Εγκλωβισμένη η ελληνική ματιά στο βαλκανικό της μικρόκοσμο αδυνατεί να δει λίγο παραπέρα από τη μύτη της. Τα γεγονότα στην ανατολική Ουκρανία, οι πρώτες ενδείξεις για αλλαγή πολιτικής της Ρωσίας, αλλά και οι γενικότερες ανακατατάξεις στην περιοχή, δείχνουν απόμακρα και αδιάφορα για την ελληνική κοινή γνώμη, η οποία αρέσκεται σε ευφυολογήματα και ατάκες θερινής επιθεώρησης στο Δελφινάριο ως εμβριθείς πολιτικές αναλύσεις.
Παρόλα αυτά η ζωή είναι πολύ σοβαρή και οι εξελίξεις στην περιοχή ανατολικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προδιαγράφουν εν πολλοίς, τα διλήμματα που αντιμετωπίζει η ρωσική ηγεσία.
Δύο γεγονότα των τελευταίων ημερών, σκιαγραφούν με τρόπο ανάγλυφο τις αλλαγές στη συλλογιστική της ηγεσίας του Κρεμλίνου.
Το πρώτο είναι η απόλυση από το Πανεπιστήμιο της Μόσχας του Αλεξάντρ Ντούγκιν, της αμφιλεγόμενης αυτής προσωπικότητας της ρωσικής ζωής. Ο ίδιος διατείνεται πως η απόλυση του οφείλεται στις δηλώσεις που έκανε για τα γεγονότα στην Ουκρανία. Αξίζει να θυμίσουμε πως ο εμπνευστής της σύγχρονης θεωρίας της Ευρασίας, είχε προσπαθήσει, ούτε λίγο ούτε πολύ, να κηρύξει «ιερό πόλεμο» κατά της Ουκρανίας. Η αλήθεια είναι ότι η σχολή σκέψης που εκπροσωπεί έχει οπαδούς στο βαθύ ρωσικό κράτος, αλλά και σε ορισμένους τομείς της σύγχρονης ρωσικής ολιγαρχίας, ιδίως εκείνης που προέρχεται από τις μυστικές υπηρεσίες του προηγούμενου καθεστώτος και διαμορφώθηκε ως αυτόνομο κέντρο εξουσίας κατά τη δεκαετία 1990 – 2000. Ο ρόλος της «Ένωσης Ρώσων Ορθόδοξων Επιχειρηματιών», οι σχέσεις της με τους ακροδεξιούς τόσο της Ρωσίας όσο και της Ουκρανίας, είναι κάτι που θα απασχολήσει τους ιστορικούς του μέλλοντος.
Η απόλυση του Αλεξάντρ Ντούγκιν από το Πανεπιστήμιο της Μόσχας, μπορεί να έχει συμβολικό χαρακτήρα, θέλοντας να σηματοδοτήσει την ανεπαίσθητη μα πραγματική στροφή της πολιτικής του Κρεμλίνου σε μια πιο ρεαλιστική βάση, κυρίως αναφορικά με τις δυνατότητες της ίδιας της Ρωσίας ως μεγάλου περιφερειακού παίκτη. Η επιμονή του πρώην συνιδρυτή (μαζί με το συγγραφέα Εντουάρντ Λιμόνοφ) του κόμματος των Εθνικομπολσεβίκων, σε μια ευθεία αντιπαράθεση με τη Δύση, ξεπέρασε τα όρια υπομονής (;) (ή μήπως αντοχής;) του Κρεμλίνου, το οποίο θέλησε να στείλει ένα μήνυμα προς το δικό του βαθύ κράτος, σχετικά με το ποιος καθορίζει την εξωτερική πολιτική της χώρας. Παράλληλα, είναι πλέον εμφανής η αλλαγή πολιτικής απέναντι στο ουκρανικό ζήτημα, όπου προφανώς, η ηγεσία του Κρεμλίνου άκουσε τις εισηγήσεις των ειδικών, σχετικά τόσο με τις δυνατότητες της Ρωσίας (πολιτικές, στρατιωτικές, οικονομικές) σε μια αντιπαράθεση με τη Δύση, όσο και αναφορικά με τη «σλαβική πολιτική», αφού η τελευταία περίοδος έδειξε πως η Ρωσία χάνει συμπάθειες στους συγγενείς σλαβικούς πληθυσμούς των όμορων χωρών, εξαιτίας μιας παράλογης πολιτικής αντιπαράθεσης, η οποία δεν κατάφερε να έχει το παραμικρό όφελος για τη χώρα.
