Σύμφωνα με το γαλλικό εκλογικό σύστημα κάθε Βουλευτής, οφείλει να λάβει πάνω από 50% των ψηφισάντων, εν ανάγκη μετά από ένα δεύτερο γύρο. Είναι ένα σύστημα που λειτουργεί μόνο με διπολισμό (ή ένα σύστημα που ευνόησε τον διπολισμό, τρέχα γύρευε).
Παρά τη διχοτομία Γκολικών-Κεντρώων στη Δεξιά και Σοσιαλιστών-Κομμουνιστών στην Αριστερά, οι μεταφορές των ψήφων εντός των δύο πόλων λειτούργησαν για πολλές δεκαετίες ικανοποιητικά, ακόμα και όταν οι σχέσεις των συγγενικών κομμάτων δεν ήταν καλές. Οι Γάλλοι είχαν κομματική, αλλά και παραταξιακή ταύτιση.
Η εμφάνιση του Εθνικού Μετώπου τη δεκαετία του 1980 έφερε ανισορροπία. Οι Λε Πεν ανέπτυξαν αξιοθαύμαστα ανθεκτικούς δεσμούς με μεγάλα και διευρυνόμενα τμήματα του εκλογικού σώματος. Για πολλές δεκαετίες, το Εθνικό Μέτωπο ψηφιζόταν από 10%-20% του πληθυσμού, ενώ ήταν καταδικασμένο να μην έχει παρά ελάχιστους, έως κανένα Βουλευτή, και καμία σοβαρή πολιτική προοπτική. Στις βουλευτικές εκλογές του 2012 π.χ., το Εθνικό Μέτωπο έλαβε 14% και εξέλεξε δύο Βουλευτές στους 577! Για να εκλέξει έναν Βουλευτή, η Λε Πεν χρειαζόταν εβδομήντα (!) φορές περισσότερες ψήφους από τους Σοσιαλιστές και τη Δεξιά (που διέθεταν το πολύ διπλάσια εκλογική δύναμη).
Η οικονομική κρίση του 2010 διέλυσε το γαλλικό πολιτικό σύστημα. Η ανεξαρτητοποίηση του Κέντρου υπό τον Μακρόν, δημιούργησε τέσσερις σχεδόν ισοδύναμους πόλους (τη Λε Πεν, τη Δεξιά, τον Μακρόν, την Αριστερά). Το σύστημα τρελάθηκε και έπαψε να δίνει αυτοδυναμίες. Παράλληλα, όπως παντού, η κομματική ταύτιση εξασθενούσε. Τα τέσσερα μεγαλύτερα κόμματα έλαβαν σχεδόν 90% στις Ευρωεκλογές του 1984, σχεδόν 80% σε εκείνες του 2004, κάτω από 70% σε εκείνες του 2024. Στην Αριστερά, δίπλα στους ιστορικούς δύο πόλους (τους Σοσιαλιστές και τους Κομμουνιστές) προστέθηκαν άλλοι δύο, οι «Ανυπότακτοι» του Μελανσόν και οι Πράσινοι. Στη Δεξιά, οι Ρεπουμπλικάνοι, που σχεδιάστηκαν για να γίνουν το «μεγάλο σπίτι» των Γκολικών και των Κεντρώων, συνθλίφτηκαν ανάμεσα στη Λε Πεν και στον Μακρόν. Τη δεκαετία του 2020, ο Λεπενισμός ξέφυγε από την «υγειονομική ζώνη» όπου τον είχαν περιφραγμένο για σαράντα χρόνια, και έγινε η φυσιολογική έκφραση της Δεξιάς. Ο Μακρόν ξεθύμανε και συρρικνώθηκε.
