Το επίδομα

Αγγελική Σπανού 29 Απρ 2014

Η βιασύνη της κυβέρνησης για προεκλογικό πακέτο παροχών μας έφερε στη διανομή του κοινωνικού μερίσματος από το πρωτογενές πλεοόνασμα υπό μορφή έκτακτου επιδόματος. Πρακτικά, η μοιρασιά αφορά περίπου 450 εκ. ευρώ σε 600.000 νοικυριά. Κάποιοι από τους δικαιούχους θα επωφεληθούν πριν περάσουν πίσω από το παραβάν για να ψηφίσουν, με την κυβέρνηση να καλλιεργεί την προσδοκία ότι στη συνέχεια μπορεί να υπάρξει νέο πακέτο, αφού αργότερα ή συντομότερα πάλι εκλογές θα έχουμε.

Αλλωστε, η προαναγγελία διεύρυνσης των κριτηρίων και επανεξέτασης των αιτήσεων που απορρίπτονται συντηρεί την ελπίδα της δεύτερης ευκαιρίας και ολοκληρώνει τον εγκλωβισμό του πολίτη στον προθάλαμο αναμονής του 500άρικου – σε μια κατάσταση ιδιότυπης ομηρείας. Ηδη διαφημίζεται η πιλοτική εφαρμογή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος πάλι με την ίδια μεθοδολογία και λογική. Αυτά σε μια χώρα στην οποία το ένα τρίτο των φορολογούμενων δηλώνουν φιλοξενούμενοι, ενώ δεν είναι απλό να εντοπιστούν οι οικονομικά ασθενείς αφού οι φορολογικές δηλώσεις συχνά δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Στην ίδια χώρα εύποροι πολίτες με πισίνες, λιμουζίνες, βίλες και βαριές καταθέσεις, έχουν την ασυνειδησία να διεκδικούν κοινωνικό μέρισμα, επενδύοντας στην ανεπάρκεια της γραφειοκρατίας – μήπως και μέσα στο χαμό εγκριθεί και η δική τους αίτηση. Στο παρελθόν συνέβαινε πάμπλουτοι άνθρωποι να παίρνουν πολυτεκνικό επίδομα αφού δεν υπήρχε διαδικασία ελέγχου ώστε να μην χρηματοδοτούνται από το κράτος αυτοί που μπορούν να μεγαλώσουν με άνεση το τρίτο ή τέταρτο παιδί τους και ενδεχομένως να εξασφαλίσουν το μέλλον των εγγονιών και των δισεγγόνων τους.

Η επιδοματική λογική είναι ακραιφνώς πελατειακή και αντιαναπτυξιακή, ανήκει στις παραδόσεις εκείνες που συντέλεσαν στο δημοσιονομικό εκτροχιασμό και την παραγωγική αποδιοργάνωση. Το πρόβλημα είνα δομικό, αφορά τη φιλοσοφία της συγκεκριμένης (μη) πολιτικής: Μια εφάπαξ παροχή δεν αποτελεί απάντηση στη φτώχεια ή τη δυσπραγία, δεν έχει διαρθρωτικό περιεχόμενο αλλά μόνο επικοινωνιακή ουσία, με την έννοια ότι η κυβέρνηση εμφανίζεται ως ιδιοκτήτης του δημόσιου χρήματος το οποίο κατανέμει κατά βούληση, με υποκειμενικούς κανόνες, επομένως κινητοποιείται κανείς να συνταχθεί για να έχει λαμβάνειν. Είναι τόσο βαθιά ριζωμένος ο πελατειακός κώδικας (κυβέρνηση και κράτος ταυτίζονται – οι ψηφοφόροι είναι πελάτες που εξαγοράζονται), ώστε η αντιπολίτευση ασκεί κριτική για ακόμη περισσότερο πελατειασμό, μεγαλύτερα επιδόματα σε περισσότερους και τακτικότερα.

Η κυβέρνηση και κανένα κόμμα δεν μπήκαν στη διαδικασία να αναζητήσουν έναν πιο δημιουργικό τρόπο αξιοποίησης πόρων από το πρωτογενές πλεόνασμα, για παράδειγμα μια δημόσια επένδυση που θα δημιουργούσε θέσεις απασχόλησης και προοπτική ή κάποιου είδους ενίσχυση επενδυτικών προγραμμάτων επιχειρήσεων προκειμένου να πολλαπλασιάσουν το ανθρώπινο δυναμικό τους.

Το οικονομικό επιτελείο μέσα στη φούρια του να μοιραστούν τα λεφτά προεκλογικά για τους προφανείς λόγους τα μπέρδεψε και έτσι παρατηρείται το φαινόμενο να εξαιρούνται από το επίδομα μακροχρόνια άνεργοι επειδή δηλώνουν ως κατοικία το σπίτι των γονιών τους στο οποίο αναγκάστηκαν να επιστρέψουν. Καθημερινά μεταδίδονται κραυγές απόγνωσης από ανθρώπους που βρίσκονται σε δύσκολη κατάσταση και αναρωτιούνται ποιοι δικαιούνται το επίδομα, αν όχι οι ίδιοι που δεν έχουν να πληρώσουν το νερό ή το ρεύμα.

Ο εξευτελισμός της προσωπικότητας του πολίτη που αναγκάζεται να πηδάει μήπως και πιάσει το κόκκαλο είναι κάτι χειρότερο από την ίδια την οικονομική αδυναμία. Οσοι βρίσκονται σε αδιέξοδο χρειάζονται δουλειά και αξιοπρέπεια. Το επίδομα δεν λύνει το πρόβλημα, αλλά συμβολίζει τις αιτίες του προβλήματος. Η απαξίωση της πολιτικής μέσα στη φτήνια της παροχολογίας γίνεται πιο εύκολη όταν μια κοινωνία έχει χάσει τον αυτοσεβασμό της με πλούσιους που παριστάνουν τους φτωχούς και φτωχούς που κυνηγάνε μετανάστες.