Πριν από δύο εβδομάδες βρέθηκα σε ένα πάνελ, στο Γαλλικό Ινστιτούτο, με έναν αξιόλογο Γάλλο οικονομολόγο της Αριστεράς. Εκανε μια ανάλυση της κατάστασης ασκώντας κριτική στις αδυναμίες της ΟΝΕ, στις αποτυχίες των χρηματοπιστωτικών αγορών που οδήγησαν στην κρίση, στα αδιέξοδα της λιτότητας, επισημαίνοντας την ανάγκη να διασωθεί το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο. Συμφώνησα σχεδόν σε όλα. Οταν όμως ήρθε η ώρα των συμπερασμάτων, πρότεινε να εγκαταλειφθούν οι κανόνες της δημοσιονομικής πειθαρχίας, να σταματήσουν οι μεταρρυθμίσεις και η μείωση των ελλειμμάτων, και να άρει η Γερμανία τις μεταρρυθμίσεις Σρέντερ, με τις οποίες ανέκτησε ανταγωνιστικότητα και πέρασε στην ανάπτυξη με ποσοστά σχεδόν πλήρους απασχόλησης. Οταν τον ρώτησα εάν υπάρχουν στην Ευρώπη και τη Γερμανία οι πολιτικοί συσχετισμοί που θα καθιστούσαν τις προτάσεις του κατά το ελάχιστο εφικτές, μου απάντησε με αφοπλιστική ειλικρίνεια: Οχι.
Στην Ευρώπη σήμερα αντιπαρατίθενται δύο βασικές ιδεολογικές αντιλήψεις. Από δεξιά υπάρχουν εκείνοι που μιλούν αποκλειστικά για δημοσιονομικούς κανόνες και οικονομική ανταγωνιστικότητα. Και από αριστερά, για την προστασία της απασχόλησης, της κοινωνικής συνοχής, του κοινωνικού κράτους. Η διαιρετική τομή δεν είναι μόνο ιδεολογική. Είναι και διακυβερνητική, καθώς η Γερμανία σήμερα ηγείται στην ιδεολογία της ανταγωνιστικότητας, με τη Γαλλία να παλεύει να περισώσει ό,τι μπορεί από τα κεκτημένα του κοινωνικού κράτους.
Οι Γάλλοι σοσιαλιστές δικαιολογημένα υπενθυμίζουν ότι το ευρωπαϊκό μοντέλο είναι ταυτόσημο με τα κοινωνικά δικαιώματα, την έλλογη ρύθμιση των αγορών, την περιβαλλοντική προστασία και όλα όσα, επί δεκαετίες, συνθέτουν την υπεροχή του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής στον κόσμο. Στα οποία η κ. Μέρκελ επίσης εύλογα απαντά ότι η Ευρώπη με το 7% του παγκόσμιου πληθυσμού και το 25% του παγκόσμιου ΑΕΠ δαπανά το 50% των παγκόσμιων κοινωνικών δαπανών, και άρα πρέπει να δουλέψει πολύ σκληρά για να διατηρήσει το επίπεδο ευημερίας και κοινωνικών κεκτημένων.
Σε τι μας αφορά αυτή η αντιπαράθεση; Η Γερμανία εκτός από παγκόσμια εξαγωγική δύναμη εξακολουθεί να διαθέτει κι ένα υποδειγματικό κοινωνικό κράτος σε μια κοινωνική οικονομία της αγοράς. Η Γαλλία δεν έχει μόνο ένα από τα καλύτερα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας και υγείας, αλλά είναι μια από τις 25 ανταγωνιστικότερες οικονομίες του πλανήτη, με ωριαία παραγωγικότητα υψηλότερη της Γερμανίας. Και όμως, η πίεση για μεταρρυθμίσεις στη Γαλλία είναι ασφυκτική.
