Μέσα στη τόσο μεγάλη σκοτοδίνη που βρίσκεται η χώρα οι λέξεις χάνουν τη σημασία τους. Είναι τέτοια η σύγχυση που δεν υπάρχει χώρος για το αυτονόητο. Καλό είναι λοιπόν να ξαναδούμε τα βασικά. Ποια είναι η πραγματικότητα και ποιοι είναι οι μύθοι της.
Α. Η πραγματικότητα
Το 2008 η οικονομία της χώρας μπήκε σε ύφεση λόγω της αλόγιστης πολιτικής που ακολουθούσε η τότε κυβέρνηση. Έλλειμμα και χρέος εκτινάχθηκαν. Η χώρα αναγκάστηκε το 2010 να αιτηθεί ένα πρώτο δάνειο ύψους 110 δις από τις χώρες του ευρώ (80δις) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (30 δις) για τον απλούστατο λόγο ότι τα επιτόκια των αγορών ήταν τόσο υψηλά που καθιστούσαν αδύνατο το δανεισμό.
Για την εφαρμογή του μνημονίου συγκροτήθηκε η περίφημη Τρόικα η οποία αξιολογούσε την πρόοδο του προγράμματος.
Με απλά λόγια οι εταίροι μας δεσμεύτηκαν να μας χρηματοδοτήσουν για να μην χρεοκοπήσουμε και εμείς δεσμευτήκαμε να υλοποιήσουμε τα μέτρα που είχαμε συμφωνήσει για να ανακάμψει η οικονομία μας.
Του πρώτου δανείου ακολούθησε ένα δεύτερο, καθώς και ένα γιγάντιο κούρεμα του χρέους.
Όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης η χώρα υλοποίησε το δημοσιονομικό σκέλος της προσαρμογής αλλά όχι τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις του μνημονίου (εκσυγχρονισμός των θεσμών, της διοίκησης κλπ). Έστω και έτσι κατάφερε μετά πολλών κόπων και βασάνων να μπει μετά από 7 χρόνια ύφεσης σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2015.
Αυτό όμως που δεν κατάφερε να πράξει ήταν να θέσει στο δημόσιο διάλογο το μόνο θέμα που ήταν και είναι προς συζήτηση. Πως βγαίνουμε το συντομότερο δυνατό από τη κρίση, με ποια μέτρα και μεταρρυθμίσεις και πως επιμερίζουμε το αναπόφευκτο κόστος με όσο πιο δίκαιο τρόπο γίνεται. Αντί αυτής της συζήτησης προτίμησε την προσφυγή στο μύθο εξ’ ου αυτή και η τεράστια σύγχυση που επικρατεί σήμερα στους πολίτες.
Β. Οι μύθοι
Οι κακές πολιτικές δυνάμεις είναι υπέρ του μνημονίου ενώ οι καλές είναι κατά
Αυτός ο πρώτος μύθος σκέπασε το αυτονόητο. Κανένα κόμμα δεν επιθυμεί να πάρει μέτρα λιτότητας και να χάσει τις εκλογές. Τα μέτρα τα παίρνουμε γιατί δεν υπάρχουν τα χρήματα.
Υπό καθεστώς οικονομικής κρίσης καμία πολιτική δύναμη δεν μπορεί να εφαρμόσει το όραμά της όπως επιτάσσει η ιδεολογία της (εξαιρούνται οι ακροδεξιοί και οι ακροαριστεροί που έχουν στο μυαλό τους ολοκληρωτικά καθεστώτα). Πώς να κάνεις π.χ. κοινωνική πολιτική με άδεια ταμεία;
Η διάκριση μνημονιακοί αντιμνημονιακοί εμποδίζει το πραγματικό ερώτημα για τους πολίτες. Πιο κόμμα προτείνει μέτρα που μας βγάζουν το συντομότερο δυνατό από τη κρίση και επιμερίζει το αναπόφευκτο κόστος με δίκαιο τρόπο.
Οι χαζοί πολίτες επιθυμούν το μνημόνιο ενώ οι έξυπνοι είναι κατά
Είναι αδύνατο να υπάρχουν κάποιοι που από βίτσιο προτιμούν να τους περικόπτουν τις συντάξεις, τους μισθούς, που τους αρέσει να τους αυξάνουν τη φορολογία, να τους μειώνουν την αγοραστική δύναμη. Δεν υπάρχει ούτε ένας πολίτης στον πλανήτη που χαίρεται όταν του δυσκολεύουν τη ζωή.
Κάθε νοήμων άνθρωπος είναι αντιμνημονιακός και αυτό ανεξαρτήτως οικονομικού στάτους και πολιτικής ιδεολογίας. Όσοι κατά συνεπεία από πολιτική σκοπιμότητα εγκολπώνονται κατ’ αποκλειστικότητα την ιδιότητα του αντιμνημονιακού και την κομματικοποιούν, ταυτίζοντας ταυτόχρονα όλους τους υπόλοιπους με τη στείρα αντίδραση, λειτουργούν στο πεδίο του απόλυτου πολιτικού αμοραλισμού.
Οι ξένοι θέλουν το κακό μας και συνωμοτούν εις βάρος μας
Εδώ πρόκειται για το γνωστό μας εθνικό σπορ. Το σύνδρομο καταδίωξης, τη μόνιμη καχυποψία και μια ατέρμονη συνωμοσιολογική προσέγγιση των πραγμάτων, που μας θέτει τεράστια εμπόδια στη χρήση της λογικής σκέψης και του κοινού νου.
