Το ελληνικό δημόσιο χρέος δεν είναι βιώσιμο. Παρά τις προβλέψεις, δεσμεύσεις και υπολογισμούς η πραγματικότητα είναι δύσκολη, η βαθιά και παρατεταμένη ύφεση ανατρέπει όλα τα δεδομένα. Οι αναλυτές συγκλίνουν πλέον στην αναγκαιότητα σημαντικής μείωσης του δημοσίου χρέους της χώρας ως προϋπόθεσης εξόδου από την κρίση. Το ΔΝΤ έχει επίσης εκφραστεί επισήμως υπέρ ενός τέτοιου «κουρέματος». Συνεπώς, χωρίς να περιμένουμε το μακρινό 2020, πρέπει από τώρα να τεθεί το θέμα του τρόπου αντιμετώπισής του. Αν τα δάνεια χρησιμοποιούνται για εξόφληση των οφειλών και μόνο, «το 98% της βοήθειας πάει στους πιστωτές» («Ελευθεροτυπία» 28ης Ιουλίου 2013), δεν υπάρχει λύση. Χωρίς ανάπτυξη, χωρίς παραγωγή, χωρίς νέες θέσεις εργασίας δεν είναι δυνατόν να υπάρξει αντιμετώπιση του ελληνικού προβλήματος.
Ας δούμε λοιπόν τα πράγματα σε μια ρεαλιστική βάση. Το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο, με τη νέα δανειακή σύμβαση το δημόσιο χρέος έφτασε στο 170% του ΑΕΠ. Προβλέπεται μάλιστα να φτάσει το 175% του ΑΕΠ το 2013 (Economist/ «Καθημερινή» 11 Αυγούστου 2013). Ομως, μετά το PSI, οι κάτοχοι των ομολόγων του ελληνικού χρέους είναι κυρίως δημόσιοι δανειστές κι αυτό αλλάζει τα δεδομένα: «Το μεγαλύτερο μέρος του χρέους μετά το “κούρεμα”, δηλαδή το 76,7%, είναι χρέος προς τον ευρωπαϊκό προσωρινό μηχανισμό στήριξης EFSF». Ο ιδιωτικός τομέας, εκών ή άκων, συμμετείχε και πλήρωσε. Πρέπει χωρίς ταμπού να δούμε τώρα τις πτυχές που αφορούν τη συμμετοχή του δημοσίου τομέα: ομόλογα, τοκοχρεολύσια, δάνεια της Ε.Ε., της ΕΚΤ και των κρατών-μελών της. Πρέπει τώρα να εργασθούμε πάνω σε μια άλλη προσέγγιση, όχι απλά ενός νέου «κουρέματος», αλλά πλήρους μετατροπής των κεφαλαίων αποπληρωμής του ελληνικού χρέους σε αναπτυξιακά κεφάλαια. Παρότι η απλή διαγραφή του ελληνικού επισήμου χρέους θα ήταν πολύ θετική, εκτιμάται ότι λόγω πολιτικών περιπλοκών, κάτι τέτοιο δεν θα λάβει χώρα άμεσα. Αν γίνει, εικάζεται ότι θα αφορά μάλλον ένα μικρό μέρος με νέους σκληρούς όρους, νέο Μνημόνιο, κ.ο.κ. Χρειάζεται, συνεπώς, παράλληλα με τις άλλες υπό διερεύνηση δυνατότητες, μια διαφορετική προσέγγιση, μια άλλη λογική και βεβαίως ισχυρή πολιτική βούληση και απόφαση.
Αν δεχθούμε αυτή την άλλη λογική, τότε θα πρέπει να εξετάσουμε την υπάρχουσα διεθνή εμπειρία. Σε διμερές επίπεδο πολλά ευρωπαϊκά κράτη έχουν προβεί σε διαγραφή, μέρους ή του συνόλου του χρέους των φτωχών, αναπτυσσομένων χωρών. Επίσης, σε πολυμερές επίπεδο διεθνείς οργανισμοί έχουν προβεί σε διαγραφή του χρέους των φτωχών χωρών, μέσα από ειδικά προγράμματα.
