Αν αναρωτιέται κανείς για την ποιότητα του πολιτικού μας συστήματος δεν έχει παρά να παρακολουθήσει με προσοχή τη συζήτηση που διεξάγεται το τελευταίο διάστημα για την αλλαγή του εκλογικού συστήματος. Δηλαδή για μια μείζονα θεσμική αλλαγή, η οποία, παρότι είναι γνωστό ότι θα έχει σημαντική επίδραση στο πώς θα κυβερνηθεί η χώρα στα επόμενα κρίσιμα χρόνια, αντιμετωπίζεται από όλες τις πολιτικές δυνάμεις με απίστευτη ελαφρότητα και με καταφανή την πρόταξη μικροκομματικών σκοπιμοτήτων.
Όπως έχω γράψει επανειλημμένα, το ισχύον εκλογικό σύστημα, με βάση τα σημερινά πολιτικά δεδομένα, αφενός μεν παραβιάζει πολλαπλά και κατάφωρα την συνταγματική αρχή της πολιτικής ισότητας, υπό όλες τις εκδοχές της, αφετέρου δε αποτελεί έναν μηχανισμό αλλοίωσης του συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων και φαλκίδευσης της λαϊκής βούλησης (ο οποίος αξιοποιήθηκε πλήρως τόσο από τον εμπνευστή του, την ΝΔ -την οποία κυριολεκτικά διέσωσε το 2012- όσο και από τον ΣΥΡΙΖΑ).
Ποια είναι όμως η στάση των πολιτικών δυνάμεων απέναντι στο κρίσιμο αυτό πολιτικό πρόβλημα;
Αρχίζουμε από το ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος εδώ και αρκετούς μήνες είχε εξαγγείλει, διά του αρμόδιου υπουργού, μια συνολική θεσμική τομή, που θα καταλάμβανε όλες τις προβληματικές παραμέτρους του ισχύοντος εκλογικού συστήματος, με κριτήριο αφενός μεν την άρση των πολιτικών ανισοτήτων -τόσο μεταξύ της ψήφου των πολιτών όσο και μεταξύ κομμάτων και συνασπισμών- αφ’ετέρου δε την καταπολέμηση της εκλογικής συναλλαγής και του μαύρου πολιτικού χρήματος.
Αντί όμως να επιμείνει σε αυτήν την εκλογική μεταρρύθμιση (κατάτμηση εκλογικών περιφερειών, απλή αναλογική με ασφαλιστική δικλείδα ένα μικρό μπόνους για αποτροπή της ακυβερνησίας και αντικατάσταση του σταυρού προτίμησης με το σύστημα της ανατρεπόμενης λίστας), που κινείτο στην σωστή κατεύθυνση και έδινε μια ολοκληρωμένη, καθαρή και βιώσιμη θεσμική λύση, αποφάσισε τελικά να περιορίσει την αλλαγή μόνο στην κατάργηση του υπάρχοντος μπόνους, διακηρύσσοντας μάλιστα πανηγυρικά ότι ως «πρώτη φορά» Αριστερά δίνει μεγάλη σημασία στο «ζήτημα αρχής» και πρωτοκαθιερώνει την ισοτιμία της ψήφου των πολιτών.
Δυστυχώς όμως φαίνεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιεί πολύ επιλεκτικά το «ζήτημα αρχής» (το οποίο, ως γνωστόν, υπήρχε και στην πρώτη κυβερνητική του θητεία…) αλλά και αρέσκεται στα ψευδεπίγραφα, πίσω από τα οποία επιχειρεί ανεπιτυχώς να κρύψει μια εξόφθαλμα μικροκομματική στόχευση.
Κατ’αρχάς να επισημάνουμε ότι η απλή αναλογική πρωτοεφαρμόσθηκε το 1989, από την πραγματική πρώτη φορά Αριστερά, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ, με την ίδια δυστυχώς μικροκομματική λογική και με εξαιρετικά αρνητικά αποτελέσματα (χρειάσθηκαν τρεις εκλογές για να πάρει τότε η ΝΔ, με δικαστικές αλχημείες και με πολιτική αποστασία, 152 έδρες).
