Το πιο οδυνηρό, και γι αυτό δεν το κάναμε, ήταν να τους αναγνωρίσουμε. Ποιοι είναι όλοι αυτοί που απαρτίζουν το στρατό και το κοινό της Χρυσής Αυγής; Θύματα της κρίσης που ξέφυγαν στα άκρα, όπως ήθελε η κυρίαρχη προπαγάνδα; Απελπισμένοι άνθρωποι που αν τους προσφερθεί ελπίδα απλώς θα επιστρέψουν στην όχθη της δημοκρατίας και του πολιτισμού;
Παίρνει μαχαίρι ο φτωχός και σφάζει τον μετανάστη; Μετά, και τον πολιτικό του αντίπαλο; Αν έτσι έχουν τα πράγματα, γιατί δεν γέμισαν νεοναζί οι άλλες χώρες που πλήττονται από την κρίση;
Η επιστήμη έχει μιλήσει για τη μαζική ψυχολογία του φασισμού. Η ανθρώπινη κακία σε συνδυασμό με την ανοησία/έλλειψη παιδείας παράγει μίσος και αν ακουμπήσει πάνω σε ένα ισχυρό σύστημα και αισθανθεί ασφάλεια και δύναμη τότε εκφράζεται με αποκρουστική βία. Αρκεί να υπάρχει κέλυφος προστασίας για να ξεχυθεί το σκοτάδι της ανθρώπινης ψυχής, ανεξέλεγκτο. Οι φασίστες δεν είναι ιδεολόγοι αποφασισμένοι να θυσιαστούν για το εφιαλτικό όραμά τους, είναι θρασύδειλοι μικροαστοί, ικανοί για το χειρότερο υπό την προϋπόθεση της βεβαιότητας ότι δεν θα βρεθούν στην πλευρά των ηττημένων.
Οι πολίτες που ψήφισαν Χρυσή Αυγή στις τελευταίες εκλογές ήξεραν πολύ καλά περί τίνος πρόκειται. Οι εκπρόσωποι αυτού του κόμματος ποτέ δεν έκρυψαν τις πεποιθήσεις τους, ούτε τα σχέδιά τους. Αντίθετα, διαφήμιζαν με πάθος τις απόψεις και τις προθέσεις τους δίνοντας συνεχώς στην πράξη απτά δείγματα γραφής. Αυτοί οι πολίτες, περίπου 600.000, αντιμετωπίστηκαν ως παραστρατημένα παιδιά που έκαναν λάθος μέσα στην απόγνωσή τους, ενώ στην πραγματικότητα έκαναν μια καθαρή επιλογή. Το μνημόνιο ήταν απλώς η αφορμή που τους αποενοχοποίησε γιατί οι ιαχές για κρεμάλες και Γουδιά έγιναν δημοφιλείς οριζόντια, σε όλο το αντιμνημονιακό μέτωπο. Σιγά σιγά άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι η ένταξή τους στο συγκεκριμένο χώρο τους δίνει υπεροχή. Οι εγκληματικές πράξεις που έχουν τη σφραγίδα ομοϊδεατών τους τους δεν τιμωρούνται. Οι ένοχοι κατά κανόνα δεν συλλαμβάνονται, οι δίκες αργούν και τρέχα-γύρευε πού καταλήγουν, ενίοτε έχουν και τη στήριξη της Εκκλησίας, η παραβίαση της νομιμότητας γίνεται πολιτική ρουτίνα και αντιμετωπίζεται με απάθεια και αμηχανία από τους παρατηρητές της άλλης πλευράς.
Εβλεπαν τους βουλευτές που έστειλαν στο κοινοβούλιο να χυδαιολογούν, να διασύρουν τον κοινοβουλευτισμό, να χουλιγγανίζουν, να συμπεριφέρονται σαν αγέλη με μοναδική επίπτωση τη διαγραφή του υβρεολογίου από τα πρακτικά. Τους παρακολουθούσαν να πρωταγωνιστούν σε επεισόδια τραμπουκισμού και να μην υφίστανται καμία απολύτως κύρωση. Ηξεραν για τα τάγματα εφόδου που αλωνίζουν στην επικράτεια, άκουγαν τις απειλές και τις προειδοποιήσεις, μύριζαν το αίμα. Ολα αυτά έκαναν το κύμα ακόμη μεγαλύτερο. Στις δημοσκοπήσεις απαντούσαν όλο και περισσότεροι υπέρ της Χρυσής Αυγής με αποτέλεσμα να παγιώνεται η εικόνα της τρίτης πολιτικής δύναμης, που εκ των πραγμάτων αποκτά καθοριστική σημασία.
