Πριν από δύο ημέρες ο γράφων είχε μία ευχάριστη συνομιλία με τον πρόεδρο Τμήματος περιφερειακού πανεπιστημίου σχετικά με ένα δυσάρεστο θέμα.
Το δυσάρεστο θέμα σχετίζεται με την κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας εκ μέρους ενός νεαρού ερευνητή στα πρώτα βήματά του, που με επιπολαιότητα και εξαιτίας κακών συμβούλων δημοσίευσε τα δεδομένα μιας πολυπληθούς διεπιστημονικής ερευνητικής ομάδας, ως δικά του. Η διεθνής ακαδημαϊκή κοινότητα είναι ιδιαίτερα αυστηρή σε τέτοιου είδους φαινόμενα και οι σχετικές διαδικασίες διερεύνησης έχουν ήδη ενεργοποιηθεί και δρομολογηθεί. Η ευχάριστη συνομιλία σχετίζεται με το γεγονός ότι ο πρόεδρος Τμήματος αυτού του μικρού πανεπιστημίου αντιμετώπισε την πράξη των μεμονωμένων (παλαιότερων) συνεργατών του Τμήματός του με αυξημένο αίσθημα ακαδημαϊκού ήθους. Όμως, από τη συνομιλία αυτή, που επεκτάθηκε και σε όσα μας απασχολούν σήμερα, μου εντυπώθηκε περισσότερο μια αποστροφή του συναδέλφου: «Στις δαπάνες του Τμήματος έχω ως μονάδα μέτρησης την τιμή του ψωμιού. Όταν ένας καθηγητής φέρνει αίτημα δαπάνης, π.χ. πεντακοσίων ευρώ, η ερώτηση είναι πάντα, αν πρόκειται για απολύτως απαραίτητη δαπάνη, αν γνωρίζει σε πόσα ψωμιά αντιστοιχεί που τα στερείται ο φορολογούμενος πολίτης». Πολλές φορές συναντά κανείς έναν δημόσιο λειτουργό σε μια θέση ευθύνης (μικρή ή μεγάλη είναι αδιάφορο) με ανεπτυγμένο αίσθημα σεβασμού στο δημόσιο χρήμα. Όμως, ενώ η χώρα βρίσκεται σε πρωτόγνωρη δημοσιονομική λιτότητα, εξακολουθούν να υπάρχουν ισχυροί θύλακες κατασπατάλησης του λιγοστού πλέον δημοσίου χρήματος. Εδώ και πολλά χρόνια, επίορκοι λειτουργοί μετέτρεψαν το δημόσιο πανεπιστήμιο σε ιδιωτικό-τους, το δημόσιο νοσοκομείο σε ιδιωτικό-τους, το δημόσιο σχολείο σε ιδιωτικό-τους, τη δημόσια τηλεόραση σε ιδιωτική-τους, το δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα σε ιδιωτικό-τους, τα δημόσια έργα σε ιδιωτικά-τους, τα δημόσια αξιώματα σε ιδιωτικά-τους. Συνήθως δε, εκστομίζοντας μια αφόρητη ρητορική περί υπεράσπισης του «δημόσιου χαρακτήρα»… Στα χρόνια της πλαστής ευημερίας δεν υπήρχε μεγάλο ενδιαφέρον από την κοινωνία για τη διαχείριση του δημοσίου χρήματος. Η σπατάλη έφερνε δουλειές, μικρές ή μεγάλες, σε πολλούς ομόκεντρους κύκλους και η σιωπηρή συναίνεση ήταν εξασφαλισμένη. Στα χρόνια της κρίσης επιβιώνουν -με επιμονή- αμετανόητοι, που επιβουλεύονται το υστέρημα του φορολογούμενου πολίτη για να συνεχίσουν να πλουτίζουν παράνομα. Ιδιαίτερα τώρα, η χώρα έχει ανάγκη από πολλούς και πολλές, που θα μετρούν κάθε δημόσια δαπάνη με μονάδα μέτρησης την τιμή του ψωμιού. Φυσικά, πρώτα από όλα το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Οι ενδείξεις και οι συμπεριφορές δεν δημιουργούν αισιοδοξία. Στην κυβερνητική πλευρά, η ιδιοκτησιακή νοοτροπία σε σχέση με τις θέσεις ευθύνης επιβιώνει σθεναρά. Το δείχνουν οι πρόσφατοι διορισμοί προέδρων δημοσίων νοσοκομείων από την «επετηρίδα» των αποτυχημένων κομματικών στελεχών. Αλλά και από την πλευρά της αντιπολίτευσης επιβιώνει σθεναρά η νοοτροπία που αρνείται κάθε εκλογίκευση των δαπανών και απαιτεί να ξοδεύουμε εδώ και τώρα πολύ περισσότερο δημόσιο χρήμα από όσο αντέχει ο φορολογούμενος πολίτης. Τον λόγο έχει η κοινωνία. Εκείνη υφίσταται τις συνέπειες αυτής της κατάστασης. Το λιγοστό δημόσιο χρήμα χρειάζεται για τις άμεσες κοινωνικές προτεραιότητες στην υγεία, στην παιδεία και στην ασφάλεια. Η κοινωνία οφείλει να το διαφυλάξει.