Το δεύτερο είναι η εκλογή του Αλεξέι Κουντρίν ως προέδρου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς της Μόσχας. Η εκλογή του ανθρώπου που έχει ταχθεί υπέρ μιας αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής, υπέρ της μείωσης των δαπανών για τις κοινωνικές παροχές και την άμυνα, κατά το παρελθόν, αλλά και η καλή φήμη που έχει μεταξύ των ξένων επενδυτών, ερμηνεύτηκε από πολλούς ως μια προσπάθεια του Κρεμλίνου να στείλει ένα μήνυμα προς τη Δύση, ότι η πολιτική επενδύσεων που ακολουθεί, σταδιακά και χωρίς ιδιαίτερες αναταράξεις, θα βελτιωθεί προς όφελος των ξένων επενδυτών. Την ίδια στιγμή, η με κάθε επισημότητα ανακοίνωση της ίδρυσης της Ευρασιακής Ένωσης, ως διάδοχο σχήμα της Τελωνιακής Ένωσης, εκπέμπει αμφιλεγόμενα και επαμφοτερίζοντα μηνύματα σχετικά με τις πραγματικές διαθέσεις της Μόσχας. Προς το παρόν η Ευρασιακή Ένωση παραμένει ένας οργανισμός στα χαρτιά, αφού οι τρεις χώρες που συμμετείχαν στην ίδρυση της (Ρωσία – Λευκορωσία – Ουζμπεκιστάν) καλούνται να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της οικονομικής επιβράδυνσης και ύφεσης, γεγονός που δεν τους επιτρέπει να κάνουν μεγαλόπνοα και μακροπρόθεσμα σχέδια.
Τα δύο αυτά γεγονότα, ανεξάρτητα και άσχετα, φαινομενικά, το ένα από το άλλο, αναδεικνύουν το ζήτημα της αλλαγής (;) πολιτικής του Κρεμλίνου απέναντι τόσο στο ουκρανικό ζήτημα, όσο και στο θέμα της χειμαζόμενης οικονομίας της Ρωσίας, η οποία επηρεάστηκε από τις δυτικές κυρώσεις. Είναι αλήθεια, όμως, πως ακούγοντας τη λέξη «κυρώσεις» είναι αδύνατο να κρύψει κανείς ένα ειρωνικό χαμόγελο, αφού οι περιλάλητες δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας, λόγω της Κριμαίας, το μόνο που κατάφεραν είναι να εμποδίσουν ορισμένους ολιγάρχες αλλά και ανώτατα κυβερνητικά στελέχη να περνούν τα Σαββατοκύριακα τους στο Παρίσι, τη Κυανή Ακτή και σε άλλα θέρετρα της Δυτικής Ευρώπης και να περιοριστούν οι εισαγωγές φυσιγγίων για τα κυνηγητικά όπλα δυτικής κατασκευής. Οι όποιες άλλες επιπτώσεις, είναι μάλλον μακροπρόθεσμες και πάντως δεν δημιουργούν το αίσθημα της πίεσης που θα ήθελαν οι εμπνευστές αυτών των κυρώσεων.
