Ο πολιτικός χάρτης κάθε χώρας εκφράζει κυρίως την πολιτική της ιστορία. Κινήματα, ρήξεις, συμμαχίες, αλλά και προσωπικότητες και τα επιτεύγματα των κυβερνώντων συνθέτουν ένα πολύχρωμο μωσαϊκό. Τα θεμελιώδη, όπως και στην οικονομία, δεν αλλάζουν εύκολα, αλλά υπάρχουν πάντα περιθώρια πρωτοβουλιών και νέων προτάσεων, η πολιτική ζωή εξελίσσεται συνήθως απρόβλεπτα.
Για τις λεγόμενες πολιτικές δυνάμεις του κέντρου, το κύριο στοιχείο ήταν ο ετεροπροσδιορισμός. Η μετεμφυλιακή παρακαταθήκη, οι ακρότητες του εμφυλίου, γενικότερα η βία της εποχής εκείνης, όλα αυτά συνέτειναν σε δύο αντιφατικά πράγματα. Πρώτον της ενδυνάμωσης στη συνείδηση των πολιτών της έννοιας του κέντρου, ως πόλου που αφενός απαλλάσσει από την συμμετοχή στη μια ή στην άλλη παράταξη, αφετέρου οριοθετεί την πολιτική συζήτηση εκτός του πεδίου του εθνικού διχασμού. Δεύτερον, στην επικίνδυνη επιλογή της δημιουργίας υπόπτων, δηλαδή «συνοδοιπόρων», προκειμένου να ανακοπεί κάθε προσπάθεια δημιουργίας κινημάτων που δεν ασπάζονται την λογική του σκληρού διχασμού, το τρομερό «εμείς ή αυτοί».
Η ιστορία έδειξε ότι το κέντρο στη χώρα μας υπήρχε και υπάρχει σε διάφορες μορφές πάντοτε, αλλά η κατίσχυσή του στη νεώτερη εποχή έγινε πανηγυρικά με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, το 1981. Ορόσημο απετέλεσε βεβαίως η μεγάλη επιτυχία της Ενωσης Κέντρου, πριν την επιβολή της δικτατορίας. Κόμμα χωρίς αναφορές και χωρίς σχέση με τον εμφύλιο, το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρέας Παπανδρέου, επέτυχαν την εθνική συμφιλίωση κι έτσι έκλεισε οριστικά αυτή η τραγική περίοδο της ιστορίας μας. Επωφελήθηκαν φυσικά από αυτή την εξέλιξη όλα τα πολιτικά κόμματα, η δημοκρατία εμπεδώθηκε και η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ άνοιξε συνάμα ένα νέο ελπιδοφόρο πολιτικό κεφάλαιο.
Στο σημερινό όμως τοπίο τι συμβαίνει; Το κέντρο υπάρχει, αλλά θα χάνει έδαφος αν δεν βρει έναν νέο, αυτόνομο τρόπο παρουσίας και δράσης. Ο ιστορικός ετεροπροσδιορισμός σε σχέση με την Δεξιά και την Αριστερά, δεν θα είναι πειστική επιλογή, αν δεν συνοδεύεται από προτάσεις πολιτικής που ανοίγουν νέους δρόμους και που ανταποκρίνονται στα νέα δεδομένα. Και τούτο διότι αν στην μετεμφυλιακή Ελλάδα η ανάγκη οριοθέτησης απέναντι στους δύο πόλους είχε ζωτική σημασία, αυτό συνέβαινε διότι η κομματική πολιτική κυριαρχούσε παντού. Το άτομο, η οικογένεια, η άσκηση εμπορικής δραστηριότητας, ο διορισμός στο δημόσιο, η μετανάστευση, όλα ήταν ελεγχόμενα, η δημόσια δράση του καθένα ήταν προβλέψιμη. Σήμερα το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό τοπίο είναι πολύπλοκο και ρευστό, ο πολίτης απολαμβάνει τις κεκτημένες ελευθερίες, οι νέες τεχνολογίες επικοινωνίας ανατρέπουν τα δεδομένα και η κρίση άλλαξε τις παλιές πρακτικές.
Η ιστορική λοιπόν και καθιερωμένη για τις παλαιότερες γενιές των κεντρογενών πολιτική των ίσων αποστάσεων από τους δύο πόλους, δεν ελκύει, τουλάχιστον τους νέους.
Τα δεδομένα άλλαξαν, η ανάγκη αυτονομίας, πρωτοτυπίας και αυθεντικότητας ενισχύονται, οι προτάσεις των κομμάτων κρίνονται γρήγορα σε σχέση με το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Κι αυτό κρίνεται πρώτα στο οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, και στη συνέχεια, αν αξιολογηθεί θετικά, τότε διοχετεύεται στον χώρο της πολιτικής. Αυτή η δραματική αλλαγή και εξάρτηση των ρόλων (οικονομία – κοινωνία – πολιτική), σαφώς επιδέχεται πολλές ερμηνείες, αλλά ισχύει. Κι αυτό φαίνεται στην πρόσληψη των προβλημάτων εκ μέρους των πολιτών, στην κατηγοριοποίησή τους, στην ιεράρχησή τους. Προηγείται σαφώς η οικονομία, η ανεργία, η επιβίωση.
Αν λοιπόν το Κέντρο πρέπει να εκφραστεί, να υπάρξει και να κυριαρχήσει στην πολιτική, θα πρέπει λογικά να ακολουθήσει αυτή την κοινωνιολογική εξέλιξη και συσχέτιση. Κι αυτό απαιτεί επεξεργασία προτάσεων, διατύπωση συνεκτικών θέσεων, σαφές σχέδιο. Γι αυτό οι συνήθεις οδοί και τρόποι δεν καρποφορούν, ούτε για το ίδιο το Κέντρο, αλλά ούτε και για τους πολιορκητές του. Δεν αρκούν δηλαδή η διεύρυνση με πολιτικά πρόσωπα, οι συναλλαγές βουλευτών, οι προσχωρήσεις στελεχών. Σχέδιο για τη χώρα απαιτείται, σχέδιο για την ανασυγκρότηση και την ανάκαμψη, εκεί θα κριθούν όλα τα κόμματα. Και βεβαίως και το Κέντρο, αφού ο παλαιού τύπου ετεροπροσδιορισμός δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές ανάγκες. Και η ανάγκη κινεί τα πράγματα.
Ας μου συγχωρηθεί ο όρος «ακραίου» στο τίτλο του άρθρου, αλλά το ακραίο δεν είναι πάντοτε απορριπτέο. Οι συνθήκες ορίζουν το τι θεωρείται ακραίο σε κάθε συγκυρία.