Η ενασχόληση με τον τρόπο διοίκησης των ΑΕΙ, σήμερα στη χώρα μας, δεν αφήνει πολλά περιθώρια για μια ουσιαστικότερη συζήτηση, η οποία πρέπει να αφορά τόσο την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης όσο και την ποιότητα της παραγόμενης νέας γνώσης.
Ο τρόπος διοίκησης των πανεπιστημίων δεν πρέπει να είναι αυτοσκοπός, δεν πρέπει να ικανοποιεί φιλοδοξίες και να κατανέμει εξουσίες, αλλά να υπηρετεί την πραγματική αποστολή των ΑΕΙ, δηλαδή την όσο το δυνατόν πληρέστερη παραγωγή και μετάδοση γνώσης προς όφελος των φοιτητών και της ελληνικής κοινωνίας.
Οι διάφοροι δημόσιοι οργανισμοί, πολλές φορές στη χώρα μας, εκτρέπονται από τον πραγματικό τους στόχο, να υπηρετούν, δηλαδή, την κοινωνία. Συχνά, με τον τρόπο οργάνωσής τους και κυρίως με τον τρόπο λειτουργίας τους, φαίνεται να εξυπηρετούν περισσότερο τους εργαζομένους τους και λιγότερο αυτούς στους οποίους οφείλουν πραγματικά την ύπαρξή τους.
Τα ΑΕΙ δεν πρέπει, σε καμία περίπτωση, να δίνουν την εντύπωση ότι ακολουθούν τέτοιες πρακτικές, ότι, δηλαδή, ενδιαφέρονται περισσότερο να εξυπηρετήσουν τους εργαζομένους σ? αυτά και ότι τοποθετούν σε δεύτερη μοίρα το ενδιαφέρον τους για τους φοιτητές και την κοινωνία. Η εξασφάλιση καλών συνθηκών εργασίας για τους καθηγητές όλων των βαθμίδων και για τους διοικητικούς υπαλλήλους πρέπει να υπηρετεί αποκλειστικά τον κύριο στόχο των ΑΕΙ, δηλαδή τη συνεχή βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης και της παραγόμενης νέας γνώσης, με εξωστρέφεια, αξιολόγηση του έργου τους και λογοδοσία προς την κοινωνία.
Εξασφάλιση υλικών και άυλων συνθηκών για την καλύτερη δυνατή διαδικασία παραγωγής και μετάδοσης της γνώσης σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι σε διοικητικές θέσεις πρέπει να απολαμβάνουν εργασιακή σταθερότητα και ασφάλεια και να έχουν αξιοπρεπείς αποδοχές, προκειμένου να εκτελούν με συνέπεια τα διοικητικά τους καθήκοντα. Ακόμη περισσότερο, οι καθηγητές όλων των βαθμίδων πρέπει, πέραν της εργασιακής σταθερότητας, της ασφάλειας και της αξιοπρεπούς διαβίωσης, ανάλογης με τα υψηλά προσόντα τους, να απολαμβάνουν και την απόλυτη ακαδημαϊκή ελευθερία για να ασχολούνται απερίσπαστα (π.χ. χωρίς καταλήψεις κτηρίων) με το εκπαιδευτικό και ερευνητικό τους έργο.
Πόσα από τα παραπάνω αυτονόητα είναι εξασφαλισμένα στη σημερινή Ελλάδα; Αυτό αποτελεί ένα από τα πολλά ζητούμενα. Ούτε οι καλές συνθήκες εργασίας (κατάλληλοι χώροι, σύγχρονος εξοπλισμός, εργασιακή σταθερότητα και ασφάλεια, ικανοποιητικές αποδοχές κ.λπ.) είναι δεδομένες, αλλά ούτε και η αφοσίωση των εργαζομένων στο διοικητικό, εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο τους αποτελεί πάντοτε τον κανόνα, για διάφορους λόγους.
Συχνά, οι φοιτητές, μετά τον πραγματικό «αγώνα» που κάνουν με το σημερινό σύστημα για να εισαχθούν στο πανεπιστήμιο, συναντούν συνθήκες εκπαίδευσης που τους αποθαρρύνουν και τους απογοητεύουν. Τόσο οι κτηριακές υποδομές και ο εξοπλισμός όσο και η μαθησιακή διαδικασία και η φοιτητική μέριμνα δεν είναι πάντα σε ικανοποιητικό επίπεδο. Αρκετοί φοιτητές, αντί να νιώθουν υπερήφανοι που κατόρθωσαν να εισαχθούν στην Ανώτατη Εκπαίδευση, εγκαταλείπουν την προσπάθεια και ασχολούνται αποκλειστικά με εξωπανεπιστημιακές δραστηριότητες, ενώ, συχνά, και η ελληνική κοινωνία νιώθει απογοήτευση από τα ΑΕΙ της χώρας μας.
Προφανώς, οι διοικήσεις των ΑΕΙ δεν μπορούν να διορθώσουν όλα τα προβλήματα που αναφέρθηκαν. Για πολλά από τα παραπάνω η πολιτεία έχει την απόλυτη ευθύνη, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια της οικονομικής κρίσης, όπου η χρηματοδότηση για υποδομές και προσωπικό γίνεται με το σταγονόμετρο και κινδυνεύει ακόμη και ο δημόσιος χαρακτήρας της εκπαίδευσης.
Οι διοικήσεις των ΑΕΙ μπορούν, όμως, να βελτιώσουν υποδομές και εξοπλισμούς και να βρουν πρόσθετους πόρους, επιδιώκοντας χορηγίες και αξιοποιώντας την περιουσία όσων Ιδρυμάτων διαθέτουν. Μπορούν, ακόμη, να εμπνεύσουν στους εργαζομένους, δηλαδή στους καθηγητές και στο διοικητικό προσωπικό, μεγαλύτερη αφοσίωση στο έργο τους και απόλυτη συνέπεια στα καθήκοντά τους, με σεβασμό στους νόμους και στους κανονισμούς, ώστε να αποτελούν παράδειγμα για τους φοιτητές.
Οι διοικήσεις των ΑΕΙ, μέσα σε κλίμα συνεργασίας και συνεννόησης με όλους, τόσο με την πολιτεία όσο και με τα Συμβούλια των Ιδρυμάτων, με τους καθηγητές και το διοικητικό προσωπικό, μπορούν να βελτιώσουν το παραγόμενο εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο, θέτοντας ως πρώτο και κύριο στόχο την όσο το δυνατόν πληρέστερη ικανοποίηση των προσδοκιών, τόσο των φοιτητών όσο και της ελληνικής κοινωνίας.