Έζησε, αγάπησε, γέλασε, έφυγε» — επιγραφή στον τάφο του Τζέιμς Τζόις
O Τζέιμς Τζόις πέθανε σαν σήμερα, 13 Ιανουαρίου του 1941, στη Ζυρίχη από προχωρημένο έλκος στομάχου, προτού προφτάσει να γίνει 59 ετών (γεννήθηκε στην Ιρλανδία στις 2 Φεβρουαρίου του 1882). Αν και από τις αρχές του 20ού αιώνα εγκαταστάθηκε —μαζί με την Νόρα Μπάρνακλ, την καμαριέρα σε ξενοδοχείο που ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και με την οποία έζησε σε όλη του τη ζωή— πρώτα στη Ζυρίχη, μετά στην Τεργέστη, έπειτα στη Ρώμη, ώσπου μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου να εγκατασταθεί στο Παρίσι, ύστερα από πρόσκληση του Έζρα Πάουντ, πάντοτε επέστρεφε στο Δουβλίνο (σε προάστιο του οποίου γεννήθηκε, σε μια εύπορη οικογένεια, η οποία όμως από το 1891 και μετά ζει στην ανέχεια λόγω κακών χειρισμών των οικονομικών της από τον αλκοολικό πατέρα Τζόις).
Τζέιμς Τζόις, Δουβλινέζοι, μτφ. Μαντώ Αραβαντινού, Γαλαξίας 1971—
Έτσι, παρότι ο Τζόις από τα 23-24 χρόνια του ζει μόνιμα εκτός Δουβλίνου, στη συνείδηση των αναγνωστών ο σπουδαίος Ιρλανδός είναι ο δουβλινέζος συγγραφέας, που δεν κατάφερε μεν να τον κρατήσει ο τόπος του, αλλά παραμένει πάντοτε η αναφορά του. Στην αριστουργηματική συλλογή διηγημάτων του Οι Δουβλινέζοι, με δεκαπέντε ιστορίες ο Τζόις παρουσιάζει το τέλμα της Ιρλανδίας στην αυγή του 20ού αιώνα και της πρωτεύουσάς του που μαραζώνει υπό το δίχτυ της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας (την οποία ο Τζόις αρνήθηκε να ασπαστεί ακόμη κι όταν του το ζήτησε η μελλοθάνατη μάνα του) μες στη μιζέρια, στην εθνικιστική έξαρση, την ηθική παράλυση, με ιστορικούς συντελεστές της οπισθοδρόμησης τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και τη γειτονική Αγγλία.
Οι Δουβλινέζοι, έργο του 1914, στην Ελλάδα εκδίδονται για πρώτη φορά το 1971 από τις εκδόσεις Γαλαξίας (ΣΕΛΙΔΕΣ 264 — ΔΡΧ. 40, διαβάζουμε στην κάτω δεξιά άκρη του εμπροσθοφύλλου), σε μετάφραση της ποιήτριας και μεταφράστριας Μαντώς Αραβαντινού, η οποία επίσης υπογράφει την Εισαγωγή και τις Σημειώσεις του βιβλίου. Από το εισαγωγικό της σημείωμα, αντιγράφουμε το κεφάλαιο που τιτλοφορείται «Δουβλίνο» — το Δουβλίνο του Οδυσσέα, του Ξυπνήματος του Φίνεγκαν και, ασφαλώς, των Δουβλινέζων — παναπεί, το Δουβλίνο του Τζόις.
Διαβάστε τη συνέχεια στο dim/art