Τo Ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα σε παρακμή

Χρίστος Αλεξόπουλος 24 Μαρ 2013

Το πολιτικό σύστημα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κατάφερε κάτι μοναδικό στο πλαίσιο της κρίσης, από το ξέσπασμά της το 2008, μέχρι την απόφαση του Eurogroup για την Κύπρο. Σταδιακά, αλλά με επιμονή και πνεύμα αλαζονικό, κατόρθωσε να στερείται της κοινωνικής νομιμοποίησης ως προς την ευρωπαϊκή διάσταση της ασκούμενης πολιτικής. Αν μπορεί να μιλάει κάποιος για ευρωπαϊκή πολιτική. Και τούτο, διότι κυριαρχεί η εθνική αυταπάτη της δυνατότητας αυτόνομης πορείας σε ένα παγκοσμιοποιημένο οικονομικό σύστημα ή της επικυριαρχίας, πολιτικής και οικονομικής, σε ένα πολυεθνικό μόρφωμα, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι αυτό δεν είναι εφικτό στη σύγχρονη πραγματικότητα. Δεν είναι πραγματοποιήσιμο, διότι η προοπτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στηρίζεται στην δημοκρατική λειτουργία και την ισορροπία, σε σχέση με την ανάπτυξη κα την ποιότητα ζωής στις κοινωνίες που συνθέτουν την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αυτό δεν το έχουν κατανοήσει οι πολιτικές ηγεσίες τόσο στον Ευρωπαϊκό Βορρά, όσο και στον Ευρωπαϊκό Νότο. Ο Βορράς και ιδιαιτέρως η γερμανική πολιτική ηγεσία, από το ένα μέρος, ακολουθούν μια ηθικολογική πολιτική σε επικοινωνιακό επίπεδο και από το άλλο, επιχειρούν να επιβάλλουν μια ισορροπία η οποία χαρακτηρίζεται από σκληρό πραγματισμό και ωμή κερδοσκοπία στο επίπεδο λήψης αποφάσεων και πολιτικής πρακτικής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ακολουθούμενη, γερμανικής προέλευσης, λογική της δημοσιονομικής εξυγίανσης και πειθαρχίας, χωρίς το συμπλήρωμα της ανάπτυξης.

Οι κοινωνίες του Νότου οδηγούνται στην εξαθλίωση με αυτό τον τρόπο και τα κεφάλαια μετακινούνται προς το Βορρά. Στην περίπτωση της Κύπρου, μάλιστα, η στόχευση της συρρίκνωσης του χρηματοπιστωτικού τομέα, ο οποίος είναι ο βασικός πυλώνας της κυπριακής οικονομίας μαζί με τον τουρισμό, ουσιαστικά δημιουργεί ερωτήματα ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Σίγουρα δεν βοηθά την κυπριακή κοινωνία, ενώ συμβάλλει στη διόγκωση του ευρωσκεπτικισμού και στην ανάπτυξη φυγόκεντρων τάσεων στους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς.

Ταυτοχρόνως, υποσκάπτεται η εμπιστοσύνη του απλού πολίτη προς το τραπεζικό σύστημα, σε σχέση με τις όποιες αποταμιεύσεις έχει κάνει κατά τη διάρκεια της ζωής του, ενώ αρχίζει και η αμφισβήτηση της λειτουργικότητας του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος. Η αίσθηση της διακινδύνευσης αποκτά συστημικές διαστάσεις.

Οι πολιτικές ηγεσίες δε του ευρωπαϊκού Νότου αναπαράγουν την ίδια λογική με τον ευρωπαϊκό Βορρά, μόνο που ευρίσκονται στην αδύναμη θέση. Αποτέλεσμα αυτής της πραγματικότητας, είναι η ευρωπαϊκή λειτουργία να έχει εκφυλισθεί σε μια συνεχή διαπραγμάτευση εθνικών οντοτήτων, οι οποίες δεν προωθούν ούτε στο ελάχιστο την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Αυτό επιβεβαιώνεται με πολύ παραστατικό τρόπο, εάν παρατηρήσει κάποιος την τακτική της κωλυσιεργίας της γερμανικής κυβέρνησης σε σχέση με την προώθηση διαφόρων θεσμών, οι οποίοι προχωρούν ένα βήμα πιο μπροστά την ευρωπαϊκή σύγκλιση.

