Το ελληνικό έθνος ως πολιτικό έθνος

Δημήτρης Χριστόπουλος 30 Μαρ 2015

Η ιστορία της ιδιότητας του έλληνα πολίτη
από τα Επαναστατικά Συντάγματα ώς τις αρχές του 21ου αιώνα

 

*«Tο Ελληνικόν Έθνος, το υπό την φρικώδη Οθωμανικήν δυναστείαν, μη δυνάμενον να φέρη τον βαρύτατον και απαραδειγμάτιστο ζυγόν της τυρρανίας, και αποσείσαν αυτόν με μεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερον διά των νομίμων Παραστατών του, […] την Πολιτικήν αυτού Ύπαρξιν και Ανεξαρτησίαν». 

Έτσι κατέληγε η προμετωπίδα του Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδας που συντάχθηκε από την Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (16 Ιανουρίου 1822).

Το πολιτικό έθνος είναι το έθνος που προκύπτει από τη σύμπτωση των βουλήσεων των ανθρώπων που ζουν μαζί. Το πολιτικό έθνος είναι έθνος επιλογής και συνείδησης, υπό την έννοια ότι σφυρηλατεί τους δεσμούς αλληλεγγύης των μελών του πάνω στο κριτήριο της κοινής βούλησης του ανήκειν σε αυτό, ανεξαρτήτως της καταγωγής των ανθρώπων. Αντιθέτως, το φυλετικό έθνος είναι αυτό που προτάσσει ως αποκλειστικό κριτήριο αλληλεγγύης την καταγωγή. Τότε μόνο νιώθει ασφαλές. Υπό την έννοια αυτή, το πολιτικό έθνος δένει το παρόν κοιτώντας στο μέλλον, ενώ το φυλετικό σφυρηλατεί την ενότητα κοιτώντας στο παρελθόν που περισσότερο επινοεί παρά ανακαλύπτει.

Το ελληνικό έθνος έχει στοιχεία που παραπέμπουν και στις δύο ως άνω παραδόσεις που σχηματικά εν είδει εισαγωγής παρουσίασα. Στην ομιλία αυτή θα ανιχνεύσω στην σχεδόν δύο αιώνων ιστορία  της ιδιότητας του έλληνα πολίτη τα στοιχεία που επικαθορίζουν την υπεροχή του πολιτικού έναντι του φυλετικού χαρακτήρα του ελληνικού έθνους.

Ονομάζω  «αιώνα της συμπερίληψης» τον πρώτο αιώνα ζωής του ελληνικού κράτους, σχηματικά ώς την επαύριον της ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.  Το χαρακτηριστικό του αιώνα αυτού σε ό,τι αφορά το ζήτημα της ιθαγένειας είναι μια στρατηγική συμπερίληψης. Ο κανόνας της Ιταλίας του Massimo d’Azeglio «κάναμε την Ιταλία, ας κάνουμε τώρα τους Ιταλούς», στην ελληνική εκδοχή της ιδιότητας του πολίτη υπαγορεύει σε πρώτο χρόνο: «Κάνουμε την Ελλάδα», δηλαδή ολοκληρώνουμε εδαφικά τη χώρα, δημιουργώντας νέους πολίτες.  Το αρτισύστατο κράτος δημιουργεί πολίτες κερδίζοντας εδάφη, αλλά, σε κάθε περίπτωση, κάτι προσδοκά και από αυτούς. Και σε πρώτη φάση, το μόνο ασφαλές κριτήριο που η ελληνική πολιτεία έχει ώστε να εγγυηθεί τη νομιμοφροσύνη των νέων πολιτών είναι το θρησκευτικό. Σε αυτήν τη μακρόσυρτη συγκυρία, πάρα ταύτα, η θρησκευτική υπαγωγή είναι μόνο η εκκίνηση. Ο «Έλλην το γένος», δηλαδή ο επίγονος του μέλους του οθωμανικού rum millet, είναι το αυθεντικό δείγμα υπηκόου, αλλά η ζωτική προτεραιότητα κτήσης νέων επικρατειών εξ αντικειμένου μετριάζει την αξίωση αποκλειστικής συμπερίληψης του αυθεντικού δείγματος.

Ο αιώνας της συμπερίληψης είναι ο αιώνας του «κάνουμε την Ελλάδα», ένας αιώνας μιας ελληνικής ιθαγένειας δυνητικά ανοιχτής, εξ αντικειμένου εξωστρεφούς, καθώς το ενδιαφέρον είναι σε αυτούς –τους οθωμανούς υπηκόους κατά κύριο λόγο– που θα γίνουν πολίτες κατόπιν της κτήσης των νέων εδαφών.    