Για το γνώστη της ιστορίας της Ρωσίας, είναι εμφανείς οι ιστορικοί κύκλοι που διανύει αυτή η χώρα εδώ και αιώνες. Το διπλό σχίσμα στην εθνική αυτοσυνείδηση που προκάλεσαν, αφενός οι μεταρρυθμίσεις του πατριάρχη Νίκωνα την περίοδο 1650 – 1660 και, αφετέρου, οι μεταρρυθμίσεις του τσάρου Πέτρου του Α’ γνωστού και ως Μεγάλου, έχουν δημιουργήσει δύο βασικές, αντιμαχόμενες πλευρές που διατρέχουν οριζόντια τόσο τη ρωσική κοινωνία όσο και το ρωσικό κατεστημένο: τους σλαβόφιλους και τους δυτικίζοντες. Η ιστορία των τελευταίων τριών αιώνων δείχνει πως άλλοτε υπερτερεί η μία και άλλοτε η άλλη σχολή σκέψης. Όταν υπερτερούν οι δυτικίζοντες, η Ρωσία είναι πιο ανοιχτή στο διάλογο με τη Δύση, ενώ όταν αναλαμβάνουν τα ηνία οι σλαβόφιλοι, τότε η Ρωσία ακολουθεί μια πολιτική ενός ιδιότυπου απομονωτισμού.
Παρακολουθώντας από κοντά την εσωτερική ρωσική σκηνή, ο προσεκτικός παρατηρητής θα διαπιστώσει, εύκολα σχετικά, πως αυτή την περίοδο πραγματοποιούνται διεργασίες που θα καθορίσουν την πολιτική της μεγάλης αυτής χώρας για τα επόμενα πολλά χρόνια, αν όχι δεκαετίες. Η σημερινή πολιτική και οικονομική ελίτ της χώρας βρίσκεται μπροστά σε ένα μεγάλο και δύσκολο να απαντηθεί δίλημμα: να επιδιώξει μια βελτίωση των σχέσεων της με τη Δύση και συγκεκριμένα με την Ευρωπαϊκή Ένωση (οι ΗΠΑ είναι ένα άλλο ξεχωριστό κεφάλαιο) ή να προχωρήσει σε έναν ιδιότυπο απομονωτισμό και μια στροφή προς Ανατολάς, στην προσπάθεια αξιοποίησης της εμπειρίας από τον Οργανισμό της Σαγκάης και των στενών σχέσεων με την Κίνα και την Ινδία;
Παρά την πολυαναμενόμενη και φημολογούμενη «ανακατανομή» της οικονομικής ελίτ από τον Β. Β. Πούτιν, κάτι τέτοιο δε φαίνεται πιθανό στο άμεσο μέλλον. Ωστόσο, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τη μακραίωνη ρωσική παράδοση που θέλει την «αλλαγή» της ελίτ κάθε 25 – 30 χρόνια (μια παράδοση που χάνεται στα βάθη των αιώνων). Είναι προφανές ότι η «νέα γενιά» της ελίτ, εκείνη που διαμορφώθηκε μετά το 2000 – 2001 αδημονεί για την αλλαγή αυτή.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να εξεταστεί και το προαναφερθέν δίλημμα της Ρωσίας. Μια πιο «ανοιχτή πολιτική» με τη Δύση, θα σημαίνει μια πολιτική, τουλάχιστον τυπικής, προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μια πολιτική ενθάρρυνσης του διαλόγου, της κατανόησης, της ανεκτικότητας, στα όρια πάντα των δυνατοτήτων και της βούλησης της ρωσικής πλευράς που είναι, ακόμη και σήμερα, ιδιαίτερα επιφυλακτική και σκεπτικιστικά διατεθειμένη έναντι της Δύσης.
