Το δίλημμα και το αδιέξοδο

Σταύρος Τσακυράκης 17 Μαρ 2014

Πολλά θα μπορούσε να πει κανείς για το δίλημμα Ν.Δ. ή ΣΥΡΙΖΑ που κυριαρχεί εδώ και καιρό στην πολιτική ζωή του τόπου και επανέρχεται με ιδιαίτερη ένταση όταν πλησιάζουν οι κάλπες. Θα υποστηρίξω σε δύο θέσεις: πρώτον, ότι πρόκειται για ένα δίλημμα που καλύπτει την ακινησία και την επιβεβαίωση του φαύλου παλαιοκομματικού κατεστημένου, δεύτερον, ότι σε κάθε περίπτωση είναι αδιέξοδο για τη χώρα. Ολη η στρατηγική της κυβέρνησης στηρίζεται στη δαιμονοποίηση της αντιπολίτευσης. Τρίβει τα χέρια της κάθε φορά που μιλάει ο Παναγιώτης Λαφαζάνης και υπολογίζει ότι αφού ένα σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος δεν συγκινείται από τα ιδεώδη του πρώην υπαρκτού ή τριτοκοσμικού σοσιαλισμού, στο τέλος, ακόμη και πιάνοντας τη μύτη του, θα συσπειρωθεί μαζί της. Με άλλα λόγια, πιστεύει ότι το σκηνικό των τελευταίων εκλογών που την έφερε στην εξουσία μπορεί να επαναλαμβάνεται με επιτυχία ξανά και ξανά. Η πεποίθηση αυτή την οδήγησε στην εγκατάλειψη της νοοτροπίας «αλλάζουμε ή βουλιάζουμε» και στην απροκάλυπτη υιοθέτηση μιας απαράλλακτης με το παρελθόν διαχείρισης της εξουσίας. Αφενός επιδίδεται στην ικανοποίηση μικροσυμφερόντων, αφετέρου συναλλάσσεται με όλο το παλιό οικονομικό και μιντιακό κατεστημένο προσπαθώντας να συντηρήσει προνόμια· σε μικροκλίμακα βέβαια αυτή τη φορά, αφού τα λεφτά είναι περιορισμένα.

Θα μπορούσε να περιγράψει κανείς με μελανά χρώματα τη δραστηριότητα της κυβέρνησης σε όλους τους τομείς (Διοίκηση, Παιδεία, Υγεία, Ασφάλιση). Περιορίζομαι μονάχα στους διορισμούς του Χρ. Παπουτσή και του Γιάννη Παπαθανασίου για τον εύγλωττο συμβολισμό που περιέχουν τόσο της φαύλης νοοτροπίας όσο και της αδιαφορίας για τυχόν αντιδράσεις της κοινής γνώμης.

Η αντιπολίτευση από τη δική της πλευρά φαίνεται να βολεύεται μια χαρά με την ακινησία και την ανασύσταση του παλαιοκομματικού κράτους. Οσο δεν αλλάζει η κατάσταση τόσο οι γενικόλογες καταγγελίες και το δίλημμα Μνημόνιο ή εμείς φαντάζουν σαν εναλλακτική λύση. Ετσι εξηγείται γιατί δεν επιδιώκει οποιαδήποτε μεταρρύθμιση και συστηματικά ενισχύει κάθε συντεχνιακό αίτημα αναβίωσης του παλαιοκομματικού πελατειακού κατεστημένου. Ετσι εξηγείται γιατί στους κόλπους της βρήκαν θαλπωρή όλοι οι συνδικαλιστικοπατέρες του δημόσιου τομέα. Η εξουσία έχει γίνει αυτοσκοπός, υπολογίζει ότι πού θα πάει, μια, δυο, τρεις, αναπόφευκτα θα έρθει η σειρά της.

