Η συζήτηση που διεξάγεται για τη σχέση του Ηθικού και του Νόμιμου, επ’ ευκαιρία των πράξεων και παραλείψεων του βουλευτή κ. Πάτση, επαναλαμβάνεται, χωρίς καμία διαφοροποίηση, από την εποχή των δηλώσεων του κ. Βουλγαράκη, προ δεκαπενταετίας, ότι το νόμιμο είναι και ηθικό.
Η συζήτηση είναι ρηχή και υποκριτική και, κατά τούτο, βολική: Η ρηχότητά της οφείλεται στην έλλειψη κοινωνικών αναλύσεων για την φύση και την ποιότητα των θεσμών στη χώρα μας και στην υποκατάστασή τους από έναν λόγο ξύλινο και κατηγορηματικό. Η συζήτηση είναι, επίσης, υποκριτική διότι διεξάγεται με όρους κανονιστικής προσδοκίας: Η προσδοκία μας αφορά τους άλλους, όχι εμάς τους ίδιους. Απαιτούμε να είναι ηθικοί οι άλλοι. Μπορούμε, λοιπόν, εκ του ασφαλούς, να διατυπώνουμε τον αποφατικό μας λόγο (π.χ., ο υπουργός/βουλευτής/δημόσιος λειτουργός πρέπει να είναι άσπιλος και άμωμος, να μην εκτίθεται σε προκλήσεις και απολαύσεις που δικαιούνται οι υπόλοιποι κοινοί θνητοί και, γενικά να μην πράττει πράγματα που είναι αντίθετα προς το αξίωμά του).
Ο δογματικός λόγος που αναφέρεται στο Ορθό και το Λάθος διατυπώνεται χωρίς να διερωτώμαστε εάν η συγκεκριμένη διάκριση είναι ορθή η λάθος. Είναι αδύνατο να νοηματοδοτηθούν αυτές οι έννοιες έξω από ένα κοινωνικό συγκείμενο. Μόνον οι κοινωνικές αξίες, τυπικές και άτυπες, είναι εκείνες που δίνουν νόημα στο Ορθό και το Λάθος.
Όταν, δηλαδή, στη χώρα μας, παρακάμπτουμε και εθελοτυφλούμε σε σχέση με την κακή ποιότητα των νομοθετικών και κανονιστικών ρυθμίσεων που περιλαμβάνουν φωτογραφικές διατάξεις η έχουν συμβολικό χαρακτήρα, τότε δημιουργούνται οι «νόμιμες» δυνατότητες που οδηγούν στην παραβίαση και τον τραυματισμό των αρχών του δικαίου και της καλής νομοθέτησης.
Όταν οι αντιφάσεις και οι επικαλύψεις των αρμοδιοτήτων δεν επιτρέπουν ούτε στον πιο ικανό ελεγκτή να εντοπίσει ποιός κάνει τι και ποιος ευθύνεται για ποιό πράγμα, τότε ενισχύονται οι θύλακες της παραβίασης της νομιμότητας και το Ανήθικο καιροφυλακτεί.
Όταν η δημόσια διοίκηση επικαλείται, ολοένα και πιο συχνά, κανόνες δεοντολογίας και ηθικής τους οποίους τα Υπουργεία και η Αυτοδιοίκηση έχουν καταχωνιάσει σε κάποιο συρτάρι, τότε δημιουργούνται, επίσης, οι προϋποθέσεις να συναντηθούν οι οδοί της καταπάτησης του Νόμιμου με τις αντίστοιχες οδούς που καταλήγουν στην καταρράκωση του Ηθικού.
Όταν, όμως, τηρούνται οι κανόνες και η διαδικασία της καλής νομοθέτησης, όταν η διαφάνεια, η ισονομία και η αξιότητα αποτελούν μέτρα κρίσης κάθε δημόσιας πολιτικής, τότε οι δρόμοι του Ηθικού συναντούν τους αντίστοιχους του Νόμιμου.
Επομένως, ο κ. Πάτσης και η συμπεριφορά του αποτελούν την έκφανση πολλών και πολλαπλών πολιτικο-διοικητικών παθολογιών, τις περισσότερες των οποίων αποστρεφόμαστε, ενώ τις συντηρούμε.
Η μεταρρυθμιστική ατζέντα μπορεί να μειώσει αισθητά την πιθανότητα επανάληψης αντίστοιχων φαινομένων. Η τήρηση του κώδικα δεοντολογίας για τους βουλευτές, μαζί με την ουσιαστικοποίηση του πόθεν έσχες, θα οδηγούσε στην αποκάλυψη και την φύση των πηγών των εσόδων τους. Η κατοχύρωση της διαφάνειας θα συνεπαγόταν την αντιμετώπιση της επιλεκτικής χρηματοδότησης των μέσων επικοινωνίας με τρόπο αδιαφανή και επίμεμπτο.
Όλα αυτά, όμως δεν τίθενται στην δημόσια συζήτηση και πολύ φοβούμαι ότι δεν θα αποτελέσουν θέματα της ατζέντας ούτε στο άμεσο μέλλον.
Η παραπειστική συζήτηση περί καλών και κακών ταγών του λαού θα συνεχιστεί, ενώ θα περιμένουμε την εμφάνιση του επόμενου κρούσματος.
Έχουμε αρκετό δρόμο μπροστά μας για να κατανοήσουμε ότι η άρνηση μιας κοινωνίας να δει τον εαυτό της στον καθρέφτη (αυτό ακριβώς κάνουν οι κοινωνικές επιστήμες που στην χώρα μας είναι, σχεδόν, υπό διωγμό) οδηγεί σε κρίση ταυτότητας που αποβαίνει πάντοτε ες βάρος της, αφού την διαχείρισή της αναλαμβάνουν εκείνοι που αντί να την σώσουν, θα την οδηγήσουν στο ικρίωμα («ψεκασμένοι» κάθε είδους, ακραίοι όλων των αποχρώσεων, αυταρχικοί/φασίζοντες ηγέτες, κλπ).
Ο αγώνας για την αφύπνιση της συλλογικής συνείδησης δεν είναι ποτέ μάταιος.