτά και ασχέτως της «δεξιάς εκμετάλλευσης», το ζήτημα είναι υπαρκτό. Και είναι, αν μη τι άλλο, επικίνδυνο, οι σύγχρονες φιλελεύθερες και οι αριστερές προοδευτικές δυνάμεις να αποφεύγουν τις συγκεκριμένες ρεαλιστικές προτάσεις και να επικεντρώνονται μόνο σε «ευχές» για την επίλυση του θέματος.
Η παράνομη μετανάστευση δεν αντιμετωπίζεται με μονομερείς πολιτικές καταστολής, όπως υποδεικνύει μονότονα η δεξιά σε όλες τις αποχρώσεις της. Αυτό που απαιτείται είναι ένα ευρύτερο πλαίσιο κοινωνικών και πολιτικών πρωτοβουλιών, που θα προτάξουν την ανάγκη της ταυτόχρονης επίδειξης ευαισθησίας και κοινωνικής ευθύνης.