«Α.΄ Όσοι κάτοικοι της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν είναι Έλληνες. […] ΙΒ΄. Όσοι κάτοικοι της Ελλάδος δεν πιστεύουσιν εις Χριστόν είναι Μέτοικοι.» Το απόσπασμα αυτό από τηΝομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος που συντάχθηκε στα Σάλωνατο φθινόπωρο 1821 έχει ένα τροχιοδεικτικό ενδιαφέρον. Δεν φτιάχνει πολίτες, καθώς τα τοπικά πολιτεύματα δεν είχαν τέτοιες ιδιότητες, αλλά δείχνει με τον πιο εύγλωττο τρόπο την κατεύθυνση για τη συγκρότηση της ιδιότητας του πολίτη στην επαναστατημένη επικράτεια. Η πρώτη ύλη του έλληνα πολίτη δεν είναι εθνική. Είναι καταρχήν θρησκευτική.

Παρά το γεγονός ότι η ισοπολιτειακή παράδοση του 1821 μαρτυρά πως όντως «ο εξισωτικός λόγος του Ρουσώ είχε ευθύς εξαρχής πολύ μεγαλύτερη απήχηση από τον φιλελεύθερο λόγο του Βουλταίρου»,1 στην υπό συγκρότηση πολιτεία η πολιτική θρησκεία που κληροδότησε το εξισωτικό πρόταγμα του 1789 τίθεται υπό μιαν αίρεση: την υπαγωγή στο ελληνορθόδοξο γένος. Για το νέο κράτος, τα όρια της οικουμενικότητας των εν δυνάμει πολιτών είναι τα όρια του γένους.

Μπορεί λοιπόν ο Ρήγας στο σχέδιο Συντάγματός του να βλέπει την Ελληνική Δημοκρατία ως «μία, με όλον όπου συμπεριλαμβάνει εις τον κόλπον της διάφορα γένη και θρησκείας», ωστόσο, η πολιτεία που έπονταν κάθε άλλο παρά «δεν θεωρεί τις διαφορές των λατρειών με εχθρικόν μάτι», όπως προσδοκούσε, έστω και με τρόπο αντιφατικό, στα τέλη του 18ου αιώνα ο Φεραίος.

Η προσήλωση της ελληνικής ιθαγένειας στην αρχή της καταγωγής και το δίκαιο του αίματος, μολονότι διατρέχει με τρόπο ακαταγώνιστο τη μείζονα διαδρομή της, έχει γνωρίσει μια θεμελιακή εξαίρεση, που εντοπίζεται στις απαρχές της ιστορίας της. Αυτό δεν εκπλήσσει. Τα επαναστατικώ δικαίω νεοσύστατα κράτη πρέπει με κάποιον τρόπο να δημιουργήσουν τον λαό τους. Η δικαιοδοσία τους σε ανθρώπους οι οποίοι ζουν στο έδαφος που εκτείνεται η κυριαρχία τους αποτελεί, σε πρώτη φάση, ίσως το πλέον ασφαλές κριτήριο. Στο βαθμό που ο αγώνας για την εθνικοποίηση των συνειδήσεων των επαναστατημένων Ελλήνων είναι ακόμη στις απαρχές του, το στοιχείο του εδάφους αναζητά την πολιτικά πιο πρόσφορη συμμαχία του στη θρησκευτική πίστη.

«Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικράτειας πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες», κατά απαράλλαχτη σχεδόν διατύπωση όλων των Συνταγματικών κειμένων, ενώ το Προσωρινό Πολίτευμα της της Επιδαύρου του 1822 μεριμνά για δύο ακόμη κατηγορίες, τους «έξωθεν ελθόντες» και τους «ξένους» που έχουν την επιθυμία να πολιτογραφηθούν. Οι «έξωθεν ελθόντες» είναι οι χριστιανοί ετερόχθονες, ενώ οι «ξένοι» είναι οι δυτικοί φιλέλληνες. Έλληνες είναι οι χριστιανοί κάτοικοι ενός επαναστατικά ιδρυμένου κράτους, ενώ, σε γνώση μας, φαίνεται πως μόνο ο Κοραής έθεσε υπό αμφισβήτηση το αξίωμα αυτό στις Σημειώσεις του για το πολίτευμα της Επιδαύρου,2 εισάγοντας μια ρωγμή θρησκευτικής ελευθερίας στον θρησκευτικά ομοιογενή ιδεότυπο της ελληνικής ιθαγένειας ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα.

