Έλαμπε το πρόσωπό σας Κε Τσιόδρα όταν, σε μία από τις τελευταίες ενημερώσεις, μιλάγατε για τις «ζωές που κερδίσαμε»!
Κι όμως, εδώ κάνατε «λάθος». Διότι, όταν ο θάνατος συνεχίζει, όπως και πριν, να παραμένει η μοναδική μας βεβαιότητα, καμία ζωή δεν «κερδίσαμε».
Και απ ό,τι λένε, αυτή ακριβώς η βεβαιότητα του θανάτου είναι εκείνη, που έκανε και τους αρχαίους Έλληνες να αποζητούν την «αθάνατη φήμη» σε «αθάνατα έργα».
Όπως μάλιστα έχει πολύ γοητευτικά ειπωθεί, ακόμη και η Δημοκρατία, η οποία, ως δυνάμει αθάνατο συλλογικό πολιτικό σώμα θα επιζούσε των ανθρώπων που την δημιούργησαν, ήταν η ρητή απάντησή τους στην θνητότητα.
Τι σημαίνουν αυτά; Ότι ο θάνατος, αυτή η βαθύτατα «αντιπολιτική» ανθρώπινη εμπειρία, ενώ είναι το «άκρον άωτον της μοναξιάς και της ανημπόριας», όταν συμβαίνει μέσα στο συλλογικό σώμα, αλλάζει νόημα. Διότι συνοδεύεται από την «αθανασία της ομάδας», στην οποία ανήκουμε. Το έσχατο δηλαδή προνόμιο της ζωής.
Είναι το προνόμιο που απώλεσαν πολλοί συνάνθρωποί μας εκεί όπου, λόγω του ανεξέλεγκτου της πανδημίας, η απομόνωση και η αποξένωση των ασθενών, τους οδήγησε στον θάνατο πριν τον θάνατο. Αφού τους έκανε να είναι «περισσότερο αποκομμένοι από τον κόσμο των ζωντανών, απ ότι αν ήταν νεκροί».
Κάτι που θύμιζε τη φοβερή δήλωση επόπτη ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης: «Εδώ δεν υπάρχουν άρρωστοι. Υπάρχουν μόνο ζωντανοί και νεκροί». (Olivier Razac, «Η πολιτική ιστορία του συρματοπλέγματος», εκδόσεις «Βάνιας»).
Έτσι, το τρομακτικό «φορτίο» των νεκρών στις ΗΠΑ καθώς μεταφέρονταν σε καμιόνια, σαν σκουπίδια, για ομαδική ταφή, μας έφερε πάλι αντιμέτωπους με το αδιανόητο: το να πεθαίνουν οι άνθρωποι μαζικά «σαν μύγες» και μέσα στην απόλυτη μοναξιά, θυμίζοντας τον θάνατο στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Από αυτό ακριβώς, με την δική σας συνδρομή, σωθήκαμε. Οπότε, αποφεύγοντας τον μαζικό και ανώνυμο θάνατο, διασφαλίσαμε και το έσχατο δικαίωμα του καθενός σε μία προσωπική αναχώρηση. Δηλαδή, το προνόμιο του τέλους μιας ολοκληρωμένης ζωής.
Και επειδή, όπως όλα τα σημαντικά πράγματα, αυτό είναι αδύνατον να περιγραφεί αφηρημένα αλλά μόνον ως συγκεκριμένη ανθρώπινη εμπειρία, θα σας πω τι εννοώ μέσα από παλιά δική μου εμπειρία:
Την απόφαση για τη μάνα μου την πήραμε με τον γιατρό της: Όταν, πλήρης ημερών, βρισκόταν στα τελευταία της, αποφασίσαμε να μην επιστρέψει στο νοσοκομείο αλλά να μείνει στο χωριό, ώστε να «φύγει» ανάμεσα στα αγαπημένα της πρόσωπα και πράγματα.
Ενώ λοιπόν ξεχορτάριαζα τον κήπο της – κάθε μέρα τον φρόντιζα, γιατί σκεφτόμουν την απογοήτευσή της αν σηκωνόταν και τον έβλεπε σε εγκατάλειψη - την ακούω να φωνάζει το όνομά μου.
Άφησα το ξεχορτάριασμα και έτρεξα κοντά της. Μέχρι να φτάσω δίπλα της, την άκουγα συνεχώς να με καλεί. Μπήκα στο δωμάτιό της απαντώντας «εδώ είμαι, δίπλα σου» και αμέσως της έπιασα δυνατά το χέρι. Μου το έσφιξε κι εκείνη, ψιθυρίζοντας: «ήρθες Κώστα μου»; Και ενώ σφίγγαμε τα χέρια μας, σε έναν χαιρετισμό που δεν έχει τελειώσει μέχρι σήμερα, έφυγε ήρεμα. Αυτό είναι το τέλος μιας ολοκληρωμένης ζωής.
Και αυτό το έσχατο δικαίωμα κερδίσαμε μαζί σας Κε Τσιόδρα! Το οποίο είναι το ίδιο πολύτιμο, όσο και η ζωή!