Το αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών προκάλεσε, όπως αναμενόταν, έντονη κινητικότητα στα κομματικές μηχανές: ανασχηματισμός, μετακινήσεις βουλευτών, επισκέψεις στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, φυγόκεντρες τάσεις σε κόμματα, σκέψεις για πιθανούς κομματικούς συνασπισμούς κ.ά., με κίνητρο την πολιτική επιβίωση. Ομως αυτή η κινητικότητα στην πολιτική επιφάνεια έτεινε να συγκαλύψει βαθύτερα ζητήματα. Το σπουδαιότερο: αν θα συνεχιστεί, βελτιωθεί ή ανατραπεί η οικονομική και κοινωνική προσαρμογή στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Δέχομαι, όπως άλλωστε οι κύριες πολιτικές δυνάμεις της χώρας, ότι η παραμονή στην ΕΕ και στην ευρωζώνη ανταποκρίνεται στο γενικό συμφέρον. Ταυτόχρονα, μια καλή εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και σταθερή εξυγίανση της δημόσιας οικονομίας είναι προϋπόθεση ώστε να μη σέρνεται η χώρα εντός της ΕΕ. Θα μπορούσα να υποστηρίξω μάλιστα ότι υπάρχουν περιθώρια για εναλλακτικές μεταρρυθμιστικές διαδρομές. Η οικονομική θεωρία μάς υποδεικνύει ότι οι ορισμοί του γενικού συμφέροντος διαφέρουν ανάλογα με τα κριτήρια δικαιοσύνης που επιλέγονται. Αυτή η γενική επιφύλαξη σχετίζεται με την ισορροπία ανάμεσα σε αποτελεσματικότητα και δικαιοσύνη, αλλά εδώ παραμελήθηκαν και οι δύο.
Τα τελευταία δύο χρόνια η κυβέρνηση συνασπισμού ναι μεν προχώρησε σε ένα γενικό επίπεδο στη σωστή κατεύθυνση, αλλά συχνά με προχειρότητες (φορολογία), αναβολές (Δικαιοσύνη), νοθεύσεις μεταρρυθμίσεων στην πράξη (βλέπε Ανώτατη Παιδεία), εμμονές και λανθασμένες προτεραιότητες. Οσον αφορά τις τελευταίες: Πρέπει να ιδιωτικοποιηθεί η ΕΥΔΑΠ; Δεν μαθαίνουμε από τις εμπειρίες άλλων;
Σε πολλές περιπτώσεις οι αποφάσεις επηρεάστηκαν όχι μόνο ή όχι τόσο από κριτήρια γενικού συμφέροντος, αλλά από στυγνούς υπολογισμούς του πολιτικού κόστους. Με άλλα λόγια, στις αποφάσεις πολλών υπουργών να κάνουν κάτι ή απλώς να… αδρανήσουν αντανακλάται πόσο πολύ υπολόγιζαν το πολιτικό κόστος (ή όφελος) και, κατά προέκταση, τη δική τους επιβίωση.
Φυσικά, δεν γίνεται πολιτική χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το πολιτικό κόστος. Αλλά το θέμα είναι πόσο αυτό βαραίνει έναντι του δημόσιου συμφέροντος στις αποφάσεις και στη γενικότερη στάση κάθε πολιτικού. Δεν είναι απαραίτητο να αναφέρω ονόματα, αλλά με βάση αυτό το κριτήριο θα ξεχώριζα, απλοποιώντας κάπως, δύο κατηγορίες πολιτικών. Αυτούς που λειτουργούν κυρίως ή αποκλειστικά με βάση το δικό τους συμφέρον (=επανεκλογή) και ενεργούν ως διαμεσολαβητές που ευνοούν πάσης φύσης προσοδοθήρες εις βάρος του συνόλου. Οι άτυπες συμπαιγνίες με ειδικά συμφέροντα είναι το προνομιακό τους εργαλείο. Επιλέγουν την αναβλητικότητα, ακολουθούν το λάθρα βιώσας, περιμένουν, ιδίως σε χαλεπούς καιρούς, να περάσει η καταιγίδα και σε ακραίες περιπτώσεις δωροδοκούνται.
Η δεύτερη κατηγορία πολιτικών περιλαμβάνει αυτούς που χωρίς να παραβλέπουν το πολιτικό κόστος εντελώς κινούνται από μια αίσθηση καθήκοντος ή και έχουν πεποιθήσεις τις οποίες ακολουθούν, με την έννοια ότι προσπαθούν να τις υπερασπιστούν στην πράξη εναντίον πάσης φύσεως οργανωμένων και μη ειδικών συμφερόντων. Μπορεί να κάνουν λάθη ή και συμβιβασμούς αλλά έχουν και πραγματικές «κόκκινες γραμμές» (για να θυμηθούμε τον ορισμό του πολιτικού της ευθύνης από τον Mαξ Βέμπερ). Η ποιότητα της κυβέρνησης (και της πολιτικής γενικά) εξαρτάται προφανώς από το αν επικρατεί ο ένας ή ο άλλος τύπος πολιτικού.
Κατά κανόνα δεν πρόκειται μόνο για ζητήματα χαρακτήρα του ενός ή του άλλου. Το κακό είναι ότι το θεσμικό-πολιτειακό μας σύστημα, με τους τυπικούς και άτυπους κανόνες που το χαρακτηρίζουν και το ιστορικό του, δίνει λάθος κίνητρα (και αντικίνητρα) στους πρωταγωνιστές του πολιτικού δράματος.
Και τώρα τι γίνεται μετά τις εκλογές; Φοβάμαι ότι μπορεί το κέντρο βάρους της πολιτικής να μετακινηθεί ακόμα περισσότερο από το γενικό συμφέρον στη λογική της πολιτικής επιβίωσης. Αλλωστε για κάτι τέτοιο μας προϊδεάζει η συζήτηση για τακτοποίηση αποτυχημένων υποψηφίων σε διάφορους θώκους και μάλιστα με κομματικές ποσοστώσεις, η αναβάθμιση άλλων και η απειλούμενη απομάκρυνση όσων με κάποια συνέπεια υπηρέτησαν τις ιδέες τους για το γενικό καλό. Ας σημειωθεί ότι ήδη πριν από τις εκλογές μερικές επιλογές υποψηφίων είχαν ακριβώς έντονο άρωμα στενού κομματισμού και όχι αναγνώρισης έργου στην υπηρεσία του συνόλου. Βλέπε τις υποψηφιότητες της ΝΔ σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Λογικά πρέπει να απαιτήσουμε το ακριβώς αντίθετο: να υπηρετηθεί το δημόσιο συμφέρον με μεγαλύτερη συνέπεια. Πιθανόν μάλιστα αυτό θα ήθελε ένα σημαντικό τμήμα του αστικού κόσμου και αυτό έδειξε εν πολλοίς με την ψήφο του.