Το Καλοκαίρι θα έχουμε ήρεμα νερά στο Αιγαίο, το Φθινόπωρο;

Γιάννης Μαγκριώτης 29 Ιουν 2021

 Η Τουρκία του Ερντογάν το 2018 έκλεισε τα μέτωπα στα Νοτιοανατολικά της σύνορα, δημιουργώντας στρατιωτικά και διπλωματικά προγεφυρώματα, σε συμφωνία με τον Πούτιν, μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ και την αδυναμία της ΕΕ και, στην στράφηκε στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο.
 Η δήλωση Ερντογάν: «Χωρίς την Τουρκία καμία συμφωνία δεν μπορεί να γίνει στην Ανατολική Μεσόγειο, ούτε κάποια άλλη εξέλιξη», αποκάλυπτε την στρατηγική του.

 Ο στόχος του ήταν να ακυρώσει, το πρόγραμμα εξόρυξης υδρογονανθράκων της Κύπρου, την έναρξη των ερευνών της χώρας μας και τα σχέδια για την κατασκευή του αγωγού EastMed, προβάλλοντας το εθνικιστικό κατασκεύασμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» και έναν επιθετικό αναθεωρητισμό των Διεθνών Συνθηκών για την περιοχή.

 Ξεκίνησε με τις έρευνες και τις γεωτρήσεις στην κατοχυρωμένη ΑΟΖ της Κύπρου, συνέχισε με έρευνες στην δυνητική ΑΟΖ της Ελλάδας μεταξύ Δωδεκανήσων-Κύπρου- Κρήτης, μεταξύ του 28ου και του 30ου Μεσημβρινού.

Προχώρησε στην μονομερή ανακήρυξη της ΑΟΖ στην περιοχή μεταξύ των δύο Μεσημβρινών και στην θαλάσσια ζώνη μεταξύ της Μικρασιατικής ακτής και της Λιβύης και, υπέγραψε το Τουρκολυβικό  μνημόνιο, για των καθορισμό των θαλάσσιων ζωνών μεταξύ των δυο χωρών και το μνημόνιο για την στρατιωτική συνεργασία.
 Όλες οι ενέργειες της Τουρκίας ήταν εκτός διεθνούς δικαίου.

 Για την παραβίαση της Κυπριακής ΑΟΖ, υπήρξαν στις αρχές του 2019 και κυρώσεις από την ΕΕ, περιορισμένες και ανώδυνες, αλλά με ισχυρό συμβολισμό. Στις περιπτώσεις της παραβίασης της δυνητικής ΑΟΖ της χώρας μας, επειδή η Ελλάδα δεν την έχει κατοχυρώσει, όπως και στην υπογραφή του Τουρκολυβικού μνημονίου υπήρξε πολιτική καταδίκη από την ΕΕ, όχι όμως κυρώσεις.

Τρια χρόνια μετά, στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ 24-25 Ιουνίου τι μας λέει η απόφαση και ποια είναι τα πραγματικά δεδομένα, πέρα από την κυβερνητική προπαγάνδα;

Το πρόγραμμα υδρογονανθράκων της Κύπρου έχει σταματήσει, στην αρχή λόγω κορωνοιού, όμως οι λόγοι ήταν άλλοι.

 Η χώρα μας δεν ξεκίνησε ποτέ το δικό της ερευνητικό πρόγραμμα.

 Η αναφορά στον EastMed έχει ξεχαστεί από το Καλοκαίρι του 2020, ενώ δεν είναι λίγες οι συζητήσεις για εναλλακτικούς δρόμους μεταφοράς του φυσικού αερίου του Ισραήλ και της Κύπρου, κυρίως υγροποιημένο, μέσω Αιγύπτου.

Δηλαδή ο Ερντογάν πέτυχε, με λίγες διπλωματικές απώλειες, τους στόχους του και στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής πέτυχε και τον πρώτο στόχο της θετικής ατζέντας στην συνεργασία του με την ΕΕ, πήρε 3,5 δις ευρώ ακόμη για την υποστήριξη των προσφύγων και μεταναστών που βρίσκονται στο έδαφός της Τουρκίας, χωρίς να δεσμευτεί ουσιαστικά στην ενεργοποίηση της κοινής δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας του 2016 για την διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού, ειδικά στο θέμα των επιστροφών όσων δεν εξασφάλισαν την ιδιότητα του πρόσφυγα.

 Η Ελλάδα στην τριετία αυτή ανέπτυξε μια στρατηγική σε τρία επίπεδα: Στο διεθνές (ΕΕ-ΗΠΑ), στο διμερές με την Τουρκία και στην περιφερειακή συνεργασία.

