Το έλλειμμα διαλόγου

Πάσχος Μανδραβέλης 28 Ιουν 2013

Οι θεσμοί διαβούλευσης των κυβερνητικών αποφάσεων ήταν πρωθύστερες για μια χώρα που σαράντα σχεδόν χρόνια μετά την επάνοδο της Δημοκρατίας δεν έμαθε να διαλέγεται. Οχι μόνο στο Κοινοβούλιο αλλά και σε κάθε είδους συλλογικότητα. Ας σκεφθούμε την αποτυχημένη απόπειρα αναδιάρθρωσης της ΕΡΤ που επιχείρησε ο κ. Ηλίας Μόσιαλος.

Οι αντιδράσεις στην πρόταση του πρώην υπουργού ήταν άμεσες και ισοπεδωτικές. Κατ’ αρχήν από την τότε αξιωματική αντιπολίτευση διά στόματος του κ. Σίμου Κεδίκογλου: «Η συρρίκνωση της ΕΡΤ είναι προς όφελος ξένων και ιδιωτικών συμφερόντων και δεν θα αφήσουμε αυτό να γίνει». «Η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες κι όχι σε μια δράκα αλητών της πολιτικής που τη μετέτρεψαν σε περίγελο του κόσμου και τώρα μάς νουθετούν κι από πάνω», έγραφε σε ανακοίνωσή της η ΠΟΣΠΕΡΤ. «Την άμεση αντίθεσή τους στο κυβερνητικό σχέδιο «αναδιοργάνωση της ΕΡΤ», που παρουσίασε σήμερα με συνέντευξή του ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος, Ηλίας Μόσιαλος, εξέφρασαν αμέσως μετά σε κοινή αγωνιστική συνεδρίασή τους όλες οι Ομοσπονδίες, Ενώσεις Συντακτών και Ενώσεις των εργαζομένων στον χώρο του Τύπου», έλεγε το διασωματειακό των εργαζόμενων στα ΜΜΕ, ενώ η ΕΣΗΕΑ προχωρούσε σε κυλιόμενες 24ωρες απεργίες.

Συνεπώς οι θεσμοί διαβούλευσης δεν έχουν καμιά ελπίδα σε μια χώρα που ως δόγμα έχει το «μην μιλάτε για να γίνει ο διάλογος». Τι άλλο νόημα έχει το αίτημα των συνδικάτων ότι «ο διάλογος πρέπει να γίνει από μηδενική βάση», ή «πρέπει να αποσυρθούν οι κυβερνητικές προτάσεις για να προσέλθουμε στον διάλογο»;

Από το «δεν δικαιούσθε διά να ομιλείτε», μέχρι το «κανένας διάλογος μέχρι την τελική νίκη» υπάρχει ένα νήμα άρνησης της ουσίας της Δημοκρατίας. Η Δημοκρατία δεν είναι μόνο ψηφοφορίες· αυτό είναι το επιστέγασμά της. Προϋποθέτει διάλογο και αφήνει περιθώριο -έστω- για συγκλίσεις, να βρεθεί κοινός τόπος. Αυτό φυσικά δεν κάνει αναπόφευκτη τη σύγκρουση· εντός δημοκρατικού πλαισίου, πάντα. Μπορεί τελικώς οι διαφορές να είναι τόσο ριζικές και ο διάλογος να μην καρποφορήσει. Τότε, βεβαίως, η ίδια η Δημοκρατία αφήνει δικλίδες λελογισμένης σύγκρουσης· απεργίες, πορείες, συμβολικές διαμαρτυρίες κ.λπ. Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι και αυτό το κάνουμε ανάποδα. Οι αγώνες προηγούνται του διαλόγου κι εξαιτίας αυτού έγιναν πληθωριστικοί· στην ΕΡΤ οι απεργίες ήταν καθημερινές και οι ανακοινώσεις στην τηλεοπτική οθόνη της ΠΟΣΠΕΡΤ είχαν γίνει ανέκδοτο.

Ο πληθωρισμός του αγώνα όμως τον κάνει με τον καιρό αναποτελεσματικό. Παύει να είναι μέσο διεκδίκησης στην κατάληξη του διαλόγου, αλλά γίνεται στεγνή τελετουργία. Για να προκαλέσει το ενδιαφέρον πρέπει να γίνει είτε πιο ευφάνταστος, είτε πιο άγριος. Επειδή οι συνδικαλιστές δεν φημίζονται για τη φαντασία τους και οι καταλήψεις έχουν γίνει μεροδούλι, μεροφάι.

Το τελικό αποτέλεσμα είναι να μην προχωράει τίποτε μέχρι που, υπό το φάσμα της χρεοκοπίας, μπαίνει φωτιά στα ξερά και τα χλωρά, κόβουν οριζόντια μισθούς, συντάξεις, δικαιώματα. Στα καφενεία αρχίζουν να αναρωτιούνται για τον «λοχία που θα μάς σώσει», ενώ οι πιο ψαγμένοι φέρνουν αντιρρήσεις μιλώντας για «ταγματάρχη της KGB». Το χειρότερο δε είναι ότι η ψήφος στη Χρυσή Αυγή, από διαμαρτυρία μετατρέπεται σε πολιτική στάση.