Ο πρώτος νόμος σχετικά με την ελληνική ιθαγένεια δημοσιεύτηκε μόλις το 1835. Το δίκαιο της ελληνικής ιθαγένειας αρχίζει σταδιακά να ομαλοποιείται από τη στιγμή που συγκροτείται το κράτος. Γίνεται ρητή αναφορά στην κτήση της ιθαγένειας από τους φιλέλληνες «τουλάχιστον διετίαν υπέρ της Ελληνικής ανεξαρτησίας υπερμαχήσαντες», ενώ εφεξής πλέον ο νομοθέτης στρέφει την προσοχή του στην ιθαγένεια του πατέρα διαρρηγνύοντας εν μέρει το κριτήριο της αυτοχθονίας, καθώς «έκαστος εκτός της Ελλάδος από πατέρα Έλληνα γεννηθείς, έχει το δικαίωμα της ελληνικής ιθαγένειας» (άρθρο 3). Σε ό,τι αφορά την πολιτογράφηση, συνεχίζει να ισχύει ο κανόνας για «τριετή αδιάκοπον διατριβή εντός της Ελλάδος» (άρθρο 5), ενώ η ελληνική ιθαγένεια αυτολεξεί «δύναται να χαρισθή […] εις ξένον αναδείξαντα ή αναδείξοντα λαμπράς εκδουλεύσεις εις το Κράτος, έχοντα έξοχα προτερήματα, εισάγοντας ανακαλύψεις ή λόγου αξίους βιομηχανίας  κλάδους, επιχειρούντα έργα ή ανεγείροντα καταστήματα κοινωφελή…».

Ο νόμος για την ιθαγένεια του 1835 ίσχυσε ώς το 1856, οπότε ψηφίστηκε ο Αστικός Ελληνικός Νόμος. Οι διατάξεις περί ιθαγένειας του Αστικού Νόμου επιβίωσαν για έναν ολόκληρο αιώνα, καθώς διατηρήθηκαν σε ισχύ ακόμη και μετά τη δημοσίευση του Αστικού Κώδικα του 1946, ώς τη δημοσίευση του Κώδικα της Ελληνικής Ιθαγένειας του 1955. Ο Κώδικας του 1955 δεν άλλαξε τις βασικές αρχές του δικαίου ιθαγένειας όπως αυτό είχε συγκροτηθεί έναν αιώνα πριν. Ο κανόνας της ιθαγένειας κατά τη διάρκεια του αιώνα αυτού βρίσκεται στη διατύπωση «Έλλην είναι ο εξ Ελληνος πατρός γεννηθείς» (άρθρο 14α του Αστικού Νόμου).

Ο «αιώνας της συμπερίληψης» της ελληνικής ιθαγένειας έφτασε στο τέλος του με την υπαγωγή όσων «Ελλήνων το γένος» ήταν δυνατόν εντός της ιδιότητας του έλληνα πολίτη με πολλαπλές τεχνικές: είτε μέσω προσαρτήσεων, είτε των ανταλλαγών, είτε με κατάταξη στον ελληνικό στρατό, είτε με απλή εγκατάσταση «εις τον παραχωρηθέντα αυτώ κλήρον» στο ελληνικό έδαφος υπό την ιδιότητα του «εποίκου ομογενούς», ο στόχος άγγιξε το ιστορικό του όριο. Εφεξής, οι προτεραιότητες  και οι κρατικές σκοπιμότητες δίνουν άλλη διαδρομή στην ιδιότητα του έλληνα πολίτη. Έπεται η εποχή της αναδίπλωσης της ελληνικής ιθαγένειας.

H ήττα της Μεγάλης Ιδέας και η ανταλλαγή πληθυσμών με την Τουρκία σηματοδοτεί το τέλος τoυ αιώνα της συμπερίληψης. Έκτοτε, με την εξαίρεση της προσάρτησης της Δωδεκανήσου –μολονότι χρονολογικά εκτός της εν λόγω περιόδου–, η ελληνική ιθαγένεια αναδιπλώνεται. Πλέον δεν κοιτά προς τα έξω –πώς θα κάνει δηλαδή Έλληνες–, διότι δεν προσδοκά τίποτε εκτός συνόρων. Οι ελληνικές αλυτρωτικές βλέψεις επί της «Βορείου Ηπείρου» είναι μάλλον ελάσσονος σημασίας για να μπορέσουν να τροποποιήσουν την όλη στρατηγική, ενώ η ετεροχρονισμένη προσάρτηση της Δωδεκανήσου δεν θέτει προκλήσεις για σοβαρές αλλαγές του εν λόγω καθεστώτος. «Έλληνας γεννιέσαι», πλέον. Η «εποχή της αναδίπλωσης» παρουσιάζει τα βασικά στιγμιότυπα της στρατηγικής της ιδιότητας του πολίτη στο ελληνικό εθνικό κράτος του «σύντομου 20ού αιώνα», όπου πλέον οι προτεραιότητες αλλάζουν. Το «Έλληνας γεννιέσαι» αντανακλά την περίοδο της ολικής εδραίωσης του δικαίου του αίματος όχι όμως μόνο ως απλή νομική τεχνική κτήσης της ιθαγένειας, αλλά κυρίως ως πολιτική ιδεολογία του ελληνικού εθνοφυλετισμού. «Έλληνας γεννιέσαι» εν προκειμένω υπονοεί κάτι περισσότερο από το νομικό γεγονός της κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας με τη γέννηση επειδή ο πατέρας (για το σύνολο σχεδόν της περιόδου στην οποία αναφερόμαστε) είναι Έλληνας.

