Πολλοί φίλοι, άνθρωποι που πιστεύουν στον πολιτικό και οικονομικό εκσυγχρονισμό της χώρας, μου θέτουν συχνά το ερώτημα γιατί μπήκα στον πολιτικό στίβο μέσα από ένα χώρο που βαρύνεται με τόσα σφάλματα και γιατί δεν επέλεξα να πολιτευθώ με ένα νέο κόμμα που επαγγέλλεται ―και αυτό― τον εκσυγχρονισμό της χώρας, όπως, για παράδειγμα, η ΔΡΑΣΗ του Στέφανου Μάνου.
1) Κατ’ αρχάς, η δική μου ιδεολογική συγκρότηση ως φιλελεύθερου σοσιαλδημοκράτη με τοποθετεί αυτόχρημα στον χώρο του ΠΑΣΟΚ, ενός κόμματος που σήμερα, ενόψει της κρίσης αλλά και της συνειδητοποίησης των λαθών του, βρίσκεται περισσότερο από ποτέ άλλοτε σε αναζήτηση ενός σύγχρονου σοσιαλδημοκρατικού λόγου, παρακολουθώντας, μάλιστα, τις αντίστοιχες συζητήσεις και τους προβληματισμούς οι οποίοι αναπτύσσονται στους χώρους της ευρύτερης ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας αλλά και του αμερικανικού, κοινωνικά ευαίσθητου, πολιτικού φιλελευθερισμού. Επομένως, με τον Στέφανο Μάνο με χωρίζουν ιδεολογικές διαφορές. Για να είμαι δίκαιος, σπεύδω να τονίσω ότι ο Μάνος δεν είναι νεοφιλελεύθερος, όπως πολλοί, πρόχειρα και ανόητα, προσπάθησαν να τον χαρακτηρίσουν. Είναι πολιτικά και οικονομικά φιλελεύθερος, με έντονο πραγματισμό στη σκέψη του και στη δράση του. Αυτά του τα αναγνωρίζω. Εκείνο που μ’ ενοχλεί είναι ότι ποτέ δεν τον άκουσα να ασκεί κριτική στο οικονομικό μοντέλο της ελεύθερης αγοράς όπως αναπτύχθηκε από τη δεκαετία του ‘90 και εφεξής στην Ευρώπη (με πρωταγωνιστές και τους Ευρωπαίους σοσιαλιστές, είναι η αλήθεια) και το οποίο, εν μέρει τουλάχιστον, ευθύνεται και για τη σημερινή κρίση στην ευρωζώνη. Εγώ είμαι μεν φιλελεύθερος και αντικρατιστής, αλλά είμαι ένας φιλελεύθερος σοσιαλδημοκράτης (όχι απλώς φιλελεύθερος!), πράγμα που σημαίνει ότι είναι πιο έντονη η κοινωνική διάσταση των οικονομικών ζητημάτων στους πολιτικούς μου προβληματισμούς
2) Από την άλλη, όσο και να μην έπαιξαν, ασφαλώς, τον πιο αποφασιστικό ρόλο στην επιλογή μου, σημασία έχουν, επίσης, οι οικογενειακές πολιτικές μου καταβολές. Οι γονείς μου υπήρξαν, πάντα, σταθερά ιδεολογικά προσανατολισμένοι προς το ΠΑΣΟΚ. Ο πατέρας του πατέρα μου, αγρότης από τη Βοιωτία, ήταν σταθερά υποστηρικτής των διαφόρων εκφράσεων της δημοκρατικής παράταξης. Ο πατέρας της μητέρας μου, Κωνσταντίνος Τριποδάκης, πλωτάρχης του πολεμικού ναυτικού (τον οποίο δεν πρόλαβα να γνωρίσω) και του οποίου φέρω το όνομα, υπήρξε σταθερά Βενιζελικός και κατόπιν υποστηρικτής του δημοκρατικού Κέντρου. Η δε καταγωγή του από την Κρήτη και οι πεποιθήσεις του συντέλεσαν στο να τον αποστρατεύσουν, άκαιρα, από το πολεμικό ναυτικό.