Απεναντίας, μια πολιτική όξυνσης των αντιθέσεων, άρνησης του διαλόγου, και, κυρίως απομονωτισμού, θα ευνοήσει εκείνο το τμήμα της οικονομικής και πολιτικής ελίτ που ποντάρει την επανίδρυση της «Αγίας ρωσικής σοβιετικής αυτοκρατορίας», αυτού του μυστικιστικού δόγματος, που έκανε την επίσημη εμφάνιση του πριν λίγα χρόνια στη Ρωσία, οι απαρχές όμως του οποίου χάνονται στα βάθη του χρόνου.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση παρακολουθεί, όσο το επιτρέπουν οι δυνατότητες της βαρόνης Άστον, τις εξελίξεις, μα τόσο η αλλαγή στην ηγεσία της Επιτροπής, όσο και η αλλαγή στη θέση του Ύπατου Εκπροσώπου, προφανώς έχουν διαδραματίσει το δικό τους ρόλο στην αβελτηρία που παρατηρείται. Παρόλα αυτά όμως, οι εξελίξεις στην Ουκρανία, δείχνουν πως έχει επιτευχθεί ένας βασικός συμβιβασμός μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ και πως στην ΕΕ (δηλαδή στη Γερμανία) έχει ανατεθεί ο ρόλος του τεχνικού συμβούλου στη διευθέτηση των διαφόρων πολιτικών και οικονομικών πλευρών, αυτού του ακανθώδους ζητήματος.
Το ερώτημα που τίθεται εκ του ρωσικού διλήμματος δεν αφορά μόνο την ίδια τη Ρωσία, αλλά και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η απάντηση στο δίλημμα αυτό αφορά, κατά κύριο λόγο, την Ευρώπη, η οποία έχει αναπτύξει ένα πολυδαίδαλο σύστημα σχέσεων με τη Ρωσία, σε οικονομικό, πολιτικό και πολιτισμικό επίπεδο. Είναι προς το συμφέρον της να «τραβήξει» τη Ρωσία προς το μέρος της, μέσω του διαλόγου, της πολιτικής των ανοιχτών συνόρων και της αλληλοκατανόησης. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί όχι μόνο μέσω των επιχειρηματικών αποστολών, αλλά, κυρίως, μέσω των πολιτιστικών ανταλλαγών. Παράλληλα, ένα μέτρο που θα αφόπλιζε, κυριολεκτικά, εκείνο το μέρος της ρωσικής ελίτ που ομνύει στο όνομα του απομονωτισμού, θα ήταν η κατάργηση των θεωρήσεων βίζας για τους Ρώσους πολίτες. Ας μη ξεχνάμε την ιστορική εμπειρία του πρόσφατου παρελθόντος: κατά τη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου, μερικοί ραδιοσταθμοί που εξέπεμπαν στη ρωσική γλώσσα ήταν η μοναδική χαραμάδα διάδοσης των δυτικών αρχών και αξιών στην πέραν του Παραπετάσματος περιοχή. Σήμερα, η διάδοση του διαδικτύου και η σύγκλιση των τεχνολογιών επιτρέπουν πολλαπλάσιας δύναμης πυρός διείσδυση και διάλογο, γεγονός που συμβάλει θετικά στις διαπολιτισμικές ανταλλαγές και την αλληλοκατανόηση. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειώσουμε πως τους τελευταίους μήνες έχουν υιοθετηθεί διάφορα νομοθετικά μέτρα για τον έλεγχο του διαδικτύου από την πλευρά της ρωσικής εξουσίας, γεγονός που δείχνει ότι παρά τις διακηρύξεις, η πολιτική καταστολής συνεχίζεται με πιο εκλεπτυσμένα μέσα αυτή τη φορά.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να διαμορφώσει μια νέα πολιτική προσέγγισης της Ρωσίας ως αυτόνομου και ανεξάρτητου πολιτισμικού οργανισμού, ο οποίος βρίσκεται στο μεταίχμιο των εποχών και των περιοχών. Η Ευρώπη έχει και την ιστορική εμπειρία, αλλά και τη γνώση του Άλλου, εν προκειμένω της Ρωσίας. Μια πολιτική απώθησης της Ρωσίας θα έχει πολλαπλά αρνητικά αποτελέσματα στη γειτονία της Ευρώπης με τη χώρα αυτή, αλλά και το γεωπολιτικό και πολιτισμικό βάθος στην πέραν των Ουραλίων περιοχή. Μια τέτοια πολιτική θα ενθαρρύνει δυνάμεις που έρχονται από το μακρινό παρελθόν της Ρωσίας, ανθρώπους που γνωρίζουν καλά το χειρισμό της πολιτικής χειραγώγησης των μαζών, ανθρώπους που γνωρίζουν πως η κολακεία της εθνικής αυτοσυνείδησης, η προώθηση των σλαβοφιλικών ιδεών σε συνδυασμό με μια πολεμική της παγκοσμιοποίησης, θα εξασφαλίσει την μακροημέρευση και την ευημερία της κάστας τους. Παράλληλα, όμως, θα φέρει σε απόγνωση μεγάλα τμήματα της ρωσικής κοινωνίας, τα οποία ελπίζουν πως μια πολιτική ανοιχτών θυρών με τη Δύση θα συμβάλει στη βελτίωση τόσο του βιοτικού τους επιπέδου, όσο και της ελευθερίας στην πνευματική ζωή της χώρας.
