Η ερμηνεία και κατανόηση της στρατηγικής της νέας κυβέρνησης και η κριτική πολλών φίλων που αυτοτοποθετούνται στο χώρο της κεντροαριστεράς, εντάσσεται μέσα στην ίδια τάξη λόγου (discursiveorder) όπως και αυτή των μνημονίων, η οποία με τη σειρά της εντάσσεται μέσα στην τάξη του λόγου που διαποτίζει τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και την ευρωπαϊκή πολιτική από την εποχή της θεσμοθέτησης του νεοφιλελευθερισμού. Μέσα στον κόσμο σημασιών αυτού του λόγου, οι ερμηνείες αυτές και η κριτική είναι απόλυτα σωστές.
Νομίζω, ωστόσο, ότι αυτό που τώρα επιχειρεί η Ελληνική κυβέρνηση διαμέσου των θεωρητικών και πολιτικών προσεγγίσεων του υπουργού της των Οικονομικών, Γιάννη Βαρουφάκη -που φαίνεται να εκλογίκευσαν τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ- είναι μια προσπάθεια να επιβληθεί στην Ευρώπη μια άλλη τάξη λόγου, η οποία θα σώσει την Ελλάδα, σώζοντας την Ευρώπη, όχι μόνον ως νομισματική, οικονομική και πολιτική ένωση, αλλά πρωτίστως ως πολιτισμό του διαφωτισμού.
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς τα αναρίθμητα άρθρα του κ. Βαρουφάκη στην ιστοσελίδα του, καθώς και τα άρθρα του στο protagon.gr, αρχίζοντας από το άρθρο του, το 2010, «Το δώρο της Ελλάδας στην Ευρώπη». Να μελετήσει στη συνέχεια την εξέλιξη της πρότασής του για την έξοδο της Ευρώπης από την κρίση, που διαμορφώθηκε σταδιακά με την εξέλιξη της κρίσης από το 2010, για να καταλήξει στην τέταρτη εκδοχή της το 2014, με τη συμμετοχή των James K. Galbraith και Stuart Holland: «Μια Μετριοπαθής πρόταση για την επίλυση της κρίσης του ευρώ».
Εδώ στα αγγλικά:
Στο πλαίσιο αυτής της νέας τάξης λόγου που επιδιώκει να επιβάλει η νέα κυβέρνηση στην Ευρώπη, η στρατηγική της είναι άκρως ευφυής – και φαίνεται να γίνεται αποδεκτή, και από πολλούς ευρωπαίους πολιτικούς, καθώς και από την ακαδημαϊκή κοινότητα των οικονομολόγων, διότι η Ευρώπη την έχει ανάγκη, ενώ δεν διακινδυνεύει απολύτως τίποτα, διότι μια υποχρεωτική έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ είναι και το τέλος του ευρώ, επομένως αδύνατη.
Επιτρέψτε μου να σκιαγραφήσω, ως βοήθημα ανάγνωσης, τις βασικές σημασίες ή αναφορές αυτής της νέας τάξης τους λόγου.
Α. Τα δύο αποφασιστικά και ανυποχώρητα «όχι» της κυβέρνησης, οι «κόκκινες γραμμές»: Όχι στην τρόικα και όχι στην παράταση του τρέχοντος προγράμματος. Ας μην παίζετε με τις λέξεις καλώντας την κυβέρνηση να μην παίζει με τις λέξεις. Οι λέξεις έχουν σημασία, και αυτό το ξέρουν οι Γερμανοί.
- Το 70% του προγράμματος αφορά σε μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να γίνουν εδώ και δεκαετίες, που αφορούν στις μεταρρυθμίσεις που προσιδιάζουν σε κάθε μοντέρνα κοινωνία, τις οποίες θέλουμε όλοι και τις θέλει και η νέα κυβέρνηση, η οποία είναι η μόνη που τελικά, στην ιστορία της Ελλάδας, θα μπορούσε να τις πραγματοποιήσει.
- Αυτό το 70% είναι το φύλο συκής, όπως το εξέφρασε ο Βαρουφάκης, το οποίο αποβλέπει στην νομιμοποίηση του άλλου 30%, του τοξικού, που περιλαμβάνει τις εντολές που πηγάζουν από την τάξη του νεοφιλελεύθερου λόγου.
- Όχι στην παράταση του τρέχοντος προγράμματος σημαίνει όχι στο 30% , ενώ το υπόλοιπο 70%, αναβαθμισμένο στο τετράγωνο, αποτελεί το νέο σχέδιο – γέφυρα της κυβέρνησης.
