«Το φάντασμα που πλανάται…»

Εύη Δεληπέτρου 03 Απρ 2013

Την τελευταία εβδομάδα έχει αρχίσει μια ενδιαφέρουσα συζήτηση από τις στήλες της Μεταρρύθμισης, αλλά και άλλων μέσων, η οποία, με αφορμή τα γεγονότα της Κύπρου, στην ουσία φέρνει στο κέντρο της προσοχής τη Γερμανική Ευρωπαϊκή πολιτική αλλά και την Ευρωπαϊκή πολιτική γενικότερα. Αυτή η συζήτηση είναι επίσης επί της ουσίας συζήτηση για την κεντροαριστερά και ποια θα μπορούσε να είναι, τα χρόνια που έρχονται, μία κεντροαριστερή πολιτική στρατηγική. Ίσως ακόμα δεν γίνονται καθαρές οι διαφορετικές οπτικές που τείνουν να αναδυθούν, όμως αυτό είναι μάλλον το αποτέλεσμα μιας εντελώς πρωτόγνωρης ιστορικής κατάστασης, που δεν επιδέχεται εφαρμογή δοκιμασμένων τρόπων σκέψης και του ότι όλοι, λίγο-πολύ, ψάχνουμε  ακόμα στα τυφλά. Όμως, τουλάχιστον φαίνεται ότι έχουμε αρχίσει να ψάχνουμε και αυτό χρειάζεται να συνεχίσουμε να κάνουμε, με θάρρος, χωρίς δογματισμούς και ιδεολογικούς χαρακτηρισμούς, αλλά με εκείνο το πάθος που θέτει σε κίνηση τη σκέψη που είναι ικανή να γεννήσει ιδέες. Στα πλαίσια αυτά, θα ήθελα να κάνω τις παρακάτω επισημάνσεις:

.

    .

  1. Και στην Ελλάδα και στα πλαίσια της “υπαρκτής κεντροαριστεράς” ουσιαστική συζήτηση για τη νέα ιστορική εποχή, στην οποία ζούμε εδώ και τουλάχιστον είκοσι χρόνια, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν έχει γίνει. Όροι όπως “νεοφιλελευθερισμός” χρησιμοποιούνται και τώρα όπως παλαιότερα κατά κόρον, αναφερόμενοι σε πολιτικές που εφαρμόστηκαν στις Δυτικές κοινωνίες τις τελευταίες δεκαετίες, χωρίς όμως ποτέ να ορίζονται. Αν λέγαμε ότι η προσθήκη λέξεων όπως “νέο” σε ήδη υπάρχοντες όρους, συνήθως κρύβει τη φτώχεια της σκέψης, που ακριβώς επειδή δεν μπορεί να στοχαστεί ονοματοποιεί, δεν θα λέγαμε κάτι πρωτότυπο. Και η παραδοσιακή και η νέα αριστερά, και όχι μόνο στην Ελλάδα, αντέδρασε μ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, σε συγκεκριμένες πολιτικές. Αυτές οι πολιτικές δεν ήταν πάντα και συλλήβδην λάθος επειδή ήταν νεοφιλελεύθερες. Για παράδειγμα, πιστεύω ότι συμφωνούμε πως το κράτος πρόνοιας δεν μπορεί να ακολουθεί επιδοματικές πολιτικές, που αντί να επανεκπαιδεύουν και να προετοιμάζουν τον άνεργο για την επανένταξη στο χώρο της εργασίας, τον καταδικάζουν στη χρόνια ανέχεια, την εξαθλίωση του πρόωρα χαμηλοσυνταξιούχου και την αναξιοπρέπεια του μόνιμα άνεργου. Η κριτική, λοιπόν, συγκεκριμένων μοντέλων κοινωνικού κράτους που έτειναν να κάνουν ακριβώς αυτό, ενώ βέβαια θα ήταν ευπρόσδεκτη αν γινόταν από τα αριστερά, δυστυχώς για μας όχι μόνο δεν προήλθε από εκεί, αλλά όταν έγινε, όπως έγινε, ενταγμένη σε μία συντηρητική ατζέντα, από τα δεξιά, απορρίφθηκε συλλήβδην ως νεοφιλελευθερισμός. Το ζήτημα του πώς είναι δυνατόν να εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα ενός κράτους πρόνοιας, που θα μπορεί να παρέχει κοινωνικά αγαθά όπως υγεία, ασφάλιση, παιδεία κ.λπ., είναι πολύπλοκο αλλά υπαρκτό και δυσεπίλυτο. Απαιτεί μια νέα μορφή κράτους, πιο επιτελική, που σίγουρα, για παράδειγμα, δεν θα τζογάρει τα αποθεματικά των ταμείων σε χρηματιστικά προϊόντα, αλλά θα βρίσκει τρόπους να μην τα ξοδεύει αλόγιστα, να τα διαχειρίζεται υπεύθυνα και να τα κατανέμει με τη λογική τού “σε καθέναν με βάση τις ανάγκες του”, δηλαδή με προσωπικά και όχι με γενικά κριτήρια. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, μοντέλα μεγιστοποίησης της ευθύνης των διαχειριστών και αξιολόγησής τους, είναι σήμερα εντελώς απαραίτητα για να μπορέσει να λειτουργήσει αποτελεσματικά και με δικαιοσύνη το κοινωνικό κράτος.
  2. .