Το «Έλληνας γεννιέσαι» αντανακλά στην περίοδο αυτή μια εθνικώς νομιμόφρονα ιδιότητα του πολίτη σε ένα κράτος «εθνικόν και ιδεολόγον». Το εν λόγω κράτος συγκροτεί μια ιδεολογία ανήκειν στο λαό στη βάση ενός απλού εθνοφυλετικού επιχειρήματος που μόνο το καθεστώς της επταετίας με παρρησία διακήρυξε, αλλά και άλλες κυβερνήσεις εννοούσαν. Ναι μεν λοιπόν «Έλληνας γεννιέσαι», αλλά αυτό δεν φτάνει. Η ιδιότητα του έλληνα πολίτη αξιώνει νομιμοφροσύνη στο «εθνικόν και ιδεολόγον» κράτος, ειδάλλως αφαιρείται. Για ένα μείζον τμήμα του 20ού αιώνα, οι αφαιρέσεις ιθαγένειας αποκτούν πλέον τα χαρακτηριστικά μιας πολιτειακής ρουτίνας. Ο αιώνας αυτός σε ό,τι αφορά το σκέλος των στερήσεων ιθαγένειας από τους Έλληνες «εσωτερικούς εχθρούς», μειονοτικούς από το 1926 ώς το 1998 και  αντιφρονούντες από το 1940 ώς το 1974, λήγει με την κατάργηση του περίφημου άρθρου 19 ΚΕΙ που προέβλεπε την απώλεια της ιθαγένειας όσων «αλλογενών» έφευγαν από τη χώρα χωρίς την πρόθεση επιστροφής.

Μετά το 1922, η ανησυχία πλέον είναι πώς θα ξεφορτωθούμε αυτούς που δεν καταφέραμε να «κάνουμε Έλληνες» ή αυτούς που δεν «γίνονται». Όσοι δεν ανταλλάχθηκαν αλλά και άλλοι αλλογενείς μπορούν εφεξής να στερούνται την ιδιότητα του πολίτη. Θα έλεγε λοιπόν κανείς ότι η ήττα της Μεγάλης Ιδέας συνιστά κατ’ αντανάκλαση και την ήττα ενός πιο «ανοιχτού» δικαίου ιθαγένειας στην Ελλάδα. Έως το 1923, το διακύβευμα στο χώρο της ιθαγένειας είναι να συμπεριλάβει. Η παραδοσιακή διάσταση μεταξύ αυτοχθόνων και ετεροχθόνων-ομογενών υποχωρεί, δίνοντας σταδιακά τη θέση της στην αντίστιξη μεταξύ ομογενών και αλλογενών, που αρχίζει πλέον και διατρέχει την ιστορία της ελληνικής ιθαγένειας.

Το 1961, εγκύκλιος του υπουργείου Εσωτερικών αναφέρει ότι:

… το Υπουργείον, εν τη ερμηνεία των όρων «ομογενής» και «αλλογενής» δεν ελάμβανεν ως μόνο κριτήριον την φυλετικήν καταγωγήν του προσώπου. Αντιθέτως μάλιστα, εν αρμονία και προς την γνώμην του Συμβουλίου Ιθαγενείας και προς τα εν τη επιστήμη κρατούντα, το Υπουργείον εδέχθη πάντοτε ότι κύριον κριτήριον προς διάκρισην ομογενών και αλλογενών είναι η εθνική συνείδησις. Ούτως, εις παρουσιασθείσας περιπτώσεις προσώπων ελληνικής φυλετικής καταγωγής εκρίθησαν αλλογενή ως εστερημένα Ελληνικής εθνικής συνειδήσεως, ενώ άλλα μη ελληνικής καταγωγής (Βαυαροί, Ισραηλίται) εθεωρήθησαν ομογενή ως εμφορούμενα υπό ελληνικής εθνικής συνειδήσεως. Ούτως η διάκρισις μεταξύ «ομογενούς» και «αλλογενούς» δεν θεμελιούται κυρίως επί της φυλετικής καταγωγής του προσώπου (εθνικότητας, θρησκείας, γλώσσης). Η φυλετική καταγωγή ή η εθνική προέλευσις του προσώπου δεν προσδιορίζει αύτη και μόνη την έννοιαν του ομογενούς ή αλλογενούς, αλλά αποτελεί επίκουρον στοιχείον προς συνεκτίμησιν εν τη όλη συγκεκριμένη κρίσει περί του χαρακτηρισμού του προσώπου ως ομογενούς ή αλλογενούς, η οποία κρίσις κατά κύριον λόγον θεμελιούται επί της εθνικής αυτού συνειδήσεως. 