Το μεγάλο δίλημμα της εξασφαλίζει την υποστήριξη πολλών που δεν πιστεύουν διόλου σε αυτά που λέει. Τους ρωτάς: «θέλετε να γίνουμε Βενεζουέλα;». Σου απαντούν «σιγά μη γίνουμε, μη δίνεις σημασία σε υπερβολές». Τους λες: «νομίζετε ότι όλοι αυτοί οι παλαιοσυνδικαλιστές πολιτικάντηδες του βαθέος ΠΑΣΟΚ που έχουν μαζευτεί στο κόμμα σας θα φτιάξουν το νέο κράτος;». Σου απαντούν «έλα τώρα, σιγά μη κυβερνήσουν αυτοί;». Το ότι η αντιπολίτευση δεν είναι πειστική ούτε από τη μία άκρη ούτε από την άλλη φαίνεται σε διάφορες εκλογές επαγγελματικών οργανώσεων όπου καταγράφει μια δύναμη σαφώς μικρότερη του ποσοστού που πήρε στις βουλευτικές εκλογές. Αυτό, όμως, δεν την αποθαρρύνει, ελπίζει ότι στο γενικό πεδίο το δίλημμα θα λειτουργήσει τελικά ευνοϊκά.

Το δίλημμα Ν.Δ. ή ΣΥΡΙΖΑ επιλέγεται και από τους δύο, επειδή καλύπτει την ανεπάρκειά τους και ο καθένας πιστεύει ότι ευνοείται από αυτό. Αναπαράγει, όμως, το παλιό κατεστημένο και εγκλωβίζει όλη την κοινωνία σε ένα τρομερό αδιέξοδο. Οποιος και να κυβερνήσει δεν υπάρχει ελπίδα για κάτι καλό. Ας κάνουμε μια υπόθεση εργασίας. Ας υποθέσουμε ότι με μια μονοκοντυλιά διαγράφεται όλο το χρέος. Πιστεύει κανείς ότι, είτε η Ν.Δ. κυβερνά είτε ο ΣΥΡΙΖΑ, θα αλλάξουμε πορεία; Θα υπάρξει ανάπτυξη μοιράζοντας το πλεόνασμα και δίνοντας επιδόματα ή αυτή θα γίνει με νέους διορισμούς στο Δημόσιο; Πολύ φοβάμαι ότι είτε με τον έναν είτε με τον άλλο, το 2015 θα αναζητούμε νέα δανεικά για να πληρώνουμε συντάξεις.

Δεν υπάρχει ελπίδα να βγούμε από την πρωτοφανή κρίση αν δεν αλλάξουν οι πρακτικές και η νοοτροπία που την δημιούργησαν. Στην Ευρώπη το λένε πια καθαρά: το κύριο πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι η οικονομία, αλλά το πολιτικό κατεστημένο που είναι ανίκανο να αλλάξει νοοτροπία και να κάνει αλλαγές. Αυτό το πολιτικό κατεστημένο δεν είναι υπερασπίσιμο στους πολίτες. Πρέπει να σαρωθεί από κάτι καινούργιο που μέσα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης θα προβάλει την αξιοκρατία και την ίση μεταχείριση των πολιτών ως θεμελιώδη στοιχεία της δημοκρατίας και τον σεβασμό και φροντίδα για κάθε πολίτη ως βασικά στοιχεία της δικαιοσύνης. Οι πολίτες τα έχουν ξανακούσει αυτά και αναγνωρίζουν την αξία τους. Αμφιβάλλουν, όμως, και απολύτως δικαιολογημένα για την ειλικρίνεια ή την ικανότητα των παλιών πολιτικών προσώπων. Φυσικά και μπορούν να διακρίνουν, φυσικά και δεν τους βάζουν όλους στο ίδιο τσουβάλι, φυσικά και οι πιο άξιοι θα συμβάλλουν στην αναγέννηση της χώρας. Δεν μπορούν, όμως, να ηγηθούν σε ένα νέο ξεκίνημα που θέλει να συνεγείρει τους πάντες σε μια ριζική αλλαγή νοοτροπίας. Οι πολίτες θέλουν να πειστούν ότι κάποιος εννοεί αυτά που λέει και θα προσπαθήσει να τα εφαρμόσει. Θέλουν να πειστούν ότι κάποιος τους υπολογίζει όχι για να τους χαρίσει κάποια λεφτά αλλά γιατί οι ίδιοι είναι «όλα τα λεφτά».