Μπαίνουμε σε ένα κρίσιμο φθινόπωρο με όλα τα χαρακτηριστικά της εθνικής σχιζοφρένειας. Μια κοινωνία που δεν θέλει να δει τον εαυτό της κατάματα. «Εξεγέρσεις» φοροφυγάδων που καλύπτονται από αριστερούς βουλευτές (Δρίτσας, Γλέζος), θηριώδης φοροδιαφυγή των ελεύθερων επαγγελματιών, απαράδεκτες αντικαταστάσεις άξιων κρατικών λειτουργών με κομματικούς «φίλους», τρομοκράτης που κάνει μεταπτυχιακό στη Θεολογική Σχολή. Και από την άλλη, η ίδια κοινωνία έδωσε πρόσφατα, ενστικτωδώς σχεδόν, μια ψήφο ελπίδας για την παραμονή της χώρας στο ευρώ. Τρία φιλοευρωπαϊκά κόμματα ανταποκρίθηκαν στην εθνική υποχρέωση να αποτρέψουν την αυτοκτονία της χώρας. Κοντολογίς, μια κοινωνία που φαίνεται να έχει χάσει κάθε σταθερό σημείο αναφοράς, και ταυτόχρονα μια κοινωνία που μέσα στην παραζάλη εξακολουθεί να βλέπει την πυξίδα. Οι δύο Ελλάδες ήταν πάντα μία.
Προβληματίζει όμως ότι αυτή η χώρα, παρότι έχουν περάσει πέντε χρόνια από την παγκόσμια κρίση, έχουν αλλάξει τρεις κυβερνήσεις, έχει αλλάξει ριζικά το κομματικό σύστημα, δεν έχει καταφέρει όχι να διαμορφώσει ένα ή περισσότερα σχέδια εθνικής ανασυγκρότησης, αλλά ούτε καν να χαράξει τις αδρές γραμμές τους. Δεν το έκανε το ΠΑΣΟΚ ως κυβέρνηση, δεν το έκανε η ΝΔ στη φάση της αντιμνημονιακής δημαγωγίας, δεν το έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ, ή μάλλον το μέρος του ΣΥΡΙΖΑ που τάσσεται υπέρ του ευρώ. Από την άλλη, ούτε οι πολιτικές δυνάμεις που προσβλέπουν στη δραχμή έχουν τολμήσει να γνωστοποιήσουν το σχέδιο και το κόστος της επιλογής τους. Δεν το έχει κάνει ούτε το ιδιαίτερα ισχυρό τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ που δημόσια έχει υποστηρίξει τη δραχμή, ούτε η ακροδεξιά αφού άλλωστε αλλού ψαρεύει. Το έκανε με περισσότερη ευθύτητα το ΚΚΕ, αλλά η «λαϊκή του εξουσία» δεν έπεισε ούτε το μισό εκλογικό του σώμα.
Η κοινωνία λοιπόν είναι σε διαρκή ένταση και αυξανόμενη ανομία, γιατί βλέπει μόνο το σκοτάδι του τούνελ. Καμία εικόνα του μέλλοντος, καμία εικόνα της Ελλάδας μέσα στην οποία να τοποθετήσει τον εαυτό της και το περιβάλλον της. Αν είχαμε ένα ειλικρινέστερο και ορθολογικότερο πολιτικό σύστημα, θα αναγνωρίζαμε ότι ορισμένα θέματα των Μνημονίων και η μεταρρυθμιστική τεχνογνωσία που μας έχει προταθεί από διεθνείς οργανισμούς και την task force, αποτελούν αναγκαίες δομικές αλλαγές που όσο πιο γρήγορα και ολοκληρωμένα γίνουν τόσο καλύτερα αποτελέσματα θα έχουν. Αυτό όλοι οι αρμόδιοι και οι κομματικοί παράγοντες το ομολογούν μεταξύ τους. Μένουν όμως εκεί. Από την άλλη, είναι εξίσου αληθινό ότι ούτε τα Μνημόνια ούτε τα κουρέματα ούτε το πακέτο των 11,6 δισ. ευρώ συγκροτούν πολιτικό σχέδιο. Είναι υποχρεωτική επιλογή του επώδυνου για να αποφύγουμε το χειρότερο. Για να μείνουμε κάτω από την ομπρέλα του ευρώ, όπως είπε ο Γ. Στουρνάρας, και να είμαστε παρόντες στην υπό διαμόρφωση ευρωπαϊκή απάντηση στην κρίση.