Πέρα όμως από τη διαγραφή του χρέους, υπάρχει και μια άλλη δυνατότητα: να μετατραπούν τα αντίστοιχα ποσά των αποπληρούμενων δανείων και ομολόγων που λήγουν σε αναπτυξιακά κεφάλαια. Ο σκοπός της επιχείρησης αυτής είναι να χρησιμοποιηθούν τα ποσά αυτά για την ανάπτυξη, κάτω από κοινή (π.χ. Ελλάδα και δανειστές) επίβλεψη και αυστηρό εννοείται, έλεγχο της χρήσης τους. Ετσι, αν μια χώρα έχει να αποπληρώσει συνολικά 10 δισ. ευρώ για ένα οικονομικό έτος σε πιστωτές δημοσίου χαρακτήρα, το ποσό αυτό δεν καταβάλλεται στους πιστωτές, αλλά παραμένει στη χώρα και μετατρέπεται, μέσω ειδικού Ταμείου, σε κεφάλαιο για αναπτυξιακά προγράμματα (υγεία, εκπαίδευση, υποδομές, επενδύσεις, νέες τεχνολογίες, κ.ο.κ.).
Το σχέδιο, γνωστό ως Χρέος για την Ανάπτυξη (Debt for Development) αποτελεί συνήθη διεθνή πρακτική. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες-μέλη της Ε.Ε., όπως π.χ. Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία κ.ά. αλλά και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έχουν αντίστοιχη εμπειρία σε διάφορα σημεία του πλανήτη. Το όφελος είναι πολλαπλό. Η οικονομία της χρεωμένης χώρας ανακάμπτει, αφού τα κεφάλαια αυτά επενδύονται άμεσα, οι επιχειρήσεις εγχώριες ή ξένες υλοποιούν δράσεις, η εθνική παραγωγή ενισχύεται, η ανεργία υποχωρεί, οι κοινωνικές πολιτικές ενδυναμώνονται.
Μπορούμε συνεπώς να φανταστούμε σήμερα ένα αντίστοιχο πρόγραμμα και για σχετικά πλούσιες χώρες που βρίσκονται σε κρίση. Η Ελλάδα δεν είναι φυσικά μια φτωχή χώρα, αλλά μια χώρα σε βαθιά κρίση. Σύμφωνα με τον καθηγητή κ. Π. Κορλύρα «οι αγορές, βέβαια, προεξοφλούν ένα δεύτερο “κούρεμα” του ελληνικού χρέους, το οποίο σήμερα βρίσκεται στην πλειονότητά του σε “επίσημους” φορείς, το OSI. Αυτό δεν μπορεί εκ προοιμίου να αποκλειστεί ως ενδεχόμενο, και για πολλούς αναλυτές και παράγοντες της αγοράς θεωρείται αναπόφευκτο» (βλ. άρθρο του με τίτλο «Η προοπτική εξόδου από την κρίση» στο περιοδικό του ΚΕΠΕ «Οικονομικές Εξελίξεις», τ. 18, Ιούνιος 2102, http://www.kepe.gr/pdf/Outlook/teyxos_18gr.pdf).
Σύμφωνα με άρθρο του κ. Ζήρα στην «Καθημερινή» (kathimerini.gr 04/11/2012) «…στο προσκήνιο βρίσκονται άλλες εναλλακτικές ελάφρυνσης του χρέους με τη συμμετοχή και του επίσημου τομέα, η αποτελεσματικότητα των οποίων ήδη αμφισβητείται, αλλά μέσω των οποίων η Ευρωζώνη θα “αγοράσει” χρόνο:
1. Η επαναγορά ομολόγων που έχουν στην κατοχή τους οι ιδιώτες πιστωτές και διαπραγματεύονται σε πολύ χαμηλές τιμές.
2. Η μείωση των επιτοκίων των διακρατικών δανείων που χορηγήθηκαν στην Ελλάδα με το πρώτο Μνημόνιο.
3. Η παραίτηση των κεντρικών τραπεζών της Ευρωζώνης από τα κέρδη που έχουν από τα ελληνικά κρατικά ομόλογα».
