Οι συνέπειες της καθυστέρησης της ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν εξαντλούνται σε μια χρονική αναβολή της. Η καθυστέρηση μπορεί να οδηγήσει έως και στην ακύρωση της ενοποίησης. Δεν είναι αυτονόητο ότι κάτι που θα γινόταν σήμερα απλώς αναβάλλεται και θα γίνει αύριο, άρα η ζημιά θα διορθωθεί – έστω καθυστερημένα. Οταν η Ευρώπη καθυστερεί ή αδρανεί μπροστά στην κρίση, διευκολύνει ώστε να οξύνονται, πολλαπλασιάζονται και περιπλέκονται τα φαινόμενα της κρίσης. Η ζημία μπορεί να γίνει απροσδόκητα μεγάλη και, τελικά, να μην αποκλείεται να αποδειχτεί ότι δεν είναι δυνατόν να αποκατασταθεί. Οτι, δηλαδή, η βλάβη είναι ανήκεστος.
Παράδειγμα, η καθυστέρηση της ενοποίησης του τραπεζικού χώρου. Τρία είναι τα συστατικά της: (α) Δικαίωμα της ευρωπαϊκής αρχής να αποφασίζει για τη ζωή ή τον θάνατο μιας μεγάλης τράπεζας, (β) ενίσχυση όποιας βιώσιμης τράπεζας χρειαστεί κεφάλαια, από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό ESM και (γ) ευρωπαϊκή εγγύηση για την ασφάλεια των καταθέσεων. Εάν είχε δημιουργηθεί ο ενιαίος τραπεζικός χώρος, προβλήματα όπως σήμερα της Κύπρου (αύριο του Λουξεμβούργου κ.ά…) θα αντιμετωπίζονταν χωρίς ισχυρές αναταράξεις. Επικράτησαν όμως οι (γερμανικές…) δυνάμεις της αναβολής της ενοποίησης, έως ότου επιλυθούν τα προβλήματα που έρχονται από το παρελθόν – έως τις αρχές του 2014. Θα «προκάμει» η Ευρωζώνη;
Αν υπάρξουν κι άλλες αποφάσεις ανάλογες με εκείνην που έλαβε το Eurogroup της 15ης Μαρτίου, για «κούρεμα» των μικρότερων από 100.000 ευρώ καταθέσεων, δεν θα προκάμει. Γιατί, αν ισχύσει η κατάργηση της εγγύησης (που είχε δοθεί μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, 2008) «ειδικά» στην περίπτωση της Κύπρου: (α) Οποιο κράτος έχει ή αποκτά πρόβλημα, θα κινδυνεύει με μαζική φυγή καταθέσεων. Αλλωστε, για να αποτραπεί αυτός ο κίνδυνος είχε θεσπιστεί η εγγύηση – όχι από φιλανθρωπία. (β) Θεσπίζεται το ευρώ δύο ταχυτήτων, αφού τα εγγυημένα 100.000 της Γερμανίας θα είναι περισσότερα από τα εγγυημένα 100.000 της Κύπρου. Το κοινό νόμισμα καταστρέφεται. (γ) Δυόμισι χρόνια μετά την Ντοβίλ, που έπληξε τα ομόλογα του Νότου, πλήττονταν οι καταθέσεις του, οι ασυμμετρίες πυκνώνουν, τα κεφάλαια ωθούνται προς βορρά – κι από όλη την Ευρώπη, προς ΗΠΑ και Σιγκαπούρη…
Ποιο είναι το πρόβλημα της Κύπρου; Ο τραπεζικός τομέας της, που διαχειρίζεται κεφάλαια 8 φορές μεγαλύτερα από το ΑΕΠ, αλλά δεν διαθέτει αρκετά δικά του ώστε να είναι φερέγγυος (να καλύπτει τον δείκτη 9% Core Tier 1) και να συνεχίσει να λειτουργεί. Ηδη από το 2011, η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΒΑ) εκτιμούσε ότι οι δύο μεγαλύτερες τράπεζες (Κύπρου, Λαϊκή) χρειάζονταν 3,6 δισ. ευρώ επιπλέον δικά τους κεφάλαια. Από τότε η κατάσταση επιδεινώθηκε δραματικά: Ζημίες 3,5 δισ. ευρώ από το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους πριν από 12 μήνες, ζημίες από την υποβάθμιση των κυπριακών ομολόγων στην κατηγορία «σκουπίδια», ζημίες από την αλματώδη αύξηση των δανείων που δεν αποπληρώνονται και έχουν φτάσει τα 23 δισ. ευρώ – το 27% όλων των δανείων.
Η ένεση 1,8 δισ. που τους έκανε το κράτος τον Ιούλιο 2012 ήταν ανεπαρκής. Είναι πολύ μικρό για να τις διασώσει. Και χρεωμένο. Το χρέος του, από 49% του ΑΕΠ το 2008, ανέβηκε στο 87% πέρυσι. Χρωστά 15 δισ. και χρειάζεται άλλα 17, εξ αυτών τα 9 για τις τράπεζες. Η τρόικα δίνει 10 δισ. ευρώ – αν δοθούν περισσότερα, το χρέος γίνεται μη βιώσιμο. «Κούρεμα» α λα ελληνικά δεν προσφέρεται: Μπορούν να «κουρευτούν» μόνο τα 7,2 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 5,1 δισ. ανήκουν σε τράπεζες και Ταμεία που θα πρέπει να αποζημιωθούν, άρα το τελικό όφελος του «κουρέματος» θα ήταν μηδενικό. Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, λοιπόν, προϋποθέτει κεφάλαια από το «κούρεμα» των άνω των 100.000 ευρώ καταθέσεων. Πρώτο βήμα σε μια διαδικασία σταδιακής σμίκρυνσης του τραπεζικού τομέα, έως το 2018.
Η σμίκρυνση θα γίνει – τώρα πια, βίαια. Αλλά το πρόβλημα της Κύπρου μόνο σε πρώτη ανάγνωση είναι οι τράπεζες. Στην πραγματικότητα, είναι το ίδιο το οικονομικό μοντέλο της. Ενα μοντέλο με τη σφραγίδα του ακραίου νεοφιλελευθερισμού: το μοντέλο του νυχτοφύλακα κεφαλαίων που προέρχονται από την πιο άγρια εκμετάλλευση του ανθρώπου, από την πιο απεχθή βαρβαρότητα που βομβαρδίζει με ανείπωτη δυστυχία τις γειτονιές του πλανήτη. Το «όχι» του κυπριακού πολιτικού κατεστημένου δεν αναφερόταν στο μοντέλο. Αντιθέτως – άλλωστε, αυτό το μοντέλο υπηρετούν. Γι’ αυτό, δεν αισθάνθηκα την παραμικρή συγκίνηση στο άκουσμά του.