Οι πρόσφατες, πολυσυζητημένες και δραματικές Ισπανικές εκλογές μου θύμισαν μια άλλη κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση- τον Μάρτιο του 2017 στην Ολλανδία. Ο κόσμος ζούσε τότε στον απόηχο του διπλού εκλογικού σοκ του 2016- της νίκης του Brexit στο βρετανικό δημοψήφισμα και της εισόδου του Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Μια χαρούμενη συντροφιά ακροδεξιών ηγετών είχε οργανώσει μια πανηγυρική συνάντηση σε μια μικρή γερμανική πόλη. «Να φέρουμε την επανάσταση από τον αγγλοσαξονικό κόσμο, στην ηπειρωτική Ευρώπη», ήταν το πολεμικό τους σύνθημα.
Ήταν Ιανουάριος 2017 και τρεις σημαντικές ευρωπαϊκές χώρες θα πήγαιναν μέσα στους επόμενους μήνες στις κάλπες, η Ολλανδία πρώτη, η Γαλλία κατόπιν και τον Σεπτέμβριο η Γερμανία. Βίλντερς, Λεπέν, Σαλβίνι και η Φράουκε Πέτρι της «Εναλλακτικής» πόζαραν ως η νέα φρουρά, που θα θριάμβευε στις κάλπες και θα άλλαζε τον ρου της ιστορίας. Η έφοδος αποκρούστηκε στην κάλπη, οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες άντεξαν. Αλλά να που η επίθεση ανανεώνεται. Η Ευρώπη βρίσκεται ξανά σε κατάσταση πολιορκίας.
Τα κόμματα του εθνικιστικού, αντιφιλελεύθερου τόξου μοιάζει να βρίσκονται σε άνοδο. Στην Πολωνία και την Ουγγαρία κυβερνούν με τρόπο που αφήνει ελάχιστα περιθώρια στην πολυφωνία και μηδενικά στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και την ελευθερία του Τύπου. Στην Ιταλία η κληρονόμος του μετασχηματισμένου Νεοφασιστικού κόμματος κυριαρχεί στον κυβερνητικό συνασπισμό. Σε Φινλανδία και Σουηδία έχουν ισχυρές θέσεις στην κυβέρνηση. Στην Γερμανία το AfD καταγράφει άλμα στις δημοσκοπήσεις πάνω από 20%, στην Αυστρία και την Γαλλία οι ομοϊδεάτες του χτυπούν ξανά την πόρτα της εξουσίας. Αν, λοιπόν, στην Ισπανία επιβεβαιώνονταν, την προπερασμένη Κυριακή, οι δημοσκοπήσεις που προέβλεπαν μια άνετη νίκη και συμμαχική κυβέρνηση του κεντροδεξιού Λαϊκού Κόμματος με το ακροδεξιό VOX, το αποτέλεσμα θα ακουγόταν σε όλη την Ευρώπη σαν μια ισχυρή προειδοποίηση. Πολύ περισσότερο που η Ισπανική δημοκρατία έμοιαζε, για 40 χρόνια από την πτώση της δικτατορίας του Φράνκο, αποτελεσματικά εμβολιασμένη απέναντι στον ακροδεξιό κίνδυνο.
«Η ώρα των πατριωτών έφθασε!», ήταν το μήνυμα που είχε στείλει με βίντεο από την Ιταλία η Μελόνι, στην τελευταία προεκλογική συγκέντρωση του VOX. Μηνύματα είχαν στείλει επίσης ο Όρμπαν από την Βουδαπέστη και ο Μαζοβιέτσκι από την Πολωνία. Αλλά κανείς δεν καιγόταν για την νίκη των νοσταλγών του Φράνκο, όσο η Ιταλίδα. Μια συμμαχική κυβέρνηση Λαϊκού Κόμματος και Vox στην Μαδρίτη θα έβαζε τέλος στην ευρωπαϊκή της μοναξιά, θα προσέφερε στην Ρώμη την συμμαχία μιας μεγάλης χώρας του νότου. Για την Ευρώπη θα ήταν εφιάλτης. Αλλά για την (αντί) ευρωπαϊκή ακροδεξιά θα ήταν κάτι σαν σάλπισμα τελικής εφόδου.
