Το εκκρεμές

Παύλος Τσίμας 19 Νοε 2022

Μια στο καρφί και μια στο πέταλο. Ο Υπουργός Εσωτερικών της Τουρκίας απορρίπτει τα αμερικανικά συλλυπητήρια για την έκρηξη στην Ιστικλάλ και παρομοιάζει τους Αμερικανούς με δολοφόνο που φθάνει πρώτος στον τόπο του εγκλήματος. Την επομένη, ο Τούρκος Πρόεδρος συναντάται με τον Αμερικανό ομόλογό του στο Μπαλί και δέχεται ευγνώμων τα συλλυπητήρια. Παρ’ ότι και ο ίδιος είχε, λίγες ώρες μάλιστα πριν εκραγεί η βόμβα στην Πόλη, κατηγορήσει ΗΠΑ και Ελλάδα ότι «προστατεύουν τρομοκράτες». Κι έπειτα, ενώ ο Ερντογάν προσερχόταν στην συνάντησή του με τον Μπάιντεν με μια δήλωση προθυμίας για «διάλογο και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο» με την Ελλάδα, την επομένη έκρινε αναγκαίο να επαναλάβει την απειλή «θα έρθουμε ξαφνικά ένα βράδυ».

Η ρητορική της Ερντογανικής Τουρκίας μοιάζει με εκκρεμές. Ένα εκκρεμές που, έναντι της Ελλάδας κινείται μεταξύ ανοιχτής πολεμικής απειλής και συγκρατημένης προσέγγισης. Και που η κίνησή του ορίζεται λιγότερο από την εσωτερική δυναμική των ελληνοτουρκικών σχέσεων και περισσότερο από την διαδρομή ενός μεγαλύτερου εκκρεμούς, εκείνου που ρυθμίζει τις σχέσεις της με την Ουάσιγκτον και την Δύση. Το οποίο μετακινείται αδιάκοπα μεταξύ μιας πολύ δημοφιλούς σε μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης αντί-ιμπεριαλιστικής, αντί-αμερικανικής ρητορικής και μιας διπλωματικής προσπάθειας να βρεθεί μια νέα συνεννόηση με τις ΗΠΑ, μια νέα προσέγγιση που θα αναγνωρίζει στην Τουρκία την σημασία που η ίδια αποδίδει στον εαυτό της.

Σε ότι μας αφορά, είναι φανερό: Κάτι έχει αλλάξει στο μέτωπο των, έτσι κι αλλιώς δύσκολων, ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η αλλαγή άρχισε να γίνεται αισθητή από το 2019, περίπου, όταν οι θεωρίες περί «γαλάζιας πατρίδας», που διακινούσαν θερμοκέφαλοι ναύαρχοι, σημαιοφόροι ενός ιδιότυπου νέο-κεμαλισμού, με αντί-δυτικό, αντί-αμερικανικό χρώμα, άρχισαν να περνούν από τις στήλες περιθωριακών εφημερίδων και νυχτερινών τηλεοπτικών εκπομπών στην επίσημη γλώσσα του καθεστώτος και, όλο και περισσότερο, του ίδιου του Ερντογάν. Κι όχι μόνον ρητορικά. Οι θεωρίες αυτές άρχισαν να καθορίζουν και τις κινήσεις στο πεδίο, την εφαρμοσμένη πολιτική. Το τούρκο-λιβυκό μνημόνιο του Οκτωβρίου 2019 ήταν μόνον η αρχή.

Αυτό που έχει αλλάξει δεν είναι τόσο η θεματολογία της αντιπαράθεσης. Όσο το «πακετάρισμα» σε μια στρατηγική και η διατύπωσή της σε μια πολύ πιο επιθετική, εθνικιστική γλώσσα. Η αλλαγή αυτή έχει, ασφαλώς, μια εξήγηση που ανάγεται σε λόγους εσωτερικής πολιτικής. Ο Ερντογάν έχει όλο και μεγαλύτερη ανάγκη να προσεγγίσει ένα δεξιό, κοσμικό και εθνικιστικό ακροατήριο. Ο σύμμαχός του Μπαχτσελί συγκρατεί ένα μέρος αυτού του ακροατηρίου ώστε να μην μετακινηθεί προς την Κεμαλική αντιπολίτευση και την Ακσενέρ. Αλλά αυτός έχει ημερομηνία λήξης. Ο Ερντογάν προσπαθεί, λοιπόν, να αποκτήσει άμεσους δεσμούς με το ακροατήριο αυτό, κολακεύοντάς το. Κι έπειτα, όπως κάθε καθεστώς που οχυρώνεται αυταρχικά, έχει ανάγκη έναν εχθρό. Και η Ελλάδα, δυστυχώς, έχει επιλεγεί ως ο χρησιμότερος «εχθρός» στο καθημερινό προπαγανδιστικό αφήγημα του «ισχυρού ηγέτη».