Επιπλέον, ούτε με την κατάργηση του μπόνους εξασφαλίζεται η ισοτιμία της ψήφου των πολιτών, διότι αυτή εξακολουθεί να σχετικοποιείται έντονα (αν όχι εντονότερα σε σχέση με ένα μπόνους 15-20 εδρών) αφ’ενός μεν με την διατήρηση του εκλογικού κατωφλίου του 3% (που είναι πάντως σωστή, προκειμένου να αποτρέπεται ο κατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων) αφ’ετέρου δε με την διατήρηση της τεράστιας διαφοροποίησης του μεγέθους των σημερινών εκλογικών περιφερειών, που γεννά κραυγαλέες ανισότητες της ψήφου και επιτρέπει την ανάδειξη ενός βουλευτή ακόμη και με τις ψήφους που αντιστοιχούν σε έναν δημοτικό σύμβουλο μικρού δήμου (κι αυτό βέβαια προκειμένου να ικανοποιηθεί το ΚΚΕ και ο Λεβέντης, που επίσης εξαρτούν την ισοδυναμία της ψήφου από τα δικά τους μικροκομματικά συμφέροντα)…
Αλλά και η στάση της ΝΔ, η οποία μάλιστα δια του νέου αρχηγού της είχε διακηρύξει σε όλους τους τόνους τον θεσμικό εκσυγχρονισμό της χώρας και την απεμπλοκή από την μικροπολιτική, είναι άκρως απογοητευτική. Η θέση της, όπως επαναλαμβάνεται σε όλους τους τόνους, είναι ο ορισμός του πολιτικού κυνισμού: δεν συζητάω επ’ουδενί για το εκλογικό σύστημα, διότι μόνο αυτό που ισχύει, παρά τα πανθομολογούμενα προβλήματά του, μπορεί να με επαναφέρει στην εξουσία, μέσω της εκβιασμένης πόλωσης και της αποτροπής ευρύτερων προεκλογικών συνεργασιών. Η πολιτική αρχών, σε όλο της το μεγαλείο…
Τέλος, και τα κόμματα της κεντροαριστεράς πέφτουν από αντίφαση σε αντίφαση. Το μεν ΠΑΣΟΚ διότι ενώ είχε καταθέσει, πριν από ένα χρόνο, πρόταση νόμου που απέβλεπε, κατά βάση, στην κατάργηση του μπόνους, διαφοροποιείται πλέον με ποικίλα προσχήματα, κινούμενο πάντως, κατά βάση, στην σωστή κατεύθυνση ως προς τις τωρινές του προτάσεις. Το δε Ποτάμι, ενώ όλο το προηγούμενο διάστημα προσπαθούσε να μας πείσει ότι η ιδανική λύση για τη χώρα θα ήταν μια κυβέρνηση «των αρίστων», που θα υποστηριζόταν από ευρύτατο φάσμα πολιτικών δυνάμεων, τώρα αρνείται -ελάχιστα πειστικά- εκείνη ακριβώς την αλλαγή του εκλογικού συστήματος που θα μπορούσε εκ των πραγμάτων να οδηγήσει σε μια τέτοια κυβέρνηση… (ενώ και οι γενικότερες προτάσεις του για το εκλογικό σύστημα είναι εν πολλοίς απρόσφορες και δυσεφάρμοστες).
Συμπερασματικά, η στάση των πολιτικών δυνάμεων φαίνεται να οδηγεί σε ναυάγιο μια ακόμη ευκαιρία για την επιβολή καθαρών και διαφανών κανόνων ως προς τις εκλογικές αναμετρήσεις. Το εκλογικό σύστημα θυσιάζεται ξανά στον βωμό της μικροπολιτικής και η χώρα καταδικάζεται είτε να ξαναπάει σε εκλογές με τον ισχύοντα, τραυματικό για τη δημοκρατία, εκλογικό νόμο (που είναι και το πιθανότερο) είτε να εκτεθεί στον κίνδυνο της ακυβερνησίας, και των εκβιασμένων εκ των υστέρων συναινέσεων, με μια κολοβή, ανερμάτιστη και καιροσκοπικά καθιερωμένη «απλή αναλογική»….