Τώρα που η οικονομία μας περνάει στην περίοδο των πλεονασμάτων (σε χρόνο ρεκόρ για τα παγκόσμια χρονικά, αλλά με ορθάνοιχτες τις κοινωνικές πληγές) θα έπρεπε να συζητάμε δύο πράγματα. Πώς θα διαμορφώσουμε αυτή την εξωστρεφή παραγωγική βάση κι ένα βιώσιμο αναπτυξιακό μοντέλο, που να αντέχει στον διεθνή ανταγωνισμό. Και πώς θα διαμορφώσουμε κοινωνικό κράτος έτοιμο να διαχειριστεί το νέο κοινωνικό πρόβλημα της χώρας, που είναι ο κίνδυνος της φτώχειας στους ανέργους και η ανάγκη επανένταξής τους στην παραγωγική διαδικασία. Μια σοβαρή Αριστερά θα έπρεπε να εγγυάται τη δημοσιονομική πειθαρχία, διότι μόνον έτσι μπορεί να είναι δημοσιονομικά ασφαλές το κοινωνικό κράτος. Και είναι αφόρητο το αναπτυξιακό κόστος ενός κοινωνικού κράτους που δεν μεταρρυθμίζεται διαρκώς, για να μπορεί να παρακολουθεί τις δημογραφικές και οικονομικές μεταβολές.
Ηδη οι χώρες της ευρω-περιφέρειας εξέρχονται σιγά σιγά από την κρίση. Η Ιρλανδία βγήκε από το Μνημόνιο χωρίς ανάγκη ευρωπαϊκής χρηματοδότησης. Η Πορτογαλία ετοιμάζεται να ακολουθήσει, με τη βοήθεια πρόσθετης ευρωπαϊκής στήριξης. Ισπανία και Πορτογαλία έχουν πάνω από 5% μέση ετήσια αύξηση των εξαγωγών τους τα τελευταία χρόνια, και η Ισπανία είχε τη θεαματικότερη έκρηξη εξαγωγών το 2013. Οι δικές μας εξαγωγές δυσκολεύονται ακόμα να πάρουν μπρος, παρά την καλή φετινή χρονιά. Εχουμε ακόμα πρόβλημα κράτους, που δρα ασυντόνιστα, αδυνατεί να δώσει κατευθύνσεις, χρωστάει ΦΠΑ στους εξαγωγείς, συνθλίβει στη γραφειοκρατία τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Η Ευρώπη χρειάζεται να κινηθεί προς περισσότερη ενοποίηση και περισσότερη αλληλεγγύη, να ενισχύσει τις οικονομίες του Νότου, να κηρύξει τον δικό της ευρωπαϊκό πόλεμο στην ανεργία. Η μεγάλη διαπραγμάτευση στην Ευρώπη είναι μια διαρκής αναμέτρηση ανάμεσα στις δυνάμεις της ανταγωνιστικότητας και της δημοσιονομικής πειθαρχίας, και εκείνες της κοινοτικής αλληλεγγύης και συνοχής.
Τα συμφέροντα της Ελλάδας συντάσσονται με το δεύτερο μπλοκ. Αλλά στο τραπέζι της μεγάλης διαπραγμάτευσης θα καθίσουν με αξιώσεις μόνον όσοι έχουν άψογες δημοσιονομικές περγαμηνές, σέβονται τους ευρωπαϊκούς κανόνες, τηρούν τις δεσμεύσεις και κάνουν τις μεταρρυθμίσεις τους. Οι άλλες χώρες της περιφέρειας το έχουν διακομματικά αντιληφθεί. Οι κυβερνήσεις Πορτογαλίας και Ισπανίας δεν έχουν απέναντί τους μια αντιπολίτευση που υπόσχεται ότι θα σκίσει το Μνημόνιο, αλλά μια αντιπολίτευση που έχει υπογράψει το Μνημόνιο. Αυτή είναι η ευρωπαϊκή πραγματικότητα, και φυγή από αυτήν δεν υπάρχει. Αυτός είναι ο Νότος, και καμία φαντασιακή «συμμαχία του Νότου» δεν υπάρχει χωρίς τις παραπάνω προδιαγραφές. Για τους άλλους δεν θα βρεθεί θέση στο κοινό τραπέζι, ίσως μόνο κάποιο γραφειάκι στον προθάλαμο, περιμένοντας να ληφθούν οι αποφάσεις που τους αφορούν.