3) Ο τελευταίος αλλά εξίσου σημαντικός λόγος που με οδήγησε να επιλέξω το ΠΑΣΟΚ αντί της ΔΡΑΣΗΣ προέρχεται από το παράδειγμα ενός ανθρώπου της πράξης. Αυτός είναι ο Γιάννης Μπουτάρης. Ο Γιάννης Μπουτάρης, επιτυχημένος επιχειρηματίας, ο οποίος είχε συνταχθεί στο παρελθόν ανοιχτά υπέρ του Στέφανου Μάνου και των πολιτικών του πρωτοβουλιών, όταν θέλησε να υλοποιήσει το όραμα του για την πόλη που αγαπάει, αντιλήφθηκε ότι κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μέσω συμμαχιών. Έτσι επέλεξε το χώρο της κεντροαριστεράς, καταφέρνοντας αυτό που μέχρι τότε φάνταζε ακατόρθωτο. Αν ο Γιάννης Μπουτάρης επέλεξε να συμμαχήσει, στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης, με πολιτικές δυνάμεις που παρουσιάζονται σήμερα ως το απόλυτο κακό, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι στο επίπεδο της κεντρικής πολιτικής σκηνής αυτή η ανάγκη είναι πολλαπλασιασμένη στη νιοστή.
Οι παραπάνω λόγοι για την προτίμηση του ΠΑΣΟΚ έναντι της ΔΡΑΣΗΣ αφορούν, όμως, εμένα προσωπικά. Μεγαλύτερη σημασία ενδεχομένως έχουν κάποια άλλα επιχειρήματα, όπως τα ακόλουθα, που αφορούν στο γιατί κάποιος ψηφοφόρος που αμφιταλαντεύεται μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΔΡΑΣΗΣ, πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να αποφασίσει, τελικώς, υπέρ της πρώτης επιλογής:
1) Για να είμαι όσο πιο ξεκάθαρος γίνεται, τονίζω, από την αρχή, ότι εκτιμώ πολλές από τις απόψεις που σταθερά διατυπώνονται, εδώ και πολλά χρόνια, στην αρθρογραφία του Στέφανου Μάνου (βλ. το βιβλίο του, «Αντιστρουθοκαμηλικά», Εκδόσεις Καθημερινή, 2010), διατηρώ όμως και ορισμένες σοβαρές επιφυλάξεις του για τον χειρισμό, από μέρους του, από θέσεις κυβερνητικής ευθύνης, κρίσιμων ζητημάτων, π.χ. στον τομέα της ενεργειακής πολιτικής (βλ., εν προκειμένω, την πολύ προσεκτική και τεκμηριωμένη κριτική που του άσκησε ο Αναστάσης Πεπονής στο βιβλίο του, «Για το ζήτημα του Αιγαίου», Εκδόσεις Λιβάνη, 2008). Προτείνω σε κάθε ενδιαφερόμενο την ανάγνωση και των δύο βιβλίων, ώστε να εξαγάγει μόνος του τα δικά του συμπεράσματα, αντιστεκόμενος, έτσι, στον πολιτικά άγονο και φοβερά επιζήμιο, καταγγελτικό και ισοπεδωτικό λόγο ο οποίος εκφέρεται από πολλές πλευρές του πολιτικού μας φάσματος, ακόμη και σήμερα, σε εποχή δεινής οικονομικής, πολιτικής και πολιτισμικής κρίσης για τους Έλληνες.
2) Σε ότι αφορά ειδικά το ΠΑΣΟΚ πρέπει να σημειώσει κανείς ότι παρά τα σοβαρά πολιτικά λάθη στα οποία συχνά υπέπεσε στην πολιτική του ιστορία, εντούτοις, στις κρίσιμες για τον τόπο στιγμές, επέδειξε ορθά ανακλαστικά, αφού αφουγκράσθηκε σωστά τις ανάγκες της κοινωνίας (π.χ. με την εκλογή του Κ. Σημίτη το 1996 και την αποδοχή του κοινωνικού αιτήματος για τον εκσυγχρονισμό των οικονομικών και πολιτικών δομών της χώρας μας αλλά και με την πρόσφατη αυτόβουλη παραίτηση του Γ. Παπανδρέου από την πρωθυπουργία, προκειμένου να σχηματιστεί κυβέρνηση ευρείας κοινοβουλευτικής αποδοχής υπό τον Λ. Παπαδήμο, με σκοπό την αποφυγή της άτακτης χρεωκοπίας της χώρας). Νομίζω ότι δικαιούται κανείς να ισχυριστεί ότι το ΠΑΣΟΚ έχει επιδείξει μεγαλύτερη «θετική ευελιξία» απ’ όση φαίνεται να έχει επιδείξει ο Μάνος στη μακρόχρονη πολιτική του σταδιοδρομία μέσα από διαφορετικούς πολιτικούς σχηματισμούς, γεγονός που γεννά ανάλογες προσδοκίες και για τη μελλοντική συμπεριφορά του ΠΑΣΟΚ ως δύναμης κυβερνητικής ευθύνης και εκσυγχρονιστικής προοπτικής.