Τα κόμματα που έχουν ιδιαίτερο συμφέρον να διαμορφώσουν ένα τέτοιο σχέδιο, να δώσουν μια τέτοια προοπτική, είναι εκείνα που στηρίζουν την κυβέρνηση και που κατ’ εξοχήν εκπροσωπούν την ευρωπαϊκή Ελλάδα. Για τη ΝΔ που κυριαρχεί στην κυβέρνηση, το ζήτημα τίθεται με απλούς και στοιχειώδεις όρους. Της αρκεί μια Ελλάδα που έπειτα από δύο χρόνια θα έχει θετικό πρόσημο στη μεταβολή του ΑΕΠ, μήνυμα ότι η ύφεση πέρασε. Για το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, όμως, το ζήτημα είναι περίπλοκο και ζωτικής σημασίας. Το εκλογικό αποτέλεσμα έφερε αντικειμενικά τα δύο κόμματα σε πολύ δύσκολη θέση. Η επιβίωσή τους δεν εξασφαλίζεται μόνο από την επιτυχία της κυβέρνησης. Χρειάζονται ακόμα περισσότερο τον ιδεολογικοπολιτικό αναπροσδιορισμό τους. Χρειάζεται, άρα, να δείξουν ικανότητα και διαθεσιμότητα να εμπλακούν σε μεγάλες στρατηγικού χαρακτήρα πρωτοβουλίες. Ετσι, τα δύο κόμματα παρότι σήμερα κινούνται κάπου μεταξύ συμμετοχής, στήριξης και ανοχής της κυβέρνησης, στην πραγματικότητα έχουν μεγαλύτερο συμφέρον να πετύχει στο έργο της. Γιατί αν αυτή αποτύχει και η χώρα οδηγηθεί σύντομα σε εκλογές μέσα σε συνθήκες επικείμενης χρεοκοπίας και εξόδου από το ευρώ, τότε η αναμέτρηση θα πάρει τον χαρακτήρα εμφυλιοπολεμικού δικομματισμού ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ, που θα γυρίσει την Ελλάδα δεκαετίες πίσω. Οι πιθανότητες επιβίωσης των δύο κομμάτων, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, θα είναι αμελητέες. Από την άλλη, όμως, και στην περίπτωση που η κυβέρνηση επιτύχει με τον τρόπο που είπαμε, τότε το μεγαλύτερο όφελος θα το εισπράξει η ΝΔ. Το μερίδιο των άλλων δύο κομμάτων θα αυξηθεί στο μέτρο που εμπλακούν σε μια μαζική διαδικασία διαμόρφωσης ενός νέου προοδευτικού πολιτικού ρεύματος σε συντονισμό με τις φίλιες ευρωπαϊκές δυνάμεις.
Οποιος πει ότι αυτό είναι εύκολο είναι ανόητος. Δεν είναι όμως και ο τετραγωνισμός του κύκλου. Υπάρχουν ελπίδες επιτυχίας που δικαιολογούν τον βολονταρισμό. Κατ’ αρχάς, γιατί η προοπτική σταθεροποίησης του ευρώ και της παραμονής της Ελλάδας σε αυτό είναι ρεαλιστική και πιθανότατη. Η «επιστροφή» της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό πλαίσιο εντός των επόμενων μηνών θα επιδράσει ουσιωδώς στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό. Θα δώσει ανάσα στην κοινωνία και την οικονομία, ενώ θα επαναφέρει στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα των αναγκαίων αλλαγών που χρειάζεται η χώρα για να σταθεί στη διεθνή σκηνή την επόμενη δεκαετία. Δεύτερον, οι ανακατατάξεις στον «μη δεξιό» χώρο ακόμα δεν έχουν συντελεστεί, αντιθέτως βρίσκονται σε εξέλιξη. Εννοώ τον χώρο που ξεκινά αριστερά της ΝΔ και περιλαμβάνει ένα τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ, δεδομένου ότι κοινωνικές δυνάμεις και αντιλήψεις που συνειδητά ή ενστικτωδώς υποστηρίζουν το ευρώ, βρήκαν εσχάτως σε αυτόν εκλογική έκφραση. Η διαμόρφωση των συσχετισμών και οι κομματικές εκφράσεις που θα βρει ο «μη δεξιός» χώρος δεν έχουν προδιαγραφεί, και η κατάληξη είναι ανοικτή στη συγκυρία μιας έτσι κι αλλιώς τρικυμιώδους περιόδου. Τρίτον, ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ακόμα πολλή δουλειά να κάνει για να πείσει ότι είναι κυβερνητική δύναμη εντός ενός σταθεροποιημένου ευρωπαϊκού πλαισίου. Από τη μια, έχει το πλεονέκτημα του 27% και την ευκολία να συλλέγει την κοινωνική δυσαρέσκεια ως δημαγωγική λαϊκιστική αντιπολίτευση. Από την άλλη, έχει στο εσωτερικό του ισχυρότατες αντιευρωπαϊκές παλαιοκομμουνιστικές και νεοαριστερίστικες δυνάμεις που εμποδίζουν την εύκολη εξέλιξή του σε φερέγγυο κυβερνητικό κόμμα ή σε αποτελεσματική κυβέρνηση, ικανή να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις μιας δύσκολης περιόδου.
Οι διεργασίες για την ανασυγκρότηση του προοδευτικού πολιτικού ρεύματος ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας θα είχαν, αν αφορούσαν μόνο την εσωτερική εθνική κατάσταση. Αν δεν έχουν δηλαδή αντίκρισμα στον διεθνή και κυρίως στον ευρωπαϊκό χώρο. Οι συνθήκες όμως ευνοούν και πριμοδοτούν ένα τέτοιο εγχείρημα. Υπό την προϋπόθεση, εννοείται, ότι θα βγει αληθινή η διαφαινόμενη προοπτική επιτάχυνσης των διαδικασιών ενοποίησης. Σε αυτή την περίπτωση, οι δυνάμεις του δημοκρατικού σοσιαλισμού και της ευρύτερης Αριστεράς θα βρουν νέο πεδίο πρωτοβουλίας. Δεν είναι τυχαίο ότι ενεργοποιείται ξανά η Ευρώπη της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, του Χάμπερμας, του Φίσερ, του Κον-Μπεντίτ, του Ολάντ, του Μόντι και του Μπερσάνι, ενώ αντίθετα δυνάμεις διαμαρτυρίας όπως η γερμανική Linke ή ο Μελανσόν θα δείξουν τα όριά τους. Ενα τέτοιο ευρωπαϊκό σκηνικό θα ενισχύσει τις προσπάθειες αναμόρφωσης του ελληνικού προοδευτικού ρεύματος, ενώ παράλληλα θα ασκήσει μεγαλύτερη πίεση στον ΣΥΡΙΖΑ να ξεκαθαρίσει τη φυσιογνωμία του.
Η συζήτηση προφανώς συνεχίζεται.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.