Κανένας εκεί έξω δεν ενδιαφέρεται ούτε για το κακό μας, ούτε για το καλό μας. Τα υπόλοιπα κράτη δεν είναι ούτε ο πατέρας μας, ούτε ο εχθρός μας, αυτές είναι μεταφυσικές ιδιότητες που μας αρέσει να τους προσδίδουμε γιατί αυτό μας επιτρέπει να χρησιμοποιήσουμε ένα απλοϊκό κι ανέξοδο τρόπο ερμηνείας της πραγματικότητας.
Λέμε δηλαδή ότι φταίνε οι άλλοι και καθαρίσαμε. Που να ψάχνεις τώρα για στοιχεία, για σύνθετα επιχειρήματα αυτά είναι δύσκολα πράγματα.
Όλα τα κράτη (όπως και εμείς), διεκδικούν το συμφέρον τους και αυτή είναι η αρχή πάνω στην οποία εδράζονται οι μεταξύ τους σχέσεις. Το ζητούμενο για μια χώρα σαν την Ελλάδα δεν είναι να κατακεραυνώνει εσαεί τους γύρω της, αλλά να επιλέξει τις σωστές συμμαχίες ώστε να αναπτυχθεί κι αυτή αξιοποιώντας τη βοήθεια και την επιρροή αυτών των χωρών.
Δεν έχουμε ανάγκη τους ξένους, έχουμε ήλιο, θάλασσα και τ’ αγόρι μας
Άλλο ένα αποκύημα της παιδικής φαντασίωσης της παντοδυναμίας. Η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα, (αποτελεί το 2% της Ευρωζώνης). Δεν εξάγει κάτι αξιοσημείωτο, δεν επηρεάζει την οικονομία των άλλων χωρών, δεν παράγει πλούτο από μόνη της. Έχει πράγματι τον ήλιο και τη θάλασσα, καθώς και μια χρήσιμη γεωπολιτική θέση. Η θέση μας σε συνδυασμό με την ιστορία μας (την οποία δυστυχώς τι γράφουμε εμείς οι νεοέλληνες στα παλιά μας τα παπούτσια) μας πρόσφεραν τη δυνατότητα συμμετοχής σε ισχυρούς διακρατικούς συνασπισμούς, οι οποίοι μας παρείχαν χρήμα, ανάπτυξη και ασφάλεια, συστατικά στοιχεία της ευμάρειας των τελευταίων δεκαετιών. Χωρίς τη συμμετοχή της στην Ε.Ε. η Ελλάδα οδηγείται στην απομόνωση, στην εσωστρέφεια και εν τέλει σε μία κατάσταση εντελώς διαφορετική από αυτή που θεωρούν γνώριμη, φυσιολογική και δεδομένη οι τελευταίες γενιές.
Οι περήφανοι λαοί λένε όχι στους κακούς δανειστές
Οι περήφανοι λαοί δεν έχουν δανειστές, εάν έχουν αυτό σημαίνει ότι κάτι δεν κάνουν καλά. Αν θέλουν όμως να είναι περήφανοι ένας δρόμος υπάρχει. Οικοδομούν μια στιβαρή οικονομία, καινοτόμα και εξωστρεφή, καταπολεμούν τη διαπλοκή και τη διαφθορά, οικοδομούν μια δημόσια διοίκηση που στέκεται στα πόδια της, αντιμετωπίζουν το κομματικό κράτος και το πελατειακό σύστημα, και τότε λένε το πραγματικά περήφανο όχι στους δανειστές.
Αν θεωρούμε ότι υπάρχει τρόπος μα ανορθώσουμε μια ελλειμματική οικονομία χωρίς να πάρουμε μέτρα και χωρίς να δανειστούμε τότε θα πρέπει να επανεξετάσουμε τη σχέση μας με την πραγματικότητα.
Αν θεωρούμε ότι μπορούμε να πούμε ένα περήφανο όχι στη συμφωνία και αμέσως μετά ένα εξίσου περήφανο ναι, τότε θα πρέπει να επανεξετάσουμε τη σχέση μας με τη λογική.
Εμείς θα κάνουμε καλλίτερη διαπραγμάτευση
Από την έναρξη της κρίσης όλα τα κόμματα που διεκδίκησαν την εξουσία χρησιμοποίησαν το επιχείρημα ότι εμείς θα το κάνουμε καλλίτερα.
Πάντα υπάρχουν περιθώρια καλλίτερης διαπραγμάτευσης. Για να γίνει όμως αυτό πρέπει: να στηρίζεσαι σε στιβαρές τεχνοκρατικές ομάδες, να έχεις αξιοπιστία, να σέβεσαι τους συνομιλητές σου, να οικοδομείς συμμαχίες (πρέπει να σε στηρίζουν κάποιοι και ιδίως ορισμένοι από τους παίκτες κλειδιά), να γνωρίζεις το μέγεθός σου.
Αν δεν σέβεσαι τους ανωτέρω κανόνες θεωρώντας ότι μπορείς να τους ξεγελάσεις με κουτοπόνηρο τρόπο και πηγαίνεις με τα χέρια στις τσέπες στο τέλος θα σου πάρουν και τα παντελόνια.
Θα το κάνουμε Κούγκι
Εδώ δεν πρόκειται για μύθο αλλά για παράκρουση. Η επιστήμη σηκώνει τα χέρια, μόνο η ψυχιατρική μπορεί να δώσει κάποιες απαντήσεις στη λογική θα τα τινάξουμε όλα στον αέρα, θα τους πάρουμε όλους στον λαιμό μας. Εμείς το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι η Ελλάδα και να ήθελε δεν μπορεί να το κάνει. Αλλά ακόμα και στη φανταστική περίπτωση που αυτό ήταν δυνατό, τι να το κάναμε το Κούγκι, αφού εμείς δεν θα είχαμε καν τη δυνατότητα να δούμε τι θα πάθαιναν οι άλλοι αφού θα πεθαίναμε πρώτοι.