3) Εάν κοιτάξει κανείς προσεκτικά τα ψηφοδέλτια της ΔΡΑΣΗΣ, θα διαπιστώσει ότι αποτελούνται μεν, στην πλειονότητά τους, από καλούς υποψηφίους (ανθρώπους, δηλαδή, με τυπικά και ουσιαστικά προσόντα), όμως αυτοί δεν προέρχονται από όλες τις κοινωνικές τάξεις, όπως συμβαίνει με τους υποψηφίους του ΠΑΣΟΚ, ενός κόμματος που επιδιώκει να εκφράσει όλες τις δυνάμεις του κοινωνικού φάσματος. Θα ήθελα, στο σημείο αυτό, να θέσω υπ’ όψιν σας τον ακόλουθο προβληματισμό του Δημοσθένη Κούρτοβικ, που διατυπώθηκε στο άρθρο του, «Μνημονολογία ή: άλλα λόγια να αγαπιόμαστε», στα ΝΕΑ της 28ης Απριλίου 2012: «Δεν μπορώ όμως να μη προσθέσω ότι, παρόλο που εκτιμώ τον πολιτικό ορθολογισμό του Μάνου, όπως και την εντιμότητά του, με κάνει δύσπιστο η μεγάλη βιωματική απόσταση που χωρίζει αυτό τον πολιτικό από κοινωνικά στρώματα πιο αδύναμα από εκείνο στο οποίο ανήκει ο ίδιος. Πιστεύω ότι και στην πολιτική επίσης υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούν να κατανοηθούν επαρκώς μόνο με τη λογική. Χρειάζεται και η ενσυναίσθηση, που όπως και να το κάνουμε δεν είναι άσχετη με το βιογραφικό ενός ανθρώπου».
4) Η επιλογή υπέρ του ΠΑΣΟΚ επιτάσσεται ενδεχομένως και από τη διαμορφωθείσα πολιτική κατάσταση. Πολλαπλασιάζονται οι φωνές ανθρώπων, οι οποίοι αναπολούν τη Χούντα και λοιδορούν με χυδαίο τρόπο την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, πιστεύοντας ότι, στήνοντας μερικές κρεμάλες ή καίγοντας ό,τι βρουν μπροστά τους, θα γεννηθεί ξαφνικά το νέο που θα είναι νομοτελειακά καλύτερο από το παλαιό και θα αλλάξει πλήρως την κατάσταση. Εν όψει αυτού του ακραίου και μηδενιστικού πολιτικού λόγου και των κινδύνων που συνεπάγεται για την κοινοβουλευτική δημοκρατία, πιστεύω ότι θα ήταν σημαντικό άνθρωποι με καθαρή σκέψη να βγουν και να πουν ότι ακόμα και εντός του κόμματος που κυβέρνησε για τόσο μεγάλο διάστημα τη χώρα μας υπήρξαν προσωπικότητες και πολιτικές που «έσπρωξαν» τη χώρα μπροστά, ασχέτως του αν σε δεδομένες χρονικές στιγμές το μεταρρυθμιστικό τους έργο μπλοκαρίστηκε από ισχυρές ομάδες πίεσης. Πιστεύω, λοιπόν, ότι είναι απολύτως επιτακτικό να περάσει το μήνυμα στήριξης του υπάρχοντος κοινοβουλευτικού συστήματος. Και αυτός ο στόχος μπορεί να υλοποιηθεί καλύτερα, δηλαδή πιο αποτελεσματικά, μέσα από την υπερψήφιση ενός πολιτικού φορέα όπως το ΠΑΣΟΚ, που, παρά τα λάθη του (το επαναλαμβάνω!), εξέφρασε, σε επίπεδο πολιτικών, επανειλημμένα και ορθά, το μαζικό αίτημα μεγάλου μέρους της κοινωνίας για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στην παιδεία, στη δημόσια διοίκηση, στην οικονομία, κλπ.
Εαν, λοιπόν, συμφωνείτε μαζί μου σε κάποια από τα παραπάνω επιχειρήματα, σας καλώ να προτιμήσετε στις εκλογές της 6ης Μαΐου το ΠΑΣΟΚ έναντι της, όντως, αξιόλογης ΔΡΑΣΗΣ, του αξιόλογου Στέφανου Μάνου.