«Φυλετική καταγωγή» και «εθνική συνείδηση»: όροι πάνω στους οποίους δομούνται οι σύνθετες αποχρώσεις του καθεστώτος της ελληνικής ιθαγένειας, κυρίως δε των δύο κρίσιμων ιδεοτυπικών ιδιοτήτων του: του ομογενή και του αλλογενή.  Πότε χρειάζονται και οι δύο ιδιότητες; Πότε αρκεί η «φυλετική καταγωγή»;  Πότε η «εθνική συνείδηση»;  Η ιστορία του καθεστώτος της ελληνικής ιθαγένειας επιφυλάσσει, αν μη τι άλλο, συναρπαστικές απαντήσεις. Η περίοδος που εξετάζουμε μαρτυρά τα ρευστά όρια της ταυτότητας του εσωτερικού εχθρού σε ένα πολιτειακό περιβάλλον το οποίο αντιλαμβάνεται τη στέρηση της ιθαγένειας ως κατεξοχήν διοικητικό μέτρο αντιμετώπισης αυτού του δισυπόστατου εχθρού: ταξικός, στο βαθμό που αναφέρεται στους έλληνες αντιφρονούντες (για τους οποίους γράφει ο Μάνεσης), και εθνικός, στο βαθμό που αφορά τους έλληνες μειονοτικούς.  Αυτές είναι οι ομάδες στόχου της περιόδου της αναδίπλωσης της ελληνικής ιθαγένειας. Το απόβαρο του ελληνικού λαού αντιμετωπίζεται με δραστικό τρόπο –ενίοτε πληρώντας τις προϋποθέσεις της ποινικής ενοχής, ενίοτε όχι– διά του μέτρου της στέρησης της ιδιότητας του πολίτη. Με τον τρόπο τούτον επιχειρείται να κλείσουν οριστικά οι ανοιχτοί λογαριασμοί των αλλογενών στην καταγωγή αλλά και στο φρόνημα με την ελληνική πολιτεία.

Αυτό που κατεξοχήν λοιπόν χαρακτηρίζει την περίοδο αυτή είναι ότι όσο οξύνονται οι πολιτικοί ανταγωνισμοί που κορυφώνονται με τον Εμφύλιο, το συστατικό όριο της καταγωγής αδρανοποιείται με ρητό τρόπο και εφεξής η «εθνική συνείδηση» είναι το ζωτικό κριτήριο. Αυτήν που φέρονται πως δεν έχουν οι ηττημένοι του Εμφυλίου εξού και εξομοιώνονται απολύτως με τους «εξ αίματος» αλλογενείς. Με απλά λόγια, οι έλληνες κομμουνιστές γίνονται ΕΑΜοβούλγαροι, ουσιαστικά μη Έλληνες. Το φρόνημα γίνεται γένος και το γένος φρόνημα. Αυτή είναι η ιδεολογική αποκορύφωση της αναδίπλωσης της ελληνικής ιθαγένειας: η άρνηση της ιδιότητας του πολίτη στους γενεολογικά φερόμενους ως ανήκοντες στο ελληνικό έθνος λόγω κομμουνιστικού φρονήματος. Η διαίρεση μεταξύ λαού και έθνους που σημαδεύει την ελληνική ιστορία του 20ού αιώνα έχει ως αναγκαία θεσμική απόληξη τη στέρηση της ιθαγένειας του «εσωτερικού εχθρού».

Με το τέλος του ψυχρού πολέμου, η ελληνική ιθαγένεια εισέρχεται στην πιο κρίσιμη δεκαετία που γνώρισε στον πολυτάραχο βίο της. Σε μια δεκαετία όπου οι αλλαγές στην πολιτική σκηνή της Ανατολικής Ευρώπης και το μεταναστευτικό κύμα προς την Ελλάδα θα θέσουν την ιστορία της ελληνικής ιθαγένειας ενώπιον όντως δύσκολων περιστάσεων. Πριν καν προλάβει να επιτελέσει την ταύτιση μεταξύ λαού και έθνους η οποία, στα μέσα ακόμη της δεκαετίας του ’80, ακόμη «απέχει από το να αποτελεί σταθερό κεκτημένο»3 βρίσκεται αντιμέτωπη με άλλους λαούς και άλλα έθνη. Για κάτι περισσότερο από ενάμιση αιώνα το «ποιος είναι έλληνας πολίτης» κοιτάει προς τους έλληνες απόδημους, ενώ πλέον θα πρέπει να  στοχεύσει τους αλλοδαπούς μετανάστες στην Ελλάδα.