  3. Πιστεύω επίσης ότι συμφωνούμε πως αυτό που έγινε τα τελευταία 15 χρόνια με τις χρηματαγορές, δεν σήμαινε την ελευθερία της αγοράς. Σήμαινε, αντίθετα, την χωρίς προηγούμενο ισχυροποίηση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου σε βάρος άλλων μορφών κεφαλαίου, τη δημιουργία καινοφανών ανισοτήτων και τη συγκέντρωση του πλούτου και της πολιτικής ισχύος. Όμως, εδώ χρειάζεται προσοχή γιατί όλα αυτά έχουν να κάνουν με έναν κατεξοχήν προβληματικό χώρο για τη σύγχρονη αριστερά, τη σχέση κράτους και οικονομίας και το ρόλο της αγοράς. Η ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, οι φορολογικοί παράδεισοι, η απίστευτη δυνατότητα κινητικότητας αυτού του είδους κεφαλαίου που αγόραζε εταιρίες από περίπτερα σε νήσους, δεν σήμαινε ελευθερία της αγοράς. Μια σχετική ελευθερία της αγοράς, σημαίνει ότι τα κίνητρα και τα αντικίνητρα, τα ρίσκα και η επικινδυνότητα των επενδύσεων, λειτουργούν και ρυθμίζουν την αγορά, οδηγώντας σε μορφές αποκέντρωσης του πλούτου. Όσο και αν η ίδια σχετική ελευθερία οδηγεί και σε αντίρροπες τάσεις συγκέντρωσης, όλοι όσοι αριστεροί αποδεχόμαστε την αγορά, όχι με μισή καρδιά και μέχρι να εφεύρουμε κάτι καλύτερο, αλλά γιατί είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι είναι ο καλύτερος οικονομικός μηχανισμός ανάπτυξης, αποκέντρωσης και αναδιανομής, χρειάζεται να δεχτούμε ότι τα τελευταία 15 χρόνια δεν λειτουργούσε η αγορά. Δεν είναι γιατί απλώς δεν λειτουργούσαν οι κρατικοί έλεγχοι, γιατί όσους τέτοιους ελέγχους και να θεσμίσουμε – και μια νέα αρχιτεκτονική του παγκόσμιου συστήματος εποπτείας είναι βέβαια απαραίτητη – ολιγοπωλιακά συμφέροντα, που έχουν καταφέρει να έχουν ασυλία όχι μόνο από την κρατική εποπτεία, αλλά και από τους “νόμους” της αγοράς, θα καταφέρνουν πάντα να διατηρούν και να αυξάνουν την ισχύ τους. Ποιος ήταν λοιπόν, ένας από τους βασικούς τρόπους με τους οποίους τα αντικίνητρα και η σχετική ελευθερία της αγοράς ήταν σχεδόν ανύπαρκτα τα τελευταία χρόνια, προς όφελος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου; Ήταν, βέβαια, το γεγονός ότι οι μεγαλομέτοχοι και τα διευθυντικά στελέχη όλων αυτών των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, γνώριζαν ότι εν τέλει θα σωθούν, όχι από τις δυνάμεις της αγοράς, αλλά από το κράτος. Στην πράξη αυτό σήμαινε ότι δεν λειτουργούσε καμία υπερ-απελευθερωμένη αγορά, αντίθετα το κράτος πρωτογενώς τροφοδοτούσε και δάνειζε χωρίς περιορισμούς, με ελάχιστα επιτόκια, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τύπωνε χρήμα και δημιουργούσε φούσκες τις οποίες στο τέλος το ίδιο αναλάμβανε, σε βάρος του φορολογούμενου και προς όφελος των κάθε προέλευσης ολιγαρχών. Ο μόνος τρόπος να σπάσει κατ’ αρχήν αυτός ο φαύλος κύκλος, είναι ο προφανής, στον οποίο το “φάντασμα Σόϊμπλε” επέμεινε. Τις τελευταίες μέρες, όμως, γίναμε μάρτυρες μιας ομοβροντίας επιθετικών σχολίων, όταν κύκλοι της Ε.Ε. έκαναν ξεκάθαρο αυτό που έπρεπε να κάνουν, ότι δηλαδή κανένας χρηματοπιστωτικός οργανισμός και κανένα κράτος που παρέχει ασυλία τέτοιου είδους, δεν πρέπει να αισθάνονται ασφαλείς, γιατί θα κληθούν στο τέλος να πληρώσουν το λογαριασμό. Ανάμεσα σ’ αυτούς που ξεσπάθωσαν ήταν και ο “φιλέλλην” πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου, για προφανείς βέβαια λόγους, και ο “ανατροπέας” του MEGA, που ξαφνικά συμφωνούσε με όλους (και με τον κ. Λιλήκα) και ξεσπάθωσε με πρωτοφανή αγριότητα εναντίον των Γερμανών – και πολλοί άλλοι… Εδώ χρειάζεται πολλή προσοχή και όχι μόνο γι’ αυτόν το λόγο.
  4. .