Η πολιτική προσέγγισης της Ρωσίας, θα βοηθήσει, παράλληλα, εκείνες τις δυνάμεις στο εσωτερικό της χώρας που επιθυμούν αυτό το διάλογο, που αντιστέκονται στις πολιτικές του απομονωτισμού, που αντιπαλεύουν τη νοοτροπία του ρωσικού εξαιρετισμού. Πρόκειται για μικρές, αλλά υπαρκτές δυνάμεις τόσο μέσα στα πλαίσια της σημερινής κυρίαρχης ελίτ όσο και μέσα στις δυνάμεις της αντιπολίτευσης και της ρωσικής διανόησης που ανέκαθεν είχε και έχει μια ιδιαίτερη ευαισθησία όσον αφορά στις σχέσεις με τη Δύση.
Στα πλαίσια της ευρωπαϊκής αυτής πολιτικής, ιδιαίτερη θα πρέπει να είναι η θέση της Ελλάδας, ως έμπιστου ενδιάμεσου. Είναι ένας ρόλος για την Ελλάδα, τον οποίο η ρωσική πλευρά έχει δείξει πως θα τον ενέκρινε, υπό προϋποθέσεις. Αφορμή για την ανάπτυξη αυτού του είδους σχέσεων θα μπορούσε να είναι το 2016, όπου θα πραγματοποιηθούν οι εορτασμοί του «Έτους Ρωσίας» στην Ελλάδα και του αντίστοιχου «Έτους Ελλάδας» στη Ρωσία. Αρκεί, βέβαια, να μην αναλάβουν τη διοργάνωση του παροπλισμένοι διπλωμάτες, συγγενείς του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος, κοσμικές κυρίες που υποδύονται τους δημοσιογράφους και στελέχη υπουργείων γνωστά για τις διαπλοκές τους με συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα.
Οι σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη Ρωσία, δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται ελαφρά τη καρδία. Πρόκειται για το μεγαλύτερο και ισχυρότερο γείτονα της Ευρώπης, κύριο εταίρο της σε πολλούς οικονομικούς τομείς και προνομιακό της συνομιλητή στον διαπολιτισμικό διάλογο. Η νηφαλιότητα, η ψυχραιμία, η γνώση του άλλου και της ιστορίας του, θα πρέπει να είναι τα βασικά κριτήρια ανάλυσης και καθορισμού της πολιτικής. Ο ετεροκαθορισμός, με βάση συμφέροντα άλλων, που βρίσκονται πολύ μακριά από την περιοχή, το μόνο που επιτυγχάνει είναι η αύξηση της εκατέρωθεν καχυποψίας, η δυσανεξία απέναντι στον άλλον και εν τέλει, η απομόνωση. Αυτό όμως δε συμφέρει κανέναν.