Η αλλαγή έχει, όμως, και μια σημαντικότερη διάσταση. Η Ελλάδα και οι εναντίον της, συχνά γραφικές, απειλές χρησιμοποιούνται ως εργαλείο σε μια διαρκή, δύσκολη και δύστροπη διαπραγμάτευση του Ερντογάν με την Ουάσιγκτον, την Δύση συνολικά. Για πρώτη φορά, στην οπτική της Άγκυρας, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν καθορίζονται μόνον από την εσωτερική τους δυναμική ή την γνωστή ατζέντα των διαφορών. Καθορίζονται κυρίως από τις διακυμάνσεις των τούρκο-αμερικανικών σχέσεων.

Κατά την πρώτη δεκαετία του Ερντογάν στην εξουσία, οι σχέσεις με την Ευρώπη ήταν η προτεραιότητα- εκτός των άλλων και επειδή η συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις της ενταξιακής διαδικασίας αποτελούσαν στα χέρια του ΑΚΡ ένα εργαλείο αποδυνάμωσης του κεμαλικού «βαθέως κράτους». Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις εντάσσονταν σε μια προσέγγιση με την Ευρώπη και πέρασαν μια περίοδο νηνεμίας (που δυστυχώς έμεινε ανεκμετάλλευτη- και με δική μας ευθύνη). Η Ελλάδα είχε μικρότερη σημασία για την Τουρκία στην επόμενη φάση της εποχής Ερντογάν, όταν η «Αραβική άνοιξη» είχε προσανατολίσει τις φιλοδοξίες του προς την διεκδίκηση μιας ηγεμονίας στο Σουνιτικό Ισλάμ. Αλλά η νίκη Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές γέννησε νέες φιλοδοξίες.

Τροφοδότησε μια εξαιρετικά επιθετική προβολή ισχύος και μια στρατιωτικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής καθώς η Άγκυρα διεκδικούσε έναν ρόλο περιφερειακής ηγεμονικής δύναμης που αναπληρώνει το κενό της (εικαζόμενης ως οριστικής) αμερικανικής απόσυρσης από την ευρύτερη περιοχή. Κι όταν η αυταπάτη αυτή διαλύθηκε, με την πτώση του Τραμπ, η  Ερντογανική Τουρκία άρχισε να κλείνει, όπως-όπως, τα μέτωπα που η ίδια είχε ανοίξει με χώρες από την Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα ως το Ισραήλ. Μα από αυτή την επιχείρηση επούλωσης πληγών εξαιρούνται, προς το παρόν, δύο χώρες. Η Αίγυπτος, επειδή εκείνη δυσπιστεί και δεν προσέρχεται. Και η Ελλάδα, την οποία η Τουρκία εξαιρεί επειδή επιδιώκει να την χρησιμοποιήσει ως μέσο πίεσης προς τις ΗΠΑ. Ως όπλο στο μεγάλο παζάρι για την εξασφάλιση μιας αναβαθμισμένης και αυτονομημένης θέσης στο διεθνές περιβάλλον.

Ποια μπορεί να είναι η επόμενη πράξη του δράματος; Όσες αναταράξεις και αν συμβούν, όσες αβεβαιότητες και αν μας βασανίζουν, όσες και οσοδήποτε σοβαρές κρίσεις κι αν μας περιμένουν, η βασική υπόθεση εργασίας παραμένει πως, για χίλιους και έναν λόγους, η Τουρκία δεν μπορεί και δεν πρόκειται να απαρνηθεί πλήρως την δυτική διάσταση της αντιφατικής της ταυτότητας, δεν μπορεί να κόψει τις γέφυρες. Και το αμερικανικό διπλωματικό κατεστημένο, δεν θα πάψει να ζει με τον φόβο μην «χαθεί η Τουρκία». Αν αυτή η υπόθεση είναι σωστή, τότε μπορεί κάποια στιγμή η Ελλάδα να βρεθεί αντιμέτωπη με μια πραγματική πρόσκληση σε διάλογο για την επίλυση των διαφορών. Και είναι εξαιρετικά ανησυχητικό ότι ο ελληνικός πολιτικός κόσμος- αιχμάλωτος πάντα του «συνδρόμου της Ζυρίχης», όπως λέει ο Ευάγγελος Βενιζέλος- απέχει πολύ από μια ελάχιστη συμφωνία για την πρέπουσα αντίδραση σε μια τέτοια πρόσκληση.

Πηγή: www.kreport.gr