  5. Οι πολιτικές κεϊνσιανικού τύπου, εφαρμόστηκαν με μεγάλη επιτυχία σε συνθήκες έθνους – κράτους και σε επίπεδα παγκοσμιοποίησης πολύ πιο “ρηχά” και πολύ λιγότερο εκτεταμένα από τα σημερινά. Πιστεύω ότι και εδώ συμφωνούμε. Χρειάζεται, λοιπόν, να ορίσουμε πολιτικές νέου τύπου που θα είναι ανακατανεμητικές και θα δημιουργούν όρους ανάπτυξης. Και χρειάζεται να τις ορίσουμε και να τις κάνουμε συγκεκριμένες, γιατί ακριβώς δεν το έχουμε κάνει μέχρι τώρα. Αν αυτές οι πολιτικές σημαίνουν απλώς να τυπώσει χρήμα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και να χρηματοδοτήσει τον “Νότο”, τότε το ερώτημα είναι απλό: Πώς ακριβώς θα χρησιμοποιήσουν οι αναξιοπαθούντες τραπεζικοί οργανισμοί και τα πελατειακά κράτη του Νότου αυτό το χρήμα; Ποιες ακριβώς πολιτικές ανάπτυξης θα εφαρμόσουν αν δεν αλλάξουν, δεν εξυγιανθούν και δεν προτείνουν συγκεκριμένες πολιτικές; Με απλά λόγια, πώς ακριβώς τα πλεονάσματα του Βορρά θα κατανεμηθούν στον ελλειμματικό Νότο, αν ο ίδιος ο Νότος δεν γίνει πλεονασματικός σε κάποιους τομείς, δεν παράξει νέα προϊόντα και υπηρεσίες, ή τουλάχιστον δεν δείξει ότι μπορεί να το κάνει; Ζώντας υπό το βάρος μιας επώδυνης πολιτικής λιτότητας, ποιο ακριβώς μέλλον προτείνουμε στον καλά εκπαιδευμένο άνεργο; Ότι θα έρθει κάποια στιγμή το σχέδιο Μάρσαλ και οι νέοι διορισμοί; Ή ότι το κράτος θα αλλάξει, θα τον βοηθήσει να επανεκπαιδευτεί και να αλλάξει ο ίδιος και θα τον βοηθήσει να καινοτομήσει, να παράξει πραγματικά προϊόντα και υπηρεσίες και να χρησιμοποιήσει νέες στοχευμένες ευρωπαϊκές πολιτικές που θα δημιουργηθούν, με το σωστό τρόπο; Με άλλα λόγια, απέναντι στο γερμανικό “κανόνα” μιας παραγωγικής, εξαγωγικής οικονομίας, εμείς, ποιο ακριβώς μοντέλο προτείνουμε; Γιατί μέχρι τώρα προτείναμε μια παρασιτική, εισαγωγική οικονομία.
  6. .

  7. “Το φάντασμα που πλανάται πάνω από την Ευρώπη” σήμερα, δεν είναι ο Σόιμπλε, αλλά ο εθνικολαϊκισμός που επικρατεί, κυρίως στις χώρες του “Νότου” και βέβαια ο εθνικο-σοσιαλισμός, ο οποίος δεν βρίσκει έδαφος στη Γερμανία, αλλά στην Ελλάδα, σε άλλες χώρες του Νότου και – για να μην ξεχνιόμαστε – στη Ρωσία. Ο μόνος τρόπος να αντιμετωπιστεί αυτό το φάντασμα είναι να αντιμετωπίζεται στα ίσια, σε επίπεδο πολιτικών και με ουσιαστικές αλλαγές στο πολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό μοντέλο που δημιούργησε τους όρους για να ανδρωθεί. Το φάντασμα αυτό έχει πολλά κεφάλια και δεν είναι όλα δεξιά και νεοφιλελεύθερα. Επίσης, χρειάζεται να αντιμετωπίζεται με συνείδηση ότι το καίριο διακύβευμα σήμερα, είναι το αν οι λαοί του Νότου αντισταθούν στον ευρωσκεπτικισμό, τον απομονωτισμό και τον εθνικισμό. Οι ευρωπαϊκές πολιτικές δεν ήταν μέχρι τώρα σωστές. Όμως αρχίζουν να αλλάζουν, ενώ οι δικές μας μένουν απελπιστικά οι ίδιες. Σε κάθε περίπτωση, η αλλαγή στο ένα επίπεδο, δημιουργεί καλύτερες συνθήκες για την αλλαγή στο άλλο και η δική μας προτεραιότητα σήμερα, είναι η προώθηση των μεταρυθμίσεων και η εφαρμογή νέων πολιτικών, οι οποίες, όσο δεν εφαρμόζονται, θα κάνουν και τη συζήτηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ακόμα δυσκολότερη. Δυσκολότερη γίνεται αυτή η συζήτηση και κάθε φορά που, είτε στη μία είτε στην άλλη χώρα της Ε.Ε., επικρατούν κλισέ και ανταλλάσονται κατηγορίες.
  8. .

.