- Όχι στην τρόικα δεν σημαίνει όχι στους τρεις θεσμούς που την αποτελούν (αυτό μας έλειπε), αλλά όχι στους εξω-θεσμικούς τεχνοκράτες – ελεγκτές που έχουν ως πρωταρχικό σκοπό να μας ελέγξουν και να μας επιβάλουν αποικιοκρατικά το τοξικό 30%.
- Ζητάμε λοιπόν ως χώρα την εξασφάλιση της ρευστότητας, για ένα εξάμηνο, προκειμένου να προωθήσουμε το σχέδιο – γέφυρα και να διαπραγματευτούμε, στο ενδιάμεσο, μια νέα συμφωνία με τους εταίρους μας.
Β. Τι όμως θα περιλαμβάνει αυτή η νέα συμφωνία που θέλουμε να διαπραγματευτούμε; Δύο «απλά» πράγματα: (1) Τη μείωση του χρέους και (2) το τέλος του νεοφιλελευθερισμού στη Ευρώπη και τη μετάβαση σε μια νέα πολιτική επενδύσεων.
- Ας μην κοροϊδευόμαστε: καμιά χώρα δεν μπορεί να ξεπληρώσει ένα χρέος 180% του ΑΕΠ. Τίθεται το ψευτο-ηθικό ζήτημα: «Και τι θέλουμε, να μας το πληρώσουν οι Γερμανοί;» Γύρω από αυτήν την ηθική χτίστηκε η τάξη του λόγου της Βιβλικής οικονομίας, όπως την αποκαλεί ο κ. Βαρουφάκης: Τα τζιτζίκια οι Έλληνες (και οι νοτιοευρωπαίοι) και τα μυρμήγκια οι Γερμανοί (και οι βορειοευρωπαίοι). Και, κατά συνέπεια, η ηθική ανάγκη τιμωρίας (ή εκδίκησης). Η επιβολή της λιτότητας, της Ιεράς Εξέτασης, της μετάνοιας και της τελικής εξιλέωσης.
Όλος αυτός ο ηθικο-θρησκευτικός λόγος, υποστηριζόμενος από τον νομικό λόγο των συμφωνημένων υποχρεώσεων, επικαλύπτει ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της Ευρωπαϊκής ιστορίας. Το 2010 η Ελλάδα πτώχευσε, με τεράστια χρέη σε ιδιωτικές τράπεζες, οι οποίες επίσης πτώχευσαν – «ζόμπι τράπεζες», όπως τις αποκαλεί ο Βαρουφάκης. Και τότε, πέραν κάθε λογικής και κανόνων της ελεύθερης αγοράς, της φιλελεύθερης αγοράς και της νεοφιλελεύθερης αγοράς, οι Ευρωπαίοι πολιτικοί αγόρασαν τα χρέη από τις ιδιωτικές τράπεζες και τα φόρτωσαν στις πλάτες των Ευρωπαίων φορολογουμένων. Η σωτηρία των ιδιωτικών τραπεζών ονομάστηκε «βοήθεια» προς την Ελλάδα. Σε μια ελεύθερη αγορά, αυτός που παίρνει ρίσκο, δανείζοντας απερίσκεπτα, μπορεί να κερδίσει αλλά και να χάσει. Στην Αμερική και στη Σουηδία, σε ανάλογες περιπτώσεις, η κεντρική τράπεζα αναλαμβάνει τις πτωχευμένες τράπεζες, φορτώνοντας τα βάρη στους μετόχους, τις ανασυγκροτεί με χρήματα των φορολογουμένων και έπειτα τις πουλά ξανά σε ιδιώτες, συνήθως με κέρδη για τους φορολογούμενους. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η ευρωπαϊκή ελίτ υποχρέωσε τους Ευρωπαίους φορολογουμένους να δανείζουν στην Ελλάδα για να ξεπληρώνει τη «βοήθεια» που της επέβαλαν. Αυτός ο ανορθολογισμός ονομάστηκε «αλληλεγγύη».
Ναι, θα πληρώσου οι ηρωικοί Γερμανοί στην περίπτωση μείωσης του χρέους, αλλά ήδη πληρώνουν και αντί τα χρήματά τους να προωθούν την ανάπτυξη, χάνονται στη μαύρη τρύπα των «τραπεζών-ζόμπι».