 

Στο διεθνές πέτυχε στην Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ να απαιτήσει η ΕΕ την παύση των επιθετικών ενεργειών της Άγκυρας, μέχρι την Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ του Δεκεμβρίου, χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα, αφού οι ΗΠΑ ήταν στην τελική ευθεία για τις προεδρικές εκλογές και η επίσκεψη και τα καλά λόγια του Πομπέο είχαν στόχο τους Ομογενείς ψηφοφόρους. Στην Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου, χωρίς να έχει αλλάξει συμπεριφορά η Άγκυρα, μαζί με την επανάληψη της απόφασης του Οκτώβρη προστέθηκε και η προοπτική της θετικής ατζέντας. Ήταν όμως φανερό ότι η ηγεσία της ΕΕ περίμενε την αλλαγή στις 25 του Γενάτη της ηγεσίας στον Λευκό Οίκο για να προσδιορίσει την στάση της με βάση και την πολιτική Μπάιντεν.

 

Στην Σύνοδο Κορυφής του Μαρτίου ονοματίστηκε η θετική ατζέντα ΕΕ-Τουρκίας και εξουσιοδοτήθηκε η Κομισιόν να την ετοιμάσει και να την εισηγηθεί στην Σύνοδο Κορυφής του Ιουνίου, αν η Τουρκία σταματούσε τις παραβατικές ενέργειες απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο, και ταυτόχρονα ξεκίνησε τον διάλογο με την Ελλάδα, για την Κύπρο κουβέντα, αφού η Τουρκία δεν την αναγνωρίζει.

Μέσα σε λιγότερο από δυο μήνες με την υπόδειξη των Βρυξελλών και της Ουάσιγκτον, οι Υπουργοί Εξωτερικών των δυο χωρών, σε δύο συναντήσεις τους           σε Άγκυρα και Αθήνα, ετοίμασαν την συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν που ουσιαστικά επιβεβαίωσαν την επιλογή των δυο κυβερνήσεων, λόγω τουρισμού, να υπάρχει ηρεμία στην περιοχή, και άνοιξαν τον δρόμο για την απόφαση της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ, σε λίγες ημέρες. Νομίζω τώρα κανείς δεν έχει ερωτηματικά για το κίνητρο της δημόσιας αντιπαράθεσης Δένδια-Τσαβούσογλου, στην κοινή συνέντευξη τύπου της Άγκυρας.

Δηλαδή στο διμερές επίπεδο Ελλάδα και Κύπρος κλείνουν τον τριετή κύκλο έντασης με την Τουρκία με απώλειες, ειδικά η Κύπρος, αφού η Τουρκία και η Τουρκοκυπριακή ηγεσία αρνούνται και επισήμως πλέον τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος.

 

Στην Λιβυκή κρίση η Τουρκία είναι παράγοντας της επόμενης ημέρας, η χώρα μας όχι.

 

Στις περιφερειακές συμμαχίες η χώρα μας έκανε αρκετά βήματα, ενώ υπάρχουν πολλές γκρίζες περιοχές στις συμφωνίες με την Ιταλία και την Αίγυπτο, για τον καθορισμό της ΑΟΖ, με τις χώρες αυτές, αφού μέχρι και  ο Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας ζήτησε, με τους ίδιους κανόνες να διευθετηθεί και η ΑΟΖ μεταξύ των δυο χωρών, δηλαδή με περιορισμένη επήρεια στην διαμόρφωση της ΑΟΖ, ακόμη και της Κρήτης.

Το καλοκαίρι θα είναι ήρεμο, το Φθινόπωρο;

Στην Σύνοδο Κορυφής του Οκτωβρίου η Τουρκία θα ζητήσει και την υλοποίηση των δύο άλλων αιτημάτων της, την ανανέωση και την διεύρυνση της τελωνειακής ένωσης ΕΕ-Τουρκίας και την κατάργηση της βίζας. Η ΕΕ δεν μπορεί να συζητήσει το πρώτου θέμα, γιατί υπάρχει από χρόνια το βέτο της Κύπρου, επειδή η Τουρκία δεν εφαρμόζει την τελωνειακή ένωση όσον αφορά την Κύπρο, για το δεύτερο ίσως καμία χώρα της ΕΕ να μην το θέλει τώρα, με την ένταση του προσφυγικού-μεταναστευτικού και της τρομοκρατίας των τζιχαντιστών.

 

Η Τουρκία και οι εταίροι και σύμμαχοί μας σε Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον, κάποια στιγμή, θα βρουν μια ισορροπία, όσο δύσκολο και αν είναι. Σ αυτήν την νέα ισορροπία που θα βρίσκονται τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας και της Κύπρου;

 

Μια νέα εθνική στρατηγική είναι όσο ποτέ άλλοτε αναγκαία, για να μην έχουμε μη αντιστρεπτές απώλειες εθνικών συμφερόντων.