Αν το 2010 δεν ήταν η χρονιά που επισήμως η Ελλάδα βυθίζονταν στη μεγαλύτερη κρίση χρέους της νεότερης ιστορίας της, το «νέο της χρονιάς» θα ήταν σίγουρα η αλλαγή που επήλθε στον Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας με το νόμο 3838/2010. Ο δημόσιος διάλογος που προκλήθηκε με το νόμο αυτόν (τον Μάρτιο του ’10) ήταν εξάλλου και ο τελευταίος που αυτόνομα απασχόλησε την ελληνική γνώμη και το πολιτικό σύστημα χωρίς να έχει σχέση με το περιώνυμο «μνημόνιο», το οποίο έκτοτε εύλογα μονοπωλεί τις συζητήσεις που πραγματοποιούνται σχετικά με το μέλλον της χώρας.   Έκτοτε το ποιος είναι έλληνας πολίτης αποτελεί μείζον πολιτικό ερώτημα και ιδεολογική διακύβευση πρώτης προτεραιότητας, με την οποία θα τελείωσω.

Αξιότιμες κυρίες και αξιότιμοι κύριοι,

Στο ελληνικό έθνος η έννοια της καταγωγής δεν παραπέμπει  σε εθνοτικές καταβολές. Εννοιολογικά, το πιο ενδιαφέρον πιστοποιητικό ταυτότητας της ελληνικής ιδιότητας του πολίτη είναι ότι η παντοδύναμη αρχή της καταγωγής jure sanguinis παραδόξως δεν παραπέμπει σε στοιχεία εθνότητας, αλλά στη θρησκευτική ένταξη στο ορθόδοξο γένος. Ο λόγος είναι προφανής: ιστορικά, η συγκρότηση του ελληνικού κράτους από την τρίτη δεκαετία του  19ου αιώνα έχει σαν θεμέλιο την κατασκευή ενός συλλογικού «εμείς», ενός marker που μόνο η θρησκεία μπορεί να είναι, ως στοιχείο ετεροπροσδιορισμού έναντι του αντιπάλου, δηλαδή της οθωμανικής κυριαρχίας.

«Στην επαναστατική Ελλάδα ο όρος έθνος δεν δηλώνει τη γλώσσα ή την καταγωγή, δηλ. την “εθνολογική” προέλευση, αλλά την κοινή συγκρότηση/ένταξη/υποταγή ορισμένου πληθυσμού σε ένα κράτος. Προϋπόθεση της ένταξης είναι εν προκειμένω η πίστη στον Χριστό και στην πολιτική Επανάσταση. Έτσι, ως “έθνος” χαρακτηρίζεται το σύνολο των κατοίκων ενός ανεξάρτητου χριστιανικού κράτους που αναγνωρίζει τα “φυσικά δίκαια”». Όπως καταλήγει και η Ε. Σκοπετέα: «εύκολα θα διαπιστώσει [κανείς] τη μετάβαση σε μιαν αποκλειστική θεώρηση που την εκφράζει η εξίσωση: πατρίς-πίστις=ελευθερία-εθνισμός».4

Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό πάντως είναι ότι το γεγονός πως η αφετηρία της συγκρότησης της ελληνικής πολιτικής κοινότητας αναπόδραστα σημαδεύεται από την υπαγωγή στο ορθόδοξο γένος δεν ήταν προϊόν ρατσιστικών συνδηλώσεων ή θρησκόληπτων επιλογών. Ήταν ανάγκη: «Ο πόλεμος ήτον γενικώς όλης της ελληνικής φυλής κατά των Μωαμεθανών, και τούτο ουδείς αρνείται».5 Η ταυτότητα των εξεγερμένων ετεροκαθορίζεται: το ελληνικό «we, the people» συγκροτείται από την αντίστιξή του με την οθωμανική κυριαρχία. «Επαρχίαι της Ελλάδος είναι όσοι έλαβον και θα λάβουν τα όπλα κατά της οθωμανικής δυναστείας» διαβάζει κανείς στο Κεφάλαιο Β΄ του Συντάγματος της Τροιζήνας. Ήδη δηλαδή από τα πρώιμα συνταγματικά κείμενα αυτό το στοιχείο πολιτικού βολονταρισμού συνυπάρχει με την όποια νομική στατικότητα του γένους. Φυσικά δεν υπήρξαν και πολλοί μουσουλμάνοι που πολέμησαν στο πλευρό των επαναστατών, αλλά φαίνεται πως όσοι –Αλβανοί κατά τεκμήριο– το έκαναν, ενδεχομένως και να δικαιώθηκαν διά της κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας.

Μέσα από το κέλυφος του ιδιότυπου θρησκευτικού εθνοφυλετισμού, η ιδιότητα του πολίτη στην Ελλάδα κρύβει έναν πυρήνα βαθύτατου πολιτικού βολονταρισμού, με όλες τις σημασίες του: το «ποιοι είμαστε» έχει ως όριο το γένος, διότι πρέπει να έχει ένα όριο, και το γένος είναι το μόνο ασφαλές στην περίοδο κατά την οποία οριοθετείται το νοερό σύνορο. Άλλο σύνορο –όπως η γλώσσα– συρρικνώνει. Η καταγωγή; Ανεξιχνίαστη και απατηλή… Σε τελευταία ανάλυση, κανενός ο γόνος δεν είναι έλληνας πολίτης μέσα στην αυτοκρατορία.  Η απάντηση στο ερώτημα ποιοι είναι οι «έλληνες το γένος» έχει διαφορετικές αναγνώσεις, το περιεχόμενο και ο τόνος των οποίων υπαγορεύεται τόσο από το ιστορικό βάρος του «γένους» όσο όμως και από τη χρηστικότητά του εντός της εκάστοτε συγκυρίας.