Οι δημοσκοπήσεις διαψεύστηκαν. Μια αντιφασιστική κινητοποίηση των τελευταίων ημερών βοήθησε τους Σοσιαλιστές να συγκρατήσουν την δύναμή τους και το Vox έχασε σχεδόν τις μισές έδρες που είχε κερδίσει το 2019- υπό το κράτος τότε της «πατριωτικής» αντίδρασης που είχε προκαλέσει η έκρηξη του κινήματος για την Καταλανική αυτονομία. Το «Κέντρο» άντεξε. Τα δύο παραδοσιακά κόμματα εξουσίας, το Λαϊκό και το Σοσιαλιστικό, άθροισαν μεταξύ τους 65%, από 49% στις προηγούμενες και 44% στις προ-προηγούμενες εκλογές. Σαν η πολιτική κρίση που είχε ξεσπάσει το 2015, σε συγχρονισμό με την δική μας, να έκλεισε τον κύκλο της, σαν το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα να σταθεροποιείται ξανά. Αλλά τα πράγματα δεν είναι ποτέ τόσο απλά.
Ο σχηματισμός κυβέρνησης προβάλει δύσκολος. Το μεν δεξιό μπλοκ δεν βρίσκει πλειοψηφία, αφού κανένα άλλο κόμμα εκτός του Λαϊκού δεν διανοείται να συνεργαστεί με τους ακροδεξιούς, το δε αριστερό μπλοκ θα χρειαστεί να κάνει παραχωρήσεις στους αυτονομιστές για να το πετύχει. Κι ένας «μεγάλος συνασπισμός» θα ήταν αριθμητικά εφικτός, πολιτικά όμως αδιανόητος.
Η Ισπανία που καθρεφτίστηκε στις κάλπες είναι μια χώρα κομμένη στα δύο. Σε δύο κόσμους που είναι αδύνατον όχι απλώς να συναινέσουν, αλλά ούτε καν να επικοινωνήσουν. Οι διαφορές τους δεν είναι πια μόνον πολιτικές, αλλά βαθιά πολιτισμικές. Θέματα όπως η άμβλωση, τα δικαιώματα των γυναικών, θέση της LGBTQ κοινότητας ή η μετανάστευση είναι πεδία ασυμφιλίωτου διχασμού. Λες και η Ισπανία, με τις ιδιομορφίες της, γίνεται το πιο προωθημένο δείγμα «αμερικανοποίησης» των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Μεταφοράς, δηλαδή, και στο ευρωπαϊκό περιβάλλον της εμπεδωμένης στην Αμερική πόλωσης, προϊόν και παράγοντας της οποίας είναι το φαινόμενο Τραμπ. Και θύμα της οποίας θα μπορούσε να είναι η ευρωπαϊκή δημοκρατία.
Αυτός είναι το πρώτο σήμα κινδύνου που οι Ισπανικές εκλογές μας στέλνουν. Το δεύτερο, παρά την ματαίωση της προέλασης του VOX, είναι ο κίνδυνος ενός ακροδεξιού, εθνικιστικού και αντιευρωπαϊκού κύματος. Που δεν μπορεί να αγνοηθεί, μα ούτε και να υπερτιμηθεί. Κι αν κάτι διδάσκει η Ισπανική εμπειρία είναι ότι το κύμα έχει όρια, αρκεί να βρει αντίσταση. Επικίνδυνο γίνεται όταν η άνοδος της ακροδεξιάς «τρομάζει» τον mainstream συντηρητικό χώρο και τον σέρνει από τη μύτη. Όταν ο πολιτικός χώρος της κεντροδεξιάς είτε καταλαμβάνεται εκ των έσω (περίπτωση Ρεπουμπλικανικού κόμματος στις ΗΠΑ) είτε εμφανίζεται έτοιμος να υιοθετήσει ακραίες θέσεις και συνθήματα, να κολακεύσει τα ριζοσπαστικοποιημένα ακροατήρια και να εμφανίσει ως κανονική ή και επιθυμητή πολιτική επιλογή την συνεργασία με την ριζοσπαστική ακροδεξιά.
Στην Ισπανία οι δημοσκοπήσεις, μέχρι λίγο πριν τις εκλογές, έδειχναν το Λαϊκό Κόμμα ικανό έως και για την αυτοδυναμία. Η προθυμία του για συνεργασίες με το VOX και, προπάντων, τα αποκρουστικά πρώτα δείγματα γραφής αυτής της συνεργασίας σε δήμους και περιφέρειες αποδείχθηκε ότι είχαν βαρύ τίμημα. Ένα τμήμα του εκλογικού σώματος αντέδρασε, το δημοσκοπικό προβάδισμα συρρικνώθηκε και η βεβαιότητα της επιστροφής στην εξουσία, προς το παρόν, διαψεύδεται. Κι αυτό θα μπορούσε να είναι ένα χρήσιμο μάθημα για όσους φλερτάρουν με τον ίδιο πειρασμό. Όπως, για παράδειγμα, οι Χριστιανοδημοκράτες του Μερτς στην Γερμανία.-
Πηγή: www.kreport.gr