Μαύρα σύννεφα σκεπάζουν τον ευρωπαϊκό ουρανό. Το εξάμβλωμα της ακροδεξιάς συνιστά πλέον εφιάλτη. Στις δημοκρατικές κοινωνίες της Ευρώπης, υπάρχει έντονη ανησυχία και βαθύς προβληματισμός.
Οι θιασώτες του ναζισμού και του φασισμού κερδίζουν διαρκώς έδαφος. Αποτελούν τη μεγαλύτερη απειλή για τις δημοκρατικές κατακτήσεις. Η ανάδυση τους στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, δείχνει ότι δεν πρόκειται για ένα συγκυριακό πέρασμα. Ούτε περιορίζεται σε μεμονωμένες περιπτώσεις κάποιων περιθωριακών κύκλων. Και πολύ περισσότερο δεν εμφανίζονται μόνο, σε προβληματικά και καχεκτικά πολιτικά συστήματα.
Απεναντίας οι ποικιλώνυμοι εκπρόσωποι της ακροδεξιάς εκφράζουν ένα υπαρκτό και πολυδύναμο κοινωνικό ρεύμα σε αρκετές χώρες της Γηραιάς Ηπείρου. Ακόμη και σε εκείνες που επί πολλές δεκαετίες ήταν πρότυπα δημοκρατικής οργάνωσης, κοινωνικού κράτους αλλά και ανεκτικότητας και ευαισθησίας.
Έτσι βλέπουμε στο προπύργιο της σοσιαλδημοκρατίας, στη Σουηδία, ένα νεοφασιστικό μόρφωμα να αναδεικνύεται σε πρωταγωνιστή των πολιτικών διεργασιών και εξελίξεων. Στις πρόσφατες εκλογές ο αρχηγός του, Τζίμι Άκεσον, επενδύοντας σε μια σκληρή αντιμεταναστευτική στρατηγική, κατήγαγε πρωτοφανή νίκη ανατρέποντας τα πολιτικά δεδομένα. Το κόμμα του, οι αποκαλούμενοι Δημοκράτες της Σουηδίας, από το 6% που είχε λάβει το 2010, στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση απέσπασε το 20,6%.
Η επιτυχία του, δεν περιορίζεται μόνο στην αύξηση της επιρροής του. Ουσιαστικά εδράζεται στο ότι μπόρεσε να επιβάλλει τη δική του πολιτική ατζέντα, συνδέοντας το μένος του κατά των μεταναστών με ένα ισχυρό ευρωσκεπτικιστικό λόγο. Το χειρότερο δε είναι, ότι η ακροδεξιά, η οποία κατέλαβε πλέον τη δεύτερη θέση, θα συγκροτήσει μαζί με την παραδοσιακή δεξιά που ήρθε τρίτη, ένα νέο κυβερνητικό συνασπισμό. Οδηγώντας τη Σουηδία σε αχαρτογράφητα νερά σ’ αυτή την εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο.
Στο δε άλλοτε πολιτικό εργαστήρι των δημοκρατικών θεσμών, την Ιταλία, οι εξελίξεις αναμένεται να είναι δραματικές. Το νεοφασιστικό κόμμα της Τζόρτζια Μελόνι, στις κάλπες της προσεχούς Κυριακής φαίνεται ότι θα αποσπάσει την πλειοψηφία των εκλογέων, όπως δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις. Η θαυμάστρια του Μουσολίνι θα κληθεί να αναλάβει την πρωθυπουργία της χώρας, έχοντας κυβερνητικούς εταίρους τον επικεφαλής της Λέγκα του Βορρά και ένθερμο οπαδό του Πούτιν, Ματέο Σαλβίνι και τον αρχηγό της Forza Italia, Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Δεν θα πρόκειται απλώς για μια τραγελαφική κατάσταση. Θα συνιστά μια ζοφερή πραγματικότητα όχι μόνο για την Ιταλία, αλλά για ολόκληρη την Ευρώπη.
Εύλογα αντιλαμβάνεται κάποιος, τι θα σημαίνει στο τιμόνι της διακυβέρνησης της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης, να βρεθεί ένας ακροδεξιός συνασπισμός δυνάμεων, ενσαρκώνοντας την παρακμή και την υστέρηση. Δίχως μάλιστα να κρύβει τα φιλοπουτινικά του αισθήματα. Όπως επισημαίνει ο πρώην Πρωθυπουργός και επικεφαλής της κεντροαριστεράς, Ενρίκο Λέτα: «Αν οι εκφραστές του νεοφασισμού κερδίσουν τη μάχη των εκλογών, η Ιταλία τέλειωσε, η δε Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα οδηγηθεί μόνο σε επικίνδυνους ατραπούς αλλά θα αντιμετωπίσει και οξύ πρόβλημα συνοχής». Υπερβολικές ή δραματικές προβλέψεις; Δεν νομίζω.
Πάντως η επέλαση των ακροδεξιών κάθε άλλο παρά θα αφήσει άθικτο το κοινωνικό μοντέλο και το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Άλλωστε δεν εκδηλώνεται μόνο στη Σουηδία και στην Ιταλία. Οι δεξαμενές τους πολιτικές και εκλογικές ανατροφοδοτούνται διαρκώς σε αρκετές χώρες. Κορυφαία περίπτωση η Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία, η οποία βρέθηκε πολύ κοντά για να κάνει την ανατροπή.
Τα ερωτήματα λοιπόν που τίθενται είναι καθαρά: Τι πρεσβεύουν οι εκπρόσωποι τους; Που οφείλεται η απήχηση και η γοητεία την οποία ασκούν σε ένα σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος; Κατ’ αρχάς απευθύνονται σε κοινωνικά στρώματα χαμηλού μορφωτικού επιπέδου. Αλλά και σε ψηφοφόρους του αγροτικού κόσμου και της παραδοσιακής εργατικής τάξης, καθώς και στους ανέργους. Έτσι οι συνεχώς διευρυνόμενες κοινωνικές ανισότητες και οι περιφερειακές ανισομέρειες, σε συνδυασμό με την ανασφάλεια που προκαλούν οι μεταναστευτικές ροές, αποτελούν τη φύτρα της ακροδεξιάς, πυροδοτώντας την επιστροφή σε φαντάσματα του παρελθόντος.
Η τερατογονία οφείλεται στην αφύπνιση των πιο άγριων ενστίκτων του ανθρώπου. Ο φθόνος, το μίσος και η εκδίκηση είναι ένα εκρηκτικό μίγμα το οποίο ενεργοποιεί ο ακραίος καταγγελτικός λόγος των ακροδεξιών. Ο ανορθολογισμός, ο εθνικισμός και ο λαϊκισμός ισοπεδώνουν τις αξίες και τις αρχές της Δημοκρατίας. Τα σπαράγματα που αφήνουν πίσω τους καθιστούν τις κοινωνίες ευάλωτες στη μισαλλοδοξία και στην αντιπαλότητα. Επιπροσθέτως ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία και η επακόλουθη ενεργειακή κρίση, λειτουργούν ως βούτυρο στο ψωμί των δυνάμεων της ακροδεξιάς. Στην εγχώρια πολιτική σκηνή εκείνοι που φλερτάρουν με το ακροδεξιό και φιλοπουτινικό κόμμα του Βελόπουλου, βλέποντας το ως εν δυνάμει κυβερνητικό εταίρο, θα πρέπει να αντιληφθούν ότι τέτοιου είδους πολιτικές ασκήσεις αντιστρατεύονται τις δημοκρατικές κατακτήσεις.