Ακόμα και αν εξετάσουμε τις πιο οδυνηρές ιστορικές στιγμές του 20ού αιώνα, όπως αυτήν της Κατοχής και του Εμφυλίου, βλέπουμε αυτόν τον πολιτικό βολονταρισμό να θριαμβεύει μέσω μιας άλλης εκδοχής, αυτής του εθνικιστικού ολοκληρωτισμού: το ότι οι έλληνες κομμουνιστές ανήκουν εκ καταγωγής στο γένος δεν συνιστά καθόλου εμπόδιο για τις μαζικές αφαιρέσεις της ελληνικής ιθαγένειας: «Η Ιθαγένεια δεν αφαιρείται από Έλληνες αλλά από “εαμοβούλγαρους”, “σλαβοσυμμορίτες”, “σλαβοκομμουνιστές”», όπως γράφει ο Μπαλτσιώτης. Αίφνης, οι έλληνες κομμουνιστές έγιναν «σλάβοι», κατ’ ουσίαν αλλογενείς. Καθόλου τυχαίο δεν είναι ότι, το 1944, το Συμβούλιο Ιθαγένειας αποφαίνεται πως άτομο ελληνικής καταγωγής το οποίο «δεν έχει ελληνικήν συνείδησην, δεν δύναται να θεωρηθεί ομογενής», ενώ, εν μέσω πλέον του Eμφυλίου, είδαμε ότι το όριο ελαστικοποιείται τελείως: όσοι με τη δράση τους δείξουν ότι στερούνται «εθνικής συνείδησης» εξομοιώνονται απολύτως με τους εκ καταγωγής αλλογενείς…

Βλέπει λοιπόν κανείς ότι, στο όνομα των όποιων πολιτικών σκοπιμοτήτων που επιβάλλει η συγκυρία στην ελληνική διοίκηση, το γένος είτε συμπιέζεται, με αποτέλεσμα να χάνουν την ιθαγένειά τους «εξ αίματος» Έλληνες που αποσκίρτησαν, είτε να αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια αλλογενείς που δηλώνουν πίστη. Και στις δύο περιπτώσεις, στα δύσκολα το «γένος» ακυρώνεται. Εξού και η αναπόδραστη αμφισημία της ταυτότητάς του. Για αυτό, σε περίπτωση αμφιβολίας, το «γένος» δεν φτάνει. Εκεί εισάγεται επιβλητικά  ο πολιτικός χαρακτήρας του έθνους.

Και έτσι καταλήγουμε στο σήμερα.

Η ιδιότητα του πολίτη έχει στρατηγικά χαρακτηριστικά ταυτοποίησης του συλλογικού υποκειμένου που λέγεται «λαός». Είναι κάτι σαν τον κρίσιμο «μάγειρα» της πολιτικής κοινότητας. Το δίκαιο της ιθαγένειας λοιπόν λειτουργεί ως ένα κανονιστικό είδωλο εξιδανίκευσης: προσπαθεί να δημιουργήσει αυτό που η πολιτική κοινότητα επιθυμεί να είναι, εισάγοντάς το στο χώρο του κανόνα. Έτσι, η υπαρξιακή επιθυμία καθίσταται δέον γενέσθαι. Για το λόγο αυτόν, το δίκαιο της ιθαγένειας όχι απλώς αποτελεί το πεδίο διαμάχης μεταξύ ιδεολογικών αντιπάλων, αλλά συγκροτεί περαιτέρω καθεαυτό το πεδίο της μάχης και στρατόπεδα με εξαιρετική αντοχή στο χρόνο. Η τομή στην ιδιότητα του πολίτη διαπερνά τις πιο εφήμερες διαφοροποιήσεις που σχετίζονται με εξόχως κρίσιμα ζητήματα της πολιτικής συγκυρίας. Έτσι συμβαίνει, λόγου χάρη, σήμερα με τη μετανάστευση και τα μνημόνια.