Σε σχέση με την ταχύτατη ροή του χρόνου σε πλανητικό επίπεδο, αυτή η αργή διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης ουσιαστικά οδηγεί στην αναίρεση του στόχου της δημιουργίας της Ενωμένης Ευρώπης. Οπότε, έρχεται η στιγμή που ο απλός πολίτης αναρωτιέται, προς τι όλη αυτή η προσπάθεια. Η ευρωπαϊκή προοπτική σταδιακά παύει να είναι μια ρεαλιστική ουτοπία για τις επιμέρους ευρωπαϊκές κοινωνίες. Στη θέση της γίνεται όλο και πιο εμφανής ο ευρωσκεπτικισμός και οι εθνικές περιχαρακώσεις. Αντί δηλαδή να προωθείται η δημιουργία ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, καλλιεργείται η πολιτική ηθικολογία, ότι οι υπεύθυνοι της κρίσης σε κάθε χώρα πρέπει να επωμίζονται το βάρος των επιπτώσεών της και της αντιμετώπισής της. Ως εάν η κρίση έχει εθνικά και μόνο χαρακτηριστικά και όχι συστημικές αφετηρίες.

Στην περίπτωση της Κύπρου, δηλαδή, το ξέπλυμα χρήματος το οποίο γίνεται στο πλαίσιο του χρηματοπιστωτικού συστήματος, πρέπει να το πληρώσει η κυπριακή κοινωνία με εξαθλίωση, ενώ θα μπορούσε να μεσολαβήσει ένα ικανό χρονικό διάστημα αναδιοργάνωσης του συστήματος στο πλαίσιο ευρωπαϊκών προδιαγραφών και ενεργοποίησης ενός άλλου μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης, το οποίο θα εντασσόταν σε ένα ευρωπαϊκό σχεδιασμό ισόρροπης ανάπτυξης για όλη την ευρωπαϊκή «επικράτεια». Εάν βεβαίως τα κεφάλαια μετά την κατάρρευση μετακινηθούν προς ισχυρές οικονομικά χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά, αυτό δικαιολογείται για το Eurogroup. Δυστυχώς, κανείς δεν θέτει θέμα ταχύτατης ευρωπαϊκής ενοποίησης και διακυβέρνησης, ώστε να αντιμετωπισθούν όλα τα προβλήματα συνολικά. Όσο δεν αναιρείται η κωλυσιεργία και ο αργός ρυθμός προώθησης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τόσο θα αυξάνει ο κίνδυνος να ξεπερασθεί η Ενωμένη Ευρώπη από τη δυναμική της εξέλιξης σε παγκόσμιο επίπεδο.

Οι αστοχίες στη λήψη αποφάσεων από τις πολιτικές ηγεσίες των ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και οι μη επεξεργασμένες και με τεκμηρίωση μακροπρόθεσμου ορίζοντα θέσεις του πολιτικού συστήματος στον ευρωπαϊκό χώρο, οδηγούν σε ανησυχητικές σκέψεις, ενώ ταυτοχρόνως διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις για συστημική αστάθεια. Φαίνεται ότι το σύγχρονο πολιτικό σύστημα, αδυνατεί να διαχειρισθεί την πολυπλοκότητα η οποία χαρακτηρίζει το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Γίνεται δε εμφανές και κάτι άλλο. Η έλλειψη κοινωνικής νομιμοποίησης δυσκολεύει το ρυθμιστικό του ρόλο σε σχέση με τις αναγκαίες ισορροπίες, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Προς αυτήν την κατεύθυνση συμβάλλει και η γνωστική ανεπάρκεια του πολιτικού προσωπικού και η έλλειψη τεχνοκρατικών μηχανισμών στήριξης των πολιτικών σχηματισμών, σε περιφερειακές κυρίως χώρες. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει λειτουργική ισορροπία ανάμεσα σε κυβερνήσεις και πολιτικά συστήματα κρατών-μελών, σε σχέση με το σχεδιασμό του μέλλοντος. Σε συνδυασμό δε και με το ιδιαίτερο βάρος της οικονομίας των κρατών, διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για την πολιτική κυριαρχία των ισχυρών. Η λεγόμενη αλληλεγγύη, χάνει το νόημά της και μετατρέπεται σε επικοινωνιακό εργαλείο των πολιτικών σκοπιμοτήτων και των οικονομικών στοχεύσεων. Στους πολίτες δεν μένει τίποτε άλλο, παρά η δυνατότητα, στο πλαίσιο σαφώς οριοθετημένων ρόλων, να υπηρετούν αυτές τις σκοπιμότητες ή στοχεύσεις.

