Στο δημοκρατικό πολίτευμα, όσο σοβαρός είναι ο ρόλος της κυβέρνησης, άλλο τόσο σοβαρός είναι και ο ρόλος της αντιπολίτευσης? όχι μόνο επειδή εξασφαλίζει τον θεσμικό έλεγχο της κυβέρνησης αλλά επειδή ταυτόχρονα συντηρεί την ελπίδα μιας εναλλακτικής κυβερνητικής λύσης. Το χτεσινό φιάσκο των εκλογών στη ΝΔ αποτελεί τη γραφική εξαίρεση αυτής της διαδικασίας. Η αξιωματική αντιπολίτευση πάσχει πλέον, επισήμως, από αυτοκτονικό ιδεασμό —δίνοντας παράλληλα «το φιλί της ζωής» στη φυλλορροούσα κυβέρνηση του κ. Τσίπρα—, επειδή δεν μπορεί να ανταποκριθεί στοιχειωδώς στη μείζονα δημοκρατική διαδικασία των εσωτερικών κομματικών διαδικασιών για την εκλογή νέου αρχηγού.
Εδώ και αρκετό καιρό, άλλωστε, η εσωκομματική διαμάχη της ΝΔ έδειχνε ότι είναι αναντίστοιχη με την περιρρέουσα πολιτική ατμόσφαιρα. Η κομματική εσωστρέφεια, οι ατροφικοί αρχηγισμοί καθώς και το κενό στρατηγικής διαμόρφωναν σταδιακά ένα σκηνικό πολιτικής παρακμής, που επισφραγίστηκε συμβολικά χτες με τις «εκλογές που δεν έγιναν». Σε κάθε άλλη περίπτωση, η καζούρα θα τοποθετούσε το γεγονός στην ίδια συνομοταξία με το ματαιωμένο ντέρμπι Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού. Στη σημερινή συγκυρία όμως φάνηκε ότι ακόμη και το ντέρμπι απασχολεί πολύ περισσότερο τον κόσμο απ’ ό,τι τα εσωτερικά της ΝΔ. Ας το έχουν κατά νου αυτό οι κεντροαριστεροί φωστήρες του «ενιαίου ευρωπαϊκού μετώπου», που πριν από λίγο καιρό δελεάστηκαν προσωρινά από την ψευδή αναγωγή του δημοψηφισματικού «Ναι» στην ευκαιριακή γοητεία της ΝΔ ως πρωταγωνιστικής δύναμης για το φιλευρωπαϊκό τόξο.
Μετά τις εθνικές εκλογές, όλοι καταλάβαμε πως το δεξιό «θέατρο σκιών» που παρακολουθούμε δεν αποτέλεσε τελικά τη λύση μιας αξιόπιστης αντιπολίτευσης αλλά την κακόγουστη ψυχαγωγία μιας αναβλητικής διαδοχής. Κι όμως. Η ΝΔ, τραυματισμένη κι αυτή από τη μνημονιακή διακυβέρνηση, είχε μια λαμπρή ευκαιρία να ενσωματώσει τις στοιχειώδεις αρχές του φιλελεύθερου ρεπουμπλικανισμού. Αντί όμως για την ιδεολογική μάχη για ένα σύγχρονο «ρεπουμπλικανικό ριζοσπαστισμό» προτίμησε να δώσει μάχες χαρακωμάτων, με σαφείς υποχωρήσεις στον εθνικισμό και τον λαϊκισμό. Το αποτέλεσμα το γνωρίζουμε όλοι: ακόμα και οι συντηρητικοί πολίτες σήμερα νιώθουν πως το αξιακό τους σύστημα διαμεσολαβείται καλύτερα από την παράταιρη συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ παρά από τη ΝΔ. Οι παλαιότερες διαχωριστικές γραμμές μοιάζουν να μη λειτουργούν πια. Μαζί τους συμπαρασύρονται και όλες οι προηγούμενες πολιτικές παραδόσεις που διαμόρφωσαν την κυρίαρχη ιδεολογική ταυτότητα της Δεξιάς. Περισσότερο από κάθε άλλη στιγμή της μεταπολεμικής και μεταπολιτευτικής της ιστορίας, σήμερα η Δεξιά μοιάζει να βρίσκεται σε μια κρίση αυτοπροσδιορισμού.