Η διαμάχη για την ιδιότητα του πολίτη είναι κατεξοχήν πυρήνας πολιτικής διακύβευσης και, σαν τέτοιος, ξεπερνάει το ζήτημα της διαχείρισης του μεταναστευτικού, όπως εσφαλμένα το συνδέει μεγάλο κομμάτι της Δεξιάς και της Αριστεράς. Όπως προσπάθησα να δείξω ενώπιών σας, η συζήτηση για την ιδιότητα του πολίτη δεν αφορά το μεταναστευτικό: επανέρχεται δι’ αυτού. Πριν από πενήντα χρόνια το ζήτημα «ελληνική ιθαγένεια» αφορούσε κομμουνιστές, και πριν από τριάντα μειονοτικούς της Θράκης. Αυτή την κρίσιμη διαμάχη δεν βλέπω πώς είναι δυνατό να την υποβαθμίσει κανείς. Είναι η διαμάχη μεταξύ «πολιτικού» και «φυλετικού» έθνους ενώπιον της οποίας δεν νοείται ουδετερότητα. Οι στρατηγικές επιλογές της ιδιότητας του πολίτη μάς «αποκαλύπτουν».

Το ελληνικό έθνος είναι και φυλετικό και πολιτικό συνάμα. Έθνος δηλαδή ως κοινότητα αλληλεγγύης των ανθρώπων που ζουν, εργάζονται, ευτυχούν και υποφέρουν μαζί, διότι έχουν κοινές βιοτικές σχέσεις κατοικώντας σε μια χώρα. Έθνος μπορεί να είναι η κοινότητα που χτίζει το μέλλον της ανεξαρτήτως της καταγωγής των ανθρώπων της, όπως πρώτος δίδαξε ο Παπαρρηγόπουλος. «Tα μάλιστα  μεγαλουργήσαντα των εθνών υπήρξαν προϊόν […] επιμιξίας. […] Μη μας ταράττη άρα η επιμιξία του νεωτέρου ελληνικού έθνους μετά πολλών ξένων? τουναντίον, δυστύχημα ίσως ήθελεν είσθαι εάν διέμενεν επί τοσούτου χρόνου διάστημα άμικτον και ιδιόρρυθμον […]».

Βλέπω, τέλος, στις μέρες που ζούμε να έρχεται η ορθή ερώτηση: Μια «ανοιχτή» κοινωνία ενός πολιτικού έθνους γιατί να είναι μια δίκαιη κοινωνία; Απαντώ: Ασφαλώς και δεν έχει κανέναν λόγο να είναι δίκαιη επειδή είναι ανοιχτή. Μια «κλειστή» κοινωνία πάντως δεν έχει ελπίδες να είναι δίκαιη. Το «ποιος είναι έλληνας πολίτης;» είναι ερώτημα που αξίζει να τίθεται. Ερώτημα που, σε τελευταία ανάλυση, αναπόδραστα σφυρηλατεί την κοινή μοίρα ανθρώπων που ζούνε σε αυτόν τον τόπο, ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές. Ή ίσως κυρίως σ’ αυτές.

Σας ευχαριστώ για την εξαιρετική τιμή της πρόσκλησης και την προσοχή σας.

 

 *  Το κείμενο αυτό εκφωνήθηκε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας την 25η Μαρτίου 2015

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Κ. Ν. Αλιβιζάτος, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη Νεοελληνική ιστορία. 1800-2010,  Πόλις, Αθήνα 2011, σελ. 43.

2. «Κατά το άρθρον τούτο όμως, διά να ήναι τις και να λέγεται έλλην, και να χαίρεται όλα τα δίκαια της Ελληνικής πολιτείας, δεν αρκεί να ήναι αυτόχθων κάτοικος της Ελλάδος, αλλά χρειάζεται να πιστεύη εις Χριστόν.  Όθεν αποκλείονται από την Ελληνικήν πολιτείαν και από την απόλαυσιν των πολιτικών δικαιωμάτων και οι Τούρκοι και οι Ιουδαίοι. Και δικαίως κατά το παρόν, αλλ’ όχι διότι δεν είναι Έλληνες, ουδέ διότι δεν πιστεύωσιν εις Χριστόν, αλλά δι΄ άλλας αιτίας αναγκαίας τας μετ’ ολίγα. Αν κατά το επόμενον άρθρον (§ ε) οι ξένοι διά μόνης της πολιτογράφησης γίνονται Έλληνες, πόσον γνησιώτεροι Έλληνες δεν πρέπει να λογίζωνται, όσοι Τούρκοι ή Ιουδαίοι εγεννήθησαν εις την Ελλάδα, και κατοικούν παις παρά πατρός προ πολλών ετών και πολλών εκατονταετηρίδων την Ελλάδα.» Αδ. Κοραής, Σημειώσεις εις το προσωρινόν πολίτευμα της Ελλάδος του 1822 έτους, επιμ. Θεμ. Π. Βολίδης, Αθήνα 1933. 

3. N. Αλιβιζάτος, «“Έθνος” κατά “Λαού” το 1940», σε: Δ.Γ. Τσαούση (επιμ.), Ελληνισμός, Ελληνικότητα,Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1983, σ. 90.

4. Έλλη Σκοπετέα, Το «Πρότυπο Βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα, Πολύτυπο, Αθήνα 1988, σ. 34.

5. Η της τρίτης Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνική Συνέλευσις, Πρακτικά, Αθήνα 1844, σ. 227.