Σε αυτό το σκηνικό, εάν οι Σοσιαλιστές και οι Ανυπότακτοι του 15-20%, οι Πράσινοι του 5-10% και το ΚΚ του 2-5% κατέβαιναν χωριστά στις πρόωρες Βουλευτικές Εκλογές του 2024, θα προκρίνονταν στον Β’ Γύρο σε λιγότερο από το 1/3 των 577 εκλογικών περιφερειών. Οι εφτά ημέρες μεταξύ των δύο γύρων θα ξοδεύονταν σε κραυγές απελπισίας για ενότητα, που θα ακούγονταν παράταιρες υπό το βάρος των προεκλογικών συγκρούσεων και άχρηστες υπό το φως της πιστοποιημένης ήττας. Ελάχιστοι Σοσιαλιστές θα κινητοποιούνταν για να εκλέξουν έναν Ανυπότακτο, και τανάπαλιν. Η Αριστερά συνολικά θα κατέληγε να καταλάβει λιγότερο από το 15% των εδρών- ταυτόχρονα, η Λε Πεν θα εξασφάλιζε άνετη αυτοδυναμία.
Με άλλα λόγια, η προεκλογική ενότητα των κομμάτων της Αριστεράς στο «Νέο Λαϊκό Μέτωπο» (NFP) δεν υποδηλώνει προγραμματική συνάφεια ή κυβερνητική προοπτική, αλλά μάλλον αποξένωση μεταξύ τους και εκλογική αδυναμία. Είναι άμυνα, όχι επίθεση. Οι κομματικές ηγεσίες συμπτύσσονται ευκαιριακά, για να πάρουν όσο το δυνατό μεγαλύτερο μερίδιο της πίτας -και ει δυνατό για να αποκαταστήσουν το δίπολο δεξιά/αριστερά. Το προγραμματικό περιεχόμενο του NFP είναι πολύ υποδεέστερο από εκείνο που απαιτείται για μία ευοίωνη κυβερνητική θητεία. Μιλώντας στο συνέδριο του «Ινστιτούτου Τσίπρα», ο πρώην Πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ -o οποίος, στο όνομα της αντιφασιστικής ενότητας αποφάσισε να διεκδικήσει μία έδρα…. Βουλευτή (πράγμα που στη λογική της Ε’ Δημοκρατίας θεωρούνταν απολύτως αναξιοπρεπές για έναν πρώην ένοικο των Ηλυσίων)- περιέγραψε το διακύβευμα της εκλογικής αναμέτρησης ως μία μάχη μεταξύ μιας (καταστροφικής) Ακροδεξιάς κυβέρνησης (σε περίπτωση νίκης της Λε Πεν) και της… ακυβερνησίας (σε περίπτωση νίκης της δικής του παράταξης)!
Πράγματι, τυχόν νίκη του NPF θα μπορούσε να αποδειχθεί εφιαλτική. Η Αριστερά θα σκόνταφτε σύντομα στις μεγάλες της διαφορές (π.χ. για την Ουκρανία). Να μην ξεχνάμε ότι οι προοδευτικοί μόλις εξέρχονται από μία άλλη συγκόλληση, τη NUPES, που αποσυντέθηκε μέσα σε λίγους μήνες, μην αντέχοντας στους κραδασμούς της… αντιπολίτευσης. Τυχόν κυβερνητικό φιάσκο της Αριστεράς θα έστρωνε κόκκινο χαλί στη Λε Πεν στις Προεδρικές του 2027. Το ιδεώδες σενάριο για τo NPF θα ήταν να κοντύνει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Λε Πεν, να εξαφανίσει το Κέντρο και τη Δεξιά, και να αφήσει στον Μακρόν το έργο της εξημέρωσης/απαξίωσης της Άκρας Δεξιάς στα τρία χρόνια της «συγκατοίκησης», όπως το έκανε ο Μιτεράν με τον Σιράκ το 1985-88.
Το «no passaran» των Γάλλων Αριστερών μπορεί να μας φαίνεται σέξι, αλλά δεν είναι η διέξοδος στα αδιέξοδα των προοδευτικών σε άλλες χώρες, σαν στη δική μας.