Γιατί να μην το κάνουν; Εδώ στενός συνεργάτης του πρωθυπουργού, όπως αποκάλυψε η ΔΗΜΑΡ, προειδοποιούσε τους δυνάμει ανυπάκουους της Βουλής ότι “υπάρχει και η Χρυσή Αυγή για κυβερνητική συνεργασία”, ενώ πρόσφατα μπήκε στο λεξιλόγιο του δημόσιου προβληματισμού η έννοια της “σοβαρής Χρυσής Αυγής” που διαφοροποιείται από την άλλη, τη μη σοβαρή.
Το πιο οδυνηρό, και γι αυτό δεν το κάναμε, ήταν να αναγνωρίσουμε ότι δεν φταίει αποκλειστικά η κρίση για την έκρηξη του νεοναζισμού στη χώρα μας. Εθνικισμός υπήρχε από πριν, λαϊκισμός ακόμη περισσότερο, η ανοησία και ο ανορθολογισμός περίσσευαν, η αμορφωσιά αναβλύζει από παντού, η έννοια της νομιμότητας ήταν πάντα σχετική, η κατασκευή εχθρών και σκιάχτρων έχει μεγάλη παράδοση πίσω της, η βία στα σπίτια ανθεί αλλά καταγράφεται πολύ αποσπασματικά γιατί αποτελεί ταμπού, η κουλτούρα του αυταρχισμού και του νταηλικιού είναι πανταχού παρούσα και όλα αυτά κρύβονταν ή μάλλον λειαίνονταν τον καιρό της ευημερίας κάτω από την ευρωπαϊκή μας επίφαση. Ακριβώς γιατί η ευημερία οφειλόταν στην παρουσία της χώρας στο σκληρό ευρωπαϊκό πυρήνα, επομένως τηρούνταν τα προσχήματα, αφού αυτό συνέφερε τους περισσότερους.
Και το βασικότερο: Πριν από την κρίση ξέραμε πολύ καλά πως στη χώρα μας τη βγάζεις καθαρή αν τα χεις καλά με την εξουσία, αν είσαι μέρος ενός συστήματος με δύναμη, αν έχεις τις κατάλληλες διασυνδέσεις, τις “πλάτες”. Η Χρυσή Αυγή προσέφερε στους οπαδούς της ακριβώς αυτό, την αίσθηση ότι πηγαίνοντας μαζί της τίποτα δεν πρόκειται να τους σταματήσει (όχι πάντως η αστυνομία, παρά μόνο κατ εξαίρεση), θα κάνουν ό,τι θέλουν και θα εκτονώσουν τα άγρια ένστικτά τους χωρίς κανέναν περιορισμό.
Ποιος ήταν ο Ρουπακιάς πριν γίνει δολοφόνος; Τι σκεφτόταν για τους “άλλους” πριν ενταχθεί στην ομάδα της Νίκαιας; Ηταν μόνο ένας φιλήσυχος θρησκευόμενος οικογενειάρχης που έβγαζε μεροκάματο και έλπιζε σε καλύτερες μέρες; Ηταν ένας υποδειγματικός πατέρας και σύζυγος, ένας καλός άνθρωπος που απλώς έφυγε από το δρόμο της αρετής για το χαρτζιλίκι της Χρυσής Αυγής; Αν δεν υπήρχε το μνημόνιο, δεν θα υπήρχε ο Ρουπακιάς; Η μήπως θα υπήρχε αλλά θα λούφαζε όσο δεν έβρισκε το τάγμα μέσα στο οποίο θα νόμιζε πως εξασφαλίζει την ασυλία του;
Και τα κόμματα τι κάνουν με τους δυνάμει Ρουπακιάδες; Τους κολακεύουν για να τους πάρουν με το μέρος τους; Τους δικαιολογούν και τους συμπαρίστανται, εκτός αν συλληφθούν μετά από φόνο;
Η υπόλοιπη κοινωνία πώς έχει σταθεί απέναντι σ αυτό το φαινόμενο; Κουνώντας αποδοκιμαστικά το κεφάλι; Εχουμε τόσα προβλήματα και πού να βρεθεί χρόνος να ασχοληθούμε με το φίδι που απλώθηκε μπροστά στον καναπέ μας και δίπλα από την κούνια του μωρού;