Ολόκληρη η πολιτική ηγεσία της Τουρκίας, τις τελευταίες ημέρες μετά την επίσκεψη Ερντογάν στην Ελλάδα, επιδίδεται σε έναν συναγωνισμό προκλητικών εθνικιστικών δηλώσεων εναντίον της Ελλάδας, με αμφισβητήσεις της κυριαρχίας στο Αιγαίο, διεκδικήσεις για την «τουρκική μειονότητα» στη Θράκη και απειλών στο Κυπριακό.
Το σύνθημα έδωσε ο Τούρκος Πρόεδρος αμέσως μετά την αναχώρησή του από τη χώρα μας, με συνέντευξη που έδωσε στο αεροπλάνο, όπου άνοιξε όλα τα θέματα που προβάλλει η Τουρκία ως διεκδικήσεις, χωρίς να παραλείψει τίποτα, – μόνο για το Τουρκολίμανο που τώρα το λέμε Μικρολίμανο και για τις ταβέρνες που είναι ακριβές εκεί δεν έθεσε ακόμα θέμα.- Την σκυτάλη παρέλαβαν ο αρχηγός του Ρεπουμπλικανού Λαϊκού Κόμματος (CHP), επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης της Τουρκίας- Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, ο οποίος επέκρινε τον Ερντογάν επειδή στην Ελλάδα δεν ήταν όσο αυστηρός θα έπρεπε και δεν έθεσε επίσημα θέμα για τα 18 νησιά του Αιγαίου που «κατέχει παράνομα η Ελλάδα». Ακολούθησαν ο υπουργός εξωτερικών Μελβούτ Τσαβούσογλου ο οποίος αναφερόμενος στη συνθήκη της Λωζάνης δήλωσε ότι «δεν υπάρχει συνθήκη που να λέει ότι οι συμφωνίες δεν μπορούν να αναθεωρούνται» και ο πρωθυπουργός Μπιναλή Γιλντιρίμ που αμφισβήτησε την ελληνική κυριαρχία σε οι 132 νησίδες ή βραχονησίδες του Αιγαίου Αν προσθέσεις και τις εντεινόμενες παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, δεν τα λες και λίγα όλα αυτά, ούτε και εντελώς συνήθη.
Η επίσκεψη Ερντογάν εξελίχθηκε κατά κοινή ομολογία, πλην βεβαίως των πανηγυρισμών του Μαξίμου και του Υπουργείου εξωτερικών, σε φιάσκο για την ελληνική εξωτερική πολιτική και άνοιξε επικίνδυνα μονοπάτια στις ήδη προβληματικές ελληνοτουρκικές σχέσεις. Είναι απορίας άξιον για ποιο λόγο και με ποια προετοιμασία αποφασίστηκε από την ελληνική κυβέρνηση αυτή η επίσκεψη. Ποιανού φαεινή ιδέα ήταν άραγε να έρθει τώρα, υπό αυτές τις συνθήκες ο Ερντογάν στην Ελλάδα, του κ. Κοτζιά και του υπουργείου εξωτερικών ή του κ.Τσίπρα και του Μαξίμου;
Όπως και να έχει, τα πράγματα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις αντί να εκτονωθούν περιπλέκονται και αυτό συνιστά μια μεγάλη αποτυχία της κυβέρνησης και προσωπικά του Πρωθυπουργού. Ο Ταγίπ Ερντογάν πέτυχε με το καλημέρα, από την πρώτη μέρα της επίσκεψής του στην Αθήνα, αυτό που επεδίωκε. Να αναγάγει δηλαδή τα θέματα διεθνούς δικαίου που διέπουν τις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας σε αντικείμενο αντιπαράθεσης μεταξύ των δυο χωρών, που στη συνέχεια μπορεί να εξελιχθεί σε «ανατολίτικο παζάρι». Μόνο που σε ένα τέτοιο παζάρι η Ελλάδα, που δεν διεκδικεί τίποτα από την Τουρκία, μόνο να χάσει έχει.
Η Κυβέρνηση Τσίπρα, ανατρέπει με τους άστοχους χειρισμούς της στην πράξη την πολιτική που έχουν ακολουθήσει όλες οι μεταπολιτευτικές ελληνικές κυβερνήσεις, με την αδιαπραγμάτευτη θέση ότι οι όποιες ελληνοτουρκικές διαφορές (εμείς αναγνωρίζουμε ως διαφορά μόνο το θέμα της υφαλοκρηπίδας) , για την ακρίβεια οι διεκδικήσεις της Τουρκίας έναντι της χώρας μας, να αντιμετωπίζονται στη βάση του διεθνούς δικαίου, που καθορίζονται από τις ισχύουσες διεθνείς συνθήκες προεξάρχουσας της Συνθήκης της Λωζάνης.
Καθώς φαίνεται η επίσκεψη Ερτογάν αντί να συμβάλει σε εκτόνωση της έντασης που υπάρχει τον τελευταίο καιρό στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, δημιούργησε επιπλέον ανησυχίες για τις προθέσεις και επιδιώξεις της Τουρκίας ενώ η προχειρότητα με την οποία σχεδιάστηκε από την ελληνική κυβέρνηση, έθεσε εύλογα ερωτήματα για το κατά πόσο μπορεί αυτή να χειριστεί λεπτά θέματα εξωτερικής πολιτικής, προς όφελος της χώρας και πολύ περισσότερο χωρίς να υπάρξουν εθνικές ήττες.