Πριν από χρόνια, η Ελλάδα βγήκε λαβωμένη από την κρίση. Δύο επιλογές είχε μπροστά της. Να δώσει τα πάντα. Για την επιβίωση ή την καταστροφή της.
Όπως πάντοτε, έτσι και τώρα, περίσσευαν οι φωνές που τάχθηκαν υπέρ των εύκολων λύσεων.
Υπέρ όλων εκείνων που υποστήριζαν ότι το πρόβλημα της χώρας είναι ξένο προς αυτήν. Τα φορτώσαμε όλα, λοιπόν, στην «κακή Μέρκελ» στον «κακό Σόιμπλε».
Περιμέναμε λύσεις από το πουθενά. Από το «θα σκίσουμε το Μνημόνιο», «θα καταργήσουμε με ένα νόμο» όλα όσα χρειάστηκαν να ?χουν πίσω τους αγώνες. Πίκρα, αίμα και δάκρυα.
Στο μεταξύ τέθηκε το ερώτημα «Ποιοι; Εμείς οι Αριστεροί και οι ακροδεξιοί ΑΝΕΛ. Εμείς οι Αριστεροί και οι φασίστες της Χρυσής Αυγής»;
Καμία κουβέντα. Έως όταν ήρθε η απάντηση με τη μορφή της Ακροδεξιάς. Τότε, τρόμαξαν όλοι. Όλοι;
Τώρα φτάσαμε ένα βήμα πριν από το ξέφωτο.
Η υπόθεση Μπαλτάκου δεν προσφέρεται για ομφαλοσκόπηση και εσωστρέφεια. Είναι ευκαιρία για οριστική ρήξη με ένα μαύρο παρελθόν. Όπου οι ευθύνες του Σαμαρά είναι προφανείς.
Οφείλει να λάβει μέτρα κατά όλων εκείνων που τραυματίζουν την εικόνα της παράταξης.
Τέλος, έχει και λόγους να δείξει ότι έχει καθήκον να σκεφτεί τους εταίρους του.
όχι μόνο για λόγους τάξεως αλλά και ουσίας, καθώς το ΠΑΣΟΚ επανειλημμένα τον έχει εγκαλέσει.
Είναι η στιγμή της τόλμης και του ρεαλισμού για τον κ. Σαμαρά να ξαναβάλει τα πράγματα στη θέση τους και να επιβεβαιώσει την αποφασιστικότητά του.
Πρωτίστως πρέπει να υπενθυμίσει προς κάθε κατεύθυνση ότι η Δημοκρατία είναι ανεκτική, αλλά όχι ακυβέρνητη πολιτεία.
Ότι καμία εγκληματική συμμορία δεν θα καθορίσει ετσιθελικά τις εξελίξεις.
Πρωτίστως, πρέπει να παίξει τον ρόλο της η Δικαιοσύνη. Έχει χρέος να παραμείνει στο ύψος της. Να κλείσει τα αυτιά της σε όσους την εγκαλούν.
Μείζον είναι εδώ το θέμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ως πότε η χώρα θα σέρνεται πίσω από σκοπούς που άλλοι παίζουν. Σε όφελος τίνος;