Θα μπορούσα να προσθέσω τη δυνατότητα επιμήκυνσης των δανείων. Με βάση συνεπώς τα σημερινά δεδομένα χρειάζεται μια νέα πρωτοβουλία αντιμετώπισης του προβλήματος, μια «πρωτοβουλία εναντίον της κρίσης». Σε ένα τέτοιο πρόγραμμα, όλοι θα έχουν τον ρόλο τους: κράτη, επιχειρήσεις, ΣΔΙΤ, Τράπεζες και διεθνείς οργανισμοί, όλοι μπορούν να συνεργαστούν και να αποκομίσουν οφέλη, δίνοντας ώθηση στην αναπτυξιακή προσπάθεια με σχέδιο, διαφάνεια και διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των δράσεων. Ετσι, αν π.χ. η Ελλάδα έχει να αποπληρώσει 10 δισ. κάθε χρόνο σε δημόσιους πιστωτές της Ε.Ε. και γνωρίζοντας ότι η πρόσβασή της στην αγορά είναι αδύνατη για τα επόμενα χρόνια, δεν μένει άλλη λύση παρά η διαγραφή του χρέους (όπως προαναφέρθηκε) ή, εναλλακτικά, η μετατροπή του ποσού αυτού σε ταμείο για αναπτυξιακό πρόγραμμα.
Η Ελλάδα και οι δημόσιοι δανειστές της Ε.Ε. θα συμφωνούσαν σε υλοποίηση αναπτυξιακών προγραμμάτων για την τόνωση της οικονομίας, την ανάκαμψη και την έξοδο από την κρίση με οργανωμένο τρόπο. Ετσι η Ελλάδα όχι μόνο δεν θα κινδυνεύει να κάνει στάση πληρωμών, αλλά θα είναι μέτοχος σε ένα οργανωμένο πρόγραμμα, που θα χρησιμοποιεί ένα «Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Ανάπτυξη της Ελλάδας» στο οποίο θα κατατίθενται τα ποσά που προορίζονταν για αποπληρωμή των δημοσίων πιστωτών. Οι τελευταίοι και ειδικά τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. θα μπορούν να υποστηρίξουν ενώπιον των κοινοβουλίων και των πολιτών τους ότι δεν πρόκειται για απλή και δυσάρεστη γι’ αυτούς διαγραφή χρέους, αλλά για μετατροπή του σε επενδυτικά σχέδια, στα οποία και οι εθνικές τους επιχειρήσεις καλούνται να συμμετάσχουν υπό καθεστώς ελεύθερου ανταγωνισμού. Το προτεινόμενο ταμείο θα λειτουργεί με πρόβλεψη των μέσων παρέμβασης και ικανό μηχανισμό παρακολούθησης της πορείας υλοποίησης των έργων.
Το σχέδιο αυτό είναι εφαρμόσιμο και ρεαλιστικό. Προϋποθέτει την εκπόνηση ενός ελληνικού εθνικού σχεδίου οικονομικής ανασυγκρότησης με τομείς προτεραιότητας (υποδομές, αγρο-διατροφικό πλέγμα, εκπαίδευση, τοπική ανάπτυξη, νέου τύπου διοίκηση), με στόχο τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Προϋποθέτει επίσης την ύπαρξη ισχυρής πολιτικής βούλησης της Ε.Ε. ειδικά τώρα που απαιτείται συνολική αντιμετώπιση της κρίσης στην Ευρωζώνη. Ετσι, πέρα από «τραπεζική ένωση», ευρωομόλογα, επιμηκύνσεις, αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ, κ.ο.κ, μπορεί να δημιουργηθεί ένα πανίσχυρο εργαλείο κατά της κρίσης με αναπτυξιακό χαρακτήρα. Είναι προτιμητέο, για ευνόητους λόγους, η επίλυση του προβλήματος εντός της Ε.Ε., γι’ αυτό και αποκαλώ αυτό το ταμείο «ευρωπαϊκό».
Ετσι οι μεταρρυθμίσεις θα γίνουν και οι δεσμεύσεις θα τηρηθούν υπό τον όρο ότι υπάρχει ορατή διέξοδος. Μια διέξοδος αναπτυξιακής υφής, που δίνει προοπτική στη χώρα και θα θέτει το όλο δημοσιονομικό πρόβλημα σε μια νέα και ρεαλιστική βάση.