Το θέμα όμως είναι, τι περιθώρια ανατροπών υπάρχουν, ώστε οι κοινωνίες να ξεπεράσουν δυναμικά και με βιώσιμο τρόπο τις αδυναμίες και ανεπάρκειες του πολιτικού συστήματος στην Ευρώπη. Παραλλήλως δε, να υπερβούν τα όρια της τοπικής κοινωνίας, την οποία βιώνουν καθημερινά με ορατό και συγκεκριμένο τρόπο και να κινηθούν νοητικά σε αφηρημένο και υπερεθνικό επίπεδο, ώστε να μπορέσουν να προσεγγίσουν και να κατανοήσουν σε βάθος την πραγματικότητα. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, θα καταστούν εφικτές οι αναγκαίες ανατροπές σε πολιτικό επίπεδο, αφού βεβαίως οι πολίτες προσδώσουν δομικό χαρακτήρα στην ενεργοποίησή τους στην καθημερινότητα και προωθήσουν τον διάλογο ως μέσο διαμόρφωσης απόψεων και θέσεων. Έναν διάλογο, ο οποίος θα γίνεται σε συνθήκες ελευθερίας, απαλλαγμένος από την όποια μορφή άσκησης εξουσίας και δύναμης. Με αυτόν τον τρόπο, μπαίνουν τα θεμέλια για την διαμόρφωση ανεξάρτητης κοινής γνώμης, η οποία μπορεί να κινηθεί και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Απαλλαγμένη από τα δεσμευτικά όρια της τοπικής κοινωνίας, θα μπορεί νοητικά και πολιτικά να κρίνει και να λειτουργεί με βάση το κοινωνικό συμφέρον και τις πραγματικές ανθρώπινες ανάγκες και όχι αυτά που το πολιτικό σύστημα με την επικοινωνιακή του ηθικολογία του διοχετεύει. Για να γίνει αυτό, πρέπει, τόσο στο επίπεδο της τοπικής κοινωνίας, όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, να αναπτυχθούν δομές της κοινωνίας πολιτών, οι οποίες μάλιστα είναι σκόπιμο να διασυνδεθούν δικτυακά.

Με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται η έκφραση του κοινωνικού συμφέροντος και όχι η άκριτη αποδοχή και αναπαραγωγή απόψεων και στάσεων, οι οποίες υπηρετούν σκοπιμότητες και στοχεύσεις του όποιου συστήματος, πολιτικού η οικονομικού, το οποίο φιλοδοξεί να παίξει επικυρίαρχο ρόλο σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Δεν μπορεί να γίνει ανεκτή η διαρκής απορρύθμιση της δημοκρατικής λειτουργίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Είναι ανάγκη πλέον η μεταρρύθμιση της πολιτικής λειτουργίας με μοχλό την κοινωνία πολιτών, ώστε να βγει από την παρακμή το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα. Πάνω από όλα όμως, να πάρουν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες στα χέρια τους το στόχο της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, μιας ενοποίησης η οποία θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες των πολιτών και όχι των διαφόρων πολιτικών και οικονομικών ελίτ. Αυτό σημαίνει ότι η νομισματική ένωση, πρέπει να συμπληρωθεί άμεσα και με την πολιτική και οικονομική ένωση. Μόνο τότε θα υπάρχει αλληλεγγύη και συνοχή στην Ευρώπη.