- Τι αυθάδεια, τι μεγαλομανία! Να θέλουμε να αλλάξουμε την Ευρώπη! Αυτό όμως θέλουν και οι αμερικανοί και αυτό θεωρούν ως μονόδρομο όλοι οι σοβαροί οικονομολόγοι. Ο νεοφιλελευθερισμός πέθανε ως ιδεολογία, αλλά ζουν και βασιλεύουν οι θεσμοί που δημιούργησε, οι τρόποι σκέψης και δράσης που διαμόρφωσε, οι πολιτικές πρακτικές και οι νομικές δεσμεύσεις που επέβαλε. Εν ολίγοις, η τάξη του λόγου που συγκρότησε.
Δεν μπορώ εδώ να αναπτύξω το σύνθετο λόγο της επιχειρηματολογίας του Βαρουφάκη. Θα τονίσω, όμως δύο σημεία:
(α) Η κρίση είναι ευρωπαϊκή. Για πρώτη φορά στη μοντέρνα ιστορία έχουμε μια κρίση που διαρκεί για πάνω από έξι χρόνια και τώρα χειροτερεύει με τη μορφή του αποπληθωρισμού. Πήρε αυτήν την έντονη μορφή σε Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιρλανδία και Ιταλία, διότι οι χώρες αυτές αποτελούν τους ασθενέστερους κρίκους της Ευρώπης, με ασθενέστερο (για γνωστούς λόγους) αυτόν της Ελλάδας. Επομένως, η κρίση δεν μπορεί να ξεπεραστεί σε αυτές τις χώρες, αν δεν ξεπεραστεί και στην Ευρώπη.
(β) Το βασικό πρόβλημα της Ευρώπης (και της παγκόσμιας οικονομίας) έγκειται στη έλλειψη μηχανισμών ανακύκλωσης του πλεονάσματος από τις πλεονασματικές χώρες του βορρά, στις ελλειμματικές χώρες του νότου. Ανακύκλωση που μπορεί και πρέπει να γίνει και με χρηματιστηριακές μεταφορές (π.χ. κοινά ταμεία ανεργίας και ασφάλειας) και κατευθυνόμενες επενδύσεις. Στην πρώτη φάση του καπιταλισμού, μετά τον πόλεμο, η ανακύκλωση αυτή γινόταν από την πλεονασματική Αμερική. Στη δεύτερη φάση, μετά την κρίση του ’70, με την Αμερική να μετατρέπεται σιγά-σιγά σε ελλειμματική χώρα και με τη σταδιακή εγκαθίδρυση της νεοφιλελεύθερης τάξης του λόγου, η ανακύκλωση γινόταν από τον «Μινώταυρο» της Wall Street, κυρίως μέσω του δανεισμού και όχι μέσω των επενδύσεων στην πραγματική οικονομία. Με την παραγωγή τεράστιων ιδιωτικών περιουσιών και την τεράστια ανάπτυξη των ανισοτήτων στην κατανομή εισοδήματος σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες. Αυτός ο «Μινώταυρος» απεβίωσε το 2008.
Αυτό λοιπόν χρειάζεται η Ευρώπη για να σωθεί η ίδια, ως νομισματική, οικονομική και πολιτική ενότητα, αλλά και ως πολιτισμός του διαφωτισμού – και έτσι να σώσει και την Ελλάδα. Αυτό ακριβώς επιχειρούμε να διαπραγματευτούμε ως χώρα το επόμενο εξάμηνο: Τη δημιουργία πολιτικών και οικονομικών θεσμών που θα εξασφαλίζουν την ανακύκλωση.
Αυθάδης μεγαλομανία! Και όμως, αυτός είναι ο μονόδρομος της Ευρώπης. Και αυτό είναι το δώρο της Ελλάδας στην Ευρώπη: Να την υποχρεώσει, με τα δύο όχι της και μπροστά στην αδύνατη επιλογή, το Grexit, να κάνει αυτό που έτσι και αλλιώς πρέπει να κάνει.
Να προσθέσω, τέλος, πως εκτιμώ ότι αυτός είναι ο λόγος που ο ΣΥΡΙΖΑ συνεργάστηκε με τον Π. Καμένο και όχι με τον Στ. Θεοδωράκη. Ο πρώτος δέχτηκε να αφήσει την κυβέρνηση να χειριστεί «εν λευκώ» την νέα αυτή στρατηγική, ενώ ο δεύτερος κινείται στο πλαίσιο της τάξης του λόγου της κεντροαριστεράς και θα δημιουργούσε εξ αρχής εμπόδια.