Ναι, βεβαίως, η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Ούτε καν ως φάρσα, συνήθως. Αλλά ο πειρασμός να προβάλεις την εμπειρία της δεκαετίας του 1950 πάνω στη σημερινή πολιτική πραγματικότητα είναι, καιρό τώρα, ακατανίκητος.
n Πράξη πρώτη: Μετά την υποχρεωτική συγκατοίκησή τους στην κυβέρνηση «εθνικής ενότητος» που ανέλαβε να διευθύνει την τελευταία πράξη του εμφυλίου πολέμου, οι δύο πόλοι του προπολεμικού «δικομματισμού», οι δύο πόλοι του εθνικού διχασμού που διέτρεξε μ? ένα αιμάτινο νήμα την ιστορία από το 1915 ώς το 1946, κατέβηκαν, αντίπαλοι ξανά, στις πρώτες μετεμφυλιακές εκλογές, το 1950. Για να διαπιστώσουν ότι η αντιπαλότητά τους αφορούσε μια διαχωριστική γραμμή που είχε πια σβήσει και είχε αντικατασταθεί από νέες διαχωριστικές γραμμές.
Στις εκλογές του 1950 τα δύο ιστορικά κόμματα του πανίσχυρου προπολεμικού διπολισμού έλαβαν αθροιστικά μόλις 36% – 18,8% οι βασιλόφρονες Λαϊκοί και 17,24% οι βενιζελικοί Φιλελεύθεροι. Τα ποσοστά θυμίζουν κάπως τα αποτελέσματα των εκλογών του Μαΐου 2012, των πρώτων μετά το σοκ της χρεοκοπίας και του Μνημονίου: Τα δύο κόμματα του κυρίαρχου μεταπολιτευτικού δικομματισμού πήραν αθροιστικά 32% – 18,8% (τι σύμπτωση!) η ΝΔ και 13,2% το ΠΑΣΟΚ.
n Πράξη δεύτερη: Επειτα από μια ασταθή διετία κυβερνήσεων με τη συμμετοχή των δυνάμεων του βενιζελικού, δημοκρατικού Κέντρου, η μεν Δεξιά συσπειρώθηκε σε μια νέα «εθνική» παράταξη, υπό τον στρατάρχη Παπάγο, που αντικαθιστούσε την παλιά διαχωριστική γραμμή με μια νέα (εθνικόφρονες εναντίον κομμουνιστών και «συνοδοιπόρων»), και εξασφάλισε μια ενδεκαετή πολιτική κυριαρχία. Η διωκόμενη Αριστερά επιτύγχανε να συσπειρώσει τις δυνάμεις της. Και το Κέντρο αγωνιούσε να βρει ρόλο και διακριτό στίγμα. Ενα μέρος των δυνάμεών του, με κορυφαίο εκπρόσωπο τον Γ. Παπανδρέου (κατέβηκε στις εκλογές του ?52 ως ανεξάρτητος συνεργαζόμενος με τον Παπάγο), ακολουθούσε τη γραμμή «Κέντρο, ως ένας διακριτός πόλος μέσα στο ίδιο στρατόπεδο, της εθνικοφροσύνης». Ενα άλλο, με εκπροσώπους τον Πλαστήρα, τον Καρτάλη κυρίως, και άλλους, εκπροσωπούσε την εκδοχή της Κεντροαριστεράς, δηλαδή μιας ενιαίας εκπροσώπησης της πλειοψηφίας του εαμικού κόσμου και του παλαιού βενιζελισμού, χωρίς το ΚΚΕ και τη μετα-δεκεμβριανή γραμμή του. Η Κεντροαριστερά ηττήθηκε το 1952, ο Πλαστήρας πέθανε και απέμεινε η γραμμή της συγκατοίκησης του Κέντρου, ως εναλλακτικού πόλου, στο στρατόπεδο της εθνικοφροσύνης. Μέχρι τις εκλογές του 1958. Τότε, η γραμμή του «εθνικόφρονος Κέντρου» συνετρίβη. Η Αριστερά αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση. Και αποδείχθηκε ότι ούτε μια αντιαριστερή Κεντροαριστερά μπορεί να υπάρξει ούτε μια Αριστερά ανίκανη να συσπειρώσει και τις δυνάμεις του δημοκρατικού Κέντρου μπορεί να έχει μέλλον.
n Τρίτη πράξη: Οι δυνάμεις του Κέντρου συσπειρώθηκαν σε μια εύθραυστη ενότητα που θα διαλυόταν αν η βία και η νοθεία του 1961 δεν έθεταν, εκ των πραγμάτων, το Κέντρο σε ευθεία αντιπαράθεση με τη Δεξιά και αν η δολοφονία Λαμπράκη, το 1963, δεν δημιουργούσε όρους ηθικής συμπαράταξης της Αριστεράς και του δημοκρατικού Κέντρου. Αυτά μαζί με την οριστική ρήξη Καραμανλή – Ανακτόρων οδήγησαν στον εκλογικό θρίαμβο του 1964.
Πώς προβάλλονται αυτές οι τρεις πράξεις του παλαιού δράματος στο σήμερα; Ούτε οι διεθνείς ούτε οι κοινωνικές ούτε οι πολιτικές συνθήκες προσομοιάζουν. Ούτε οι πρωταγωνιστές, τότε και τώρα, είναι συγκρίσιμα μεγέθη. Ούτε η γραμμή Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο, που όρισε τις νέες πολιτικές διαιρέσεις μετά το 2010, αντί της γραμμής Δεξιά – Αντιδεξιά, έχει αντιστοιχία στις μετεμφυλιακές διαχωριστικές γραμμές που μετάλλαξαν τον εθνικό διχασμό.
Αλλά ίσως – και λέω ίσως, όχι ως σχήμα ρητορικό, αλλά επειδή στ? αλήθεια δεν είμαι σίγουρος – να έχει κάποια ισχύ και σήμερα ένα από τα διδάγματα της φοβερής εκείνης δεκαετίας: πως μια Κεντροαριστερά που δεν έχει, ηθικά, συναισθηματικά έστω, επαφή με την Αριστερά, που δεν έχει νομιμοποίηση πολιτική στο αριστερό ακροατήριο δεν μπορεί ποτέ να γίνει πλειοψηφική, όπως και η Αριστερά, ακόμη και στις στιγμές του θριάμβου της, δίχως τη συμπαράταξη με έναν ευρύτερο κόσμο, αυτόν που τότε ονομαζόταν προοδευτικό, δημοκρατικό Κέντρο, σήμερα ποιος ξέρει πώς, δεν μπορεί να εκπροσωπήσει αποτελεσματικά μια κίνηση προς τα εμπρός.
Ισως – λέω – αυτό το δίδαγμα να έχει ακόμη κάποια αξία. Αλλά η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Συνήθως ούτε καν ως φάρσα…