Η υπόθεση των τροπολογιών και ρυθμίσεων της ενδεκάτης ώρας στο νόμο για το Ελληνικό, λέει πολλά για το αμετανόητο πολιτικό σύστημα, αλλά επίσης υποβάλλει τι πρέπει να γίνει αμέσως για να μην εκτραπεί η κοινοβουλευτική λειτουργία, για να μην πυροδοτηθεί η πολιτική ζωή και για να μην αναληφθούν δεσμεύσεις οριστικές και αμετάκλητες, όπως η μορφή του θαλάσσιου μετώπου της πρωτεύουσας, μέσα σε μια ειδική συγκυρία κοινοβουλευτικής αναστάτωσης, πολιτικής ρευστότητας και απουσίας κοινωνικού ελέγχου. Ο δρόμος για την κόλαση μπορεί να είναι στρωμένος με καλές προθέσεις – ακόμη κι αν παραβλέψει κανείς τις μπετονιέρες που χαίρονται στην αναμπουμπούλα…
Οι τροποποιήσεις που επήλθαν στο αρχικό σχέδιο νόμου μετά την κατάθεσή του στη Βουλή και μετά τη συζήτησή του στην αρμόδια επιτροπή, αν εφαρμόζονταν και στο βαθμό που θα εφαρμοστούν, οδηγούν από τα παραδείσια όνειρα του «ούτε ένα κυβικό τσιμέντο» στον ακραίο, έστω καλόπιστο, ρεαλισμό της πλήρους τσιμεντοποίησης και της μετατροπής της φαληρικής ακτής σε ένα παράλιο τσιμεντένιο «τείχος του αίσχους». Πέρα όμως από την αισθητική, που είναι δικαίωμα του καθενός, και τις προτεραιότητες, που ασφαλώς μπορούν να περιγράφονται και να γίνεται η μία ή η άλλη επιλογή, υπάρχει ένα ζήτημα θεμιτών κοινοβουλευτικών και πολιτικών πρακτικών. Θέλουμε να γίνει το Ελληνικό σαν τη Σμύρνη; Είναι στο χέρι μας να χαρίσουμε στους επόμενους εκτός από χρέη και μια ακτή πιστό αντίγραφο με τη ντροπή της Αθήνας, όπως την αντικρίζει κανείς από την Ακρόπολη. Με ηθικούς όρους δεν είναι δικαίωμά μας, πρακτικά όμως είναι στο χέρι μας, όπως οι προηγούμενες γενιές ιεράρχησαν ως κορυφαία ιδέα που δεν την είχαν άλλοι την αντιπαροχή και έφτιαξαν το σημερινό Λεκανοπέδιο. Μπορεί, όπως και άλλοι πριν από εμάς, να δείξουμε την ίδια αδιαφορία για το αύριο – αλλά τουλάχιστον έχουμε διανύσει μια πολιτισμική και πολιτική διαδρομή που δίνει στη σημερινή ελληνική κοινωνία το δικαίωμα μιας συζήτησης εύλογου χρόνου, με διαφάνεια και ανάληψη της ευθύνης. Είναι να απορεί κανείς πώς γίνεται ανεκτή, μέσα σε μια πολιτική ζωή χωρίς αρχές, χωρίς όρια και χωρίς θεσμικά αντίβαρα, η μετακίνηση της ίδιας κυβερνητικής πλειοψηφίας, των ίδιων προσώπων, του ίδιου κόμματος, από το ένα άκρο στο άλλο, σαν να πρόκειται για κάτι αναμενόμενο και φυσιολογικό. Αλλά σήμερα, λίγες μέρες πριν από την ώρα της κρίσεως στην κάλπη της κρίσης, τέτοια σήματα έχουν διαφορετική βαρύτητα. Ας δούμε ορισμένες σκέψεις που υποβάλλει η θλιβερή αυτή εικόνα της Βουλής:
α. Η ανάγκη ριζικού περιορισμού της δυνατότητας των υπουργών να επιφέρουν αλλαγές στα νομοσχέδια μετά τη συζήτησή τους στις επιτροπές. Η αλλαγή ενός ποσοστού (εν προκειμένω ο μέγιστος συντελεστής δόμησης από 0,20 σε 0,25 στο παράκτιο μέτωπο), ή μιας παραμέτρου (όπως το μέγιστο ύψος που από τα 10 πήγε στα 16 (!) και μετά υποχώρησε ξανά στα 11 μέτρα), ή ακόμη και μια εντελώς νέα ρύθμιση (όπως η δυνατότητα οικιστικής δόμησης έως το 40% του συνόλου του παράκτιου μετώπου), μπορεί, όπως συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αλλοιώνει την ουσία του νομοθετήματος. Επιπλέον, είναι εντελώς αδιανόητο να μην ενημερώνεται το Κοινοβούλιο για το οικονομικό αντίκρισμα των αλλαγών που επέρχονται, εν προκειμένω για μια εκτίμηση της αξίας, σε οικονομικούς όρους, των αλλαγών που προτείνονται στους συντελεστές. Πέραν του ειδικού, η Βουλή πρέπει να ξαναδεί το όριο των κάθε είδους τροποποιήσεων ενός σχεδίου νόμου, που θα καθιστά υποχρεωτική την επανακατάθεσή του και την εκ νέου εισαγωγή του στην αρμόδια επιτροπή.
