Το φανελάκι του Τσιόδρα*

Παναγής Παναγιωτόπουλος 29 Δεκ 2020

Σήμερα είδαμε λίγο από τα σώματα της εξουσίας. Το μητρικό αλλά και ζωηρό μπράτσο της Σακελλαροπούλου, το γυμνασμένο μα ουχί φουσκωμένο του Μητσοτάκη. Κάθονταν σε θέση εξεταζόμενου-θεραπευόμενου, πάνω τους γινόταν μια ιατρική-νοσηλευτική πράξη. Είχαν μιαν ελάχιστη αγωνία στα μάτια. Μα και οι δύο τους πυκνό βλέμμα. Ούτως ή άλλως, έχουν πυκνώσει τα βλέμματα μας τώρα που εκφραζόμαστε μόνο με αυτά.

Για λίγο οι άνθρωποι της πολιτικής εξουσίας, μπροστά μας, έγιναν σώματα που υπόκειται στην θεραπευτική εξουσία. Αδύναμοι στα χέρια της επιστήμης, εκείνης που οριοθετεί, κανονικοποιεί και - ως εκ τούτου- παράγει θετικά αποτελέσματα, μειώνει τον πόνο, παρατείνει τη ζωή, αυξάνει την ποιότητά της. Ιατρική εξουσία.

Στην περίπτωση του Πρωθυπουργού, την ανώδυνη και τάχιστη διαδικασία επέβλεπε ο Τσιόδρας. Η σκηνή είναι σημαντική γιατί ο τελευταίος στέκεται με την ιατρική του μπλούζα όρθιος και κοιτάει τον Πρωθυπουργό που βρίσκεται καθήμενος χαμηλότερα απ? αυτόν. Το δικό του βλέμμα είναι που εξουσιάζει και συμβολικά η ευθύνη και η δύναμη έχουν αλλάξει θέσεις. Η εκτελεστική εξουσία βρίσκεται υπό την ιατρική. Μετά από λίγο, ο καθηγητής που ασκούσε την εποπτική του εξουσία επί του Πρωθυπουργού, θα καθόταν στην ίδια θέση για να εμβολιαστεί με τη σειρά του. Αφέθηκε, πήρε την θέση του θεραπευόμενου, του δυνητικά ασθενούς, βρέθηκε υπό την εξουσία της νοσηλεύτριας και ενός άλλου γιατρού που επόπτευε.

Αυτή η εναλλαγή ρόλων, και η θέα της ΠτΔ, και άλλων που ακολούθησαν ή προηγήθηκαν, και των λοιπών που περιμένουμε, είναι η βαθιά δημοκρατική στιγμή του μαζικού εμβολιασμού.

Η στιγμή της εξίσωσης μας στο ίδιο επίπεδο φροντίδας, που διαρκεί όσο κρατάει ένα τσίμπημα. Μια «οριζόντια ώρα» που μπορεί να απλωθεί στον χρόνο των μηνών αλλά λειτουργεί σαν ένα απόλυτο «τώρα», ένα «τώρα» που είναι ίδιο για όλους.

Όμως ο Τσιόδρας έδωσε, αυθόρμητα, και βάθος στην στιγμή, μας πήγε στην ταυτότητα και στους βιογραφικούς μας χρόνους.

Φορούσε πουκάμισο και ως εκτούτου για να αποκαλύψει το μπράτσο του χρειάστηκε να δούμε πολύ περισσότερο απ? αυτό. Είδαμε λίγο το στέρνο του και την κοιλιά του να διαγράφεται κάτω από το εσώρουχο. Αποκάλυψε την ηλικία και την φθορά του σώματος του, το ασπρουλιάρικο δέρμα του και την πλαδαρότητα της αγύμναστης ηλικίας του. Και ακόμα περισσότερο μας πήγε στην ταυτότητά μας γιατί είδαμε το φανελάκι. Το φανελάκι αυτό, φθαρμένο και ταλαιπωρημένο από τα πλυσίματα, πολυφορεμένο. Το φανελάκι το «απαραίτητο κάτω από πουκάμισο!» σύμφωνα με τον κανόνα παππούδων και μπαμπάδων.

Το γνωρίζουμε όλοι αυτό το φανελάκι και το έχουμε φυσικά κοροϊδέψει. Ταυτόχρονα το έχουμε κατανοήσει και αποδεχτεί.

Δεν είναι η φανέλα της εθνικής Ελλάδος, είναι ένα κομμάτι βαμβακερό ύφασμα, Μινέρβα ή Ατθίς, που ξέμεινε, είναι κάτι που έντυσε άνδρες στα θερινά μπαλκόνια το απόγευμα με καφέδες γκρίνιες και σιωπές, ωραίους τύπους και μαλάκες, συντηρητικούς και μοντέρνους, λαϊκούς, μικροαστούς, νεόπλουτους και καλών οικογενειών, που φορέθηκε στην οικοδομή, που έκρυβε σταυρούς χρυσούς και ήταν ύστατη στρώση ντροπαλότητας στο νεανικά αμήχανα σώματα των μετέφηβων άλλων εποχών. Δεν είναι πάντως φολκλόρ το φανελάκι του Τσίοδρα, είναι το ελληνικό και μεσογειακό ανδρικό υπό-ένδυμα που προστατεύει από το μικροκρύωμα το ψυχολογικό, η μύχια προστασία που τους είχαν μάθει οι μανάδες τους. Είναι της ευθραυστότητας, σαν σεντόνι που, παρά τον καύσωνα, θέλεις να ρίχνεις πάνω σου τα μεσημέρια. Τώρα είναι και κατάσαρκη σημαία για μιαν ελπίδα.


* Από ανάρτηση στο Facebook