Στον πυρήνα αυτού του προβλήματος βρίσκεται η σχεδόν άλυτη για τη ΝΔ διχοστασία ανάμεσα στο «συντηρητισμό» και τον «φιλελευθερισμό»? με βάση τα ελληνικά πολιτικά και ιστορικά συμφραζόμενα, ο πρώτος θα παραπέμπει πάντα στο στερεότυπο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια», ο δεύτερος θα παραπέμπει στον πολιτικό φιλελευθερισμό των ατόμων που ανήκουν στην «ανοιχτή κοινωνία». Η αποσαφήνιση αυτών των χαρακτηριστικών μέσα στη σημερινή συγκυρία θα απαιτούσε ένα ουσιαστικό συνέδριο θέσεων, που δεν θα περιοριζόταν ούτε στη θεωρία του «ώριμου φρούτου» ούτε στις υποψηφιότητες των «ανώριμων προέδρων».
Στα χρόνια της κρίσης, η πολιτική γεωγραφία των κομμάτων έχει αλλάξει δραματικά, συχνά με καταστροφική ταχύτητα. Παρ’ όλα αυτά, η Δεξιά δεν μπορεί να γίνει μια ανεστραμμένη Αριστερά, που απλώς θα εφαρμόσει ένα Μνημόνιο με λιγότερους φόρους, όταν έρθει στην εξουσία. (Η μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ άλλωστε είναι εύγλωττο παράδειγμα αυτών των πολιτικών αδιεξόδων, με μοναδικό στόχο την έφοδο στην εξουσία). Τα ευρωπαϊκά κόμματα σήμερα καλούνται να διαμορφώσουν μια νέα φυσιογνωμία που δεν πρέπει να είναι απλή συνάρτηση των οικονομικών εξαρτήσεων του Μνημονίου αλλά η αφετηρία μιας νέας και μακρόχρονης ιδεολογικής στρατηγικής, που θα συνδυάζει μια νέα σχέση κοινωνίας και οικονομίας, μέσα στο πλαίσιο των αντιφάσεων της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Η ΝΔ περιφρόνησε αυτή τη διαδικασία. Προτίμησε την πασαρέλα υποψηφίων και την από-ιδεολογικοποίηση των χαρακτηριστικών της παράταξής της. Με το φιάσκο των εκλογών όμως δεν απειλεί μόνο τον εαυτό της αλλά και την ίδια την κοινοβουλευτική μας ζωή. Το «φιλί της ζωής» στον ΣΥΡΙΖΑ είναι ίσως μια ακόμη ένδειξη πως ο κ. Τσίπρας παραμένει προσωρινά κυρίαρχος στην πολιτική σκηνή, χωρίς πραγματικό αντίπαλο. Το ζήτημα είναι τι θα συμβεί όταν ο πραγματικός αντίπαλος, η δοκιμαζόμενη κοινωνία δηλαδή, αναζητήσει τον πραγματικό εκφραστή της διαφωνίας αλλά και της δυσαρέσκειας της απέναντι στην ασκούμενη πολιτική. Η ανυποληψία της Δεξιάς έβαλε οριστικό τέλος σε κάθε ιδέα πιθανής συμμαχίας «ενιαίου ευρωπαϊκού μετώπου». Από εδώ και πέρα, οι δυνάμεις της κεντροαριστεράς, συντεταγμένες και ενωμένες πλέον, πρέπει να είναι έτοιμες για να αναλάβουν υπεύθυνα το ρόλο της ισχυρής αντιπολίτευσης αλλά και μιας μελλοντικής κυβερνητικής λύσης.