β. Το δείγμα γραφής μιας νέας ηγεσίας. Ενόψει των αντιδράσεων και βουλευτών του ΠΑΣΟΚ στις προταθείσες αλλαγές, ακόμη και σε αυτές που απέμειναν μετά την (επανα)τροποποίηση του σχεδίου, ο κ. Βενιζέλος έχει την ευκαιρία και την υποχρέωση να πάρει θέση ως ο αρχηγός του κόμματος που έχει τη γενική ευθύνη και όλες τις επιμέρους αρμοδιότητες: στο ΠΑΣΟΚ (και μάλιστα στο δικό του στενό κύκλο) ανήκουν οι βουλευτές που αντέδρασαν, στο ΠΑΣΟΚ ανήκει ο αρμόδιος υπουργός, το ΠΑΣΟΚ είναι το κόμμα-πυλώνας για την κοινοβουλευτική πλειοψηφία της κυβέρνησης Παπαδήμου. Για ένα έργο που θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την εικόνα του Λεκανοπεδίου για δεκαετίες, για ένα έργο που θα δίνει 2-3% του ΑΕΠ για τουλάχιστον μία δεκαετία, για το μεγαλύτερο έργο ανάπλασης στην Ευρώπη στο ορατό μέλλον, ο κ. Βενιζέλος δεν μπορεί να παραμείνει αμέτοχος.
γ. Η λειτουργία της Βουλής έως τις εκλογές. Η εμπειρία του παρελθόντος δείχνει το δρόμο (προς αποφυγή). Το 2004 η απόφαση να μην κλείσει η Βουλή αμέσως μετά τη δρομολόγηση της αλλαγής ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ, οδήγησε στην υπόθεση της τροπολογίας Πάχτα (και τότε με αντικείμενο την οικιστική δόμηση σε προνομιακή περιοχή). Η Βουλή, μέχρι τη διάλυσή της, στις 6 Απριλίου, θα πρέπει, με δέσμευση των κομμάτων που συγκυβερνούν, να μην ασκήσει καμία δραστηριότητα νομοθετικού χαρακτήρα που δεν επιβάλλεται ρητά και με χρονοδιάγραμμα από τις δανειακές υποχρεώσεις της χώρας. Ούτε νομοσχέδια για την Παιδεία, ούτε μεγαλεπήβολα σχέδια του ενός ή του άλλου υπουργού. Τίποτε – εκτός από τα απολύτως απαραίτητα. Τίποτε – εκτός από τις δεσμεύσεις. Γιατί είναι φυσικό και ανθρώπινο ο υπουργός ή ο βουλευτής που θα κατέβει στις εκλογές, να σκέπτεται μόνο τις εκλογές και πώς θα εξευμενίσει τους εκλογείς, ενώ ο υπουργός ή ο βουλευτής που δεν θα κατέβει στις εκλογές να αδιαφορεί για την ετυμηγορία των πολιτών. Κανένα από τα δύο δεν είναι εγγύηση για ορθή κρίση.