Το δίλημμα

Παύλος Τσίμας 01 Φεβ 2017

Ήταν κάποτε τα PIGS. Δηλαδή, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Ελλάδα και η Ισπανία. Οι τέσσερις χώρες της περιφέρειας του ευρώ που άναβαν κόκκινο στους υπολογιστές των επενδυτών και των οίκων αξιολόγησης, μετά το κραχ του 2008. Τα στοιχήματα ήταν ποια από αυτές θα πέσει πρώτη. Ποια θα βρεθεί πρώτη αποκλεισμένη από τις αγορές, αδύναμη να εξοφλήσει τους πιστωτές της, αντιμέτωπη με μια πρωτοφανή πρόκληση: την χρεοκοπία μιας χώρας που δεν έχει ούτε δικό της νόμισμα, ούτε δική της κεντρική τράπεζα και που ανήκει σε μια νομισματική ένωση που δεν έχει προετοιμαστεί για ένα τέτοιο ενδεχόμενο και θα αυτοσχεδιάσει. Ο κλήρος μας έπεσε σ’ εμάς.

Τελικά, η Ισπανία την γλίτωσε, αλλά οι τρεις από τις χώρες που κρύβονταν πίσω από το κακόφημο αυτό ακρωνύμιο- εμείς, οι Πορτογάλοι και οι Ιρλανδοί- βρεθήκαμε, ανάμεσα στον Απρίλιο του 2010 και τον Μάιο του 2011, στην ανάγκη ενός δανείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ που δόθηκε με την συνοδεία ενός «μνημονίου» και την αίρεση της εποπτείας από μια «τρόϊκα». Κι έπειτα, μείναμε μόνοι. The lonely pig- η μόνη χώρα της ευρωζώνης που δεν κατάφερε να βγει από την ανάγκη των «επίσημων» δανείων και την ντροπή της επιτροπείας που τα συνοδεύει. Η μόνη από τα PIGS που έζησε την δημοσιονομική της διόρθωση, όχι ως ένα μικρό δυσάρεστο διάλειμμα, του οποίου οι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες ήδη ανατάχθηκαν (όπως συνέβη με την Ιρλανδία, αλλά και με την Πορτογαλία σε μεγάλο βαθμό). Αλλά ως πραγματικό αρμαγεδδώνα. Ως καταστροφή.

Ένα γνωστό και έγκυρο ινστιτούτο, το Bruegel των Βρυξελλών, είχε κάποτε παρουσιάσει μια αναλυτική συγκριτική μελέτη των επιπτώσεων που είχαν τα μνημόνια στις τρεις χώρες που εφαρμόστηκαν. Και ήταν πραγματικά αποκαρδιωτική η σύγκριση. Η Ελλάδα είχε υποστεί πολλαπλάσια, δραματικά μεγαλύτερη μείωση εισοδήματος, πλούτου και θέσεων εργασίας απ ό,τι οι άλλες δύο χώρες. Πώς το εξηγείτε; Ειχα ρωτήσει τον υπέυθυνο της μελέτης. «Υπάρχουν πολλοί και σύνθετοι λόγοι», μου απάντησε. «Για παράδειγμα εσείς ξεκινήσατε από πολύ χειρότερη θέση. Αλλά αν έπρεπε να διαλέξω έναν μόνο λόγο θα έλεγα ότι η διαφορά της Ελλάδας από τις άλλες δύο χώρες είναι ότι κανείς ποτέ δεν μίλησε για Irlexit ή για Portexit. Μίλησαν όμως πολλοί και επί πολύ για Grexit».

Μια νεότερη μελέτη, που επικαλείται ο Φίλιππος Σαχινίδης, εκτιμά ότι, πράγματι, το μισό μόνο των απωλειών του εθνικού εισοδήματος που υποστήκαμε οφείλεται σε αυτά καθ’ εαυτά τα μέτρα λιτότητας. Το άλλο μισό είναι το κόστος της αβεβαιότητας, μέσα στην οποία κινούμαστε, με μικρά φωτεινά διαλείμματα από τις αρχές του 2011. Οι αξιολογήσεις που δεν κλείνουν, οι διαπραγματεύσεις που παρατείνονται, άλλοτε γιατί οι ελληνικές κυβερνήσεις δειλιάζουν κι άλλοτε επειδή οι δανειστές εγείρουν παράλογες απαιτήσεις, τα μέτρα που απειλούνται αλλά αναβάλονται, οι δηλώσεις Σόιμπλε, που παράγουν ανασφάλεια ως προς το μέλλον της χώρας στην ζώνη του ευρώ- όλα αυτά που συνθέτουν το φόντο της ζωής μας έξι χρόνια τώρα, είναι στην πραγματικότητα η βασική αιτία των δυστυχιών μας. Κοστίζουν ακριβά- σε χαμένες καταθέσεις, ματαιωμένες επενδύσεις, συγκράτηση κατανάλωσης κλπ.

Για την κατάσταση αυτή φταίμε κι εμείς, φυσικά. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα, στην οποία οι βασικές πολιτικές δυνάμεις δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν ούτε στο αυτονόητο- το γεγονός της χρεοκοπίας. Αλλά φταίει, επίσης, η σχεδόν ρατσιστική μερικές φορές αντιμετώπιση της χώρας και των προβλημάτων της, πίσω από την οποία κρυβόταν ο αρχήθεν πειρασμός να δοκιμαστεί η «προσωρινή» έξωσή της από την ευρωζώνη, ως μέσο παραδειγματισμού και φρονηματισμού των υπολοίπων.

Κι έτσι κάθε τόσο βρισκόμασταν στο ίδιο δεινό δίλημμα: να πιούμε ένα ακόμη πικρό ποτήρι «μέτρων», με πολιτικό και οικονομικό κόστος; Ή να παρατείνουμε την εκκρεμότητα, τρενάροντας τις διαπραγματεύσεις, σκηνοθετώντας εντάσεις- με αποτέλεσμα να παρατείνεται και η φονική αβεβαιότητα;

Ελπίζαμε ότι, μετά τον Σεπτέμβριο του 2015, όταν επιτέλους, ένα μνημόνιο (το τρίτο!) είχε υιοθετηθεί από ευρεία πολιτική πλειοψηφία και είχε νομιμοποιηθεί στις κάλπες, θα είχαμε απαλλαγεί από το δίλημμα. Μα να το, που επιστρέφει. Να που πρέπει να διαλέξουμε: να ψηφίσουμε τώρα μέτρα για το 2019, να τα σπάσουμε ή να παρατείνουμε το παζάρι μέχρι το φθινόπωρο και όσοι επιζήσουν να κάνουν τον λογαριασμό;

Το δίλημμα επιστρέφει με τα φτερά άλλης μιας διαπραγμάτευσης που έχει δράμα και σασπένς, αλλά δεν έχει στόχο. Γιατί ακόμη, επτά χρόνια μετά, η Ελλάδα δεν έχει ένα δικό της σχέδιο, made in Greece, για τις αλλαγές, τις μεταρρυθμίσεις που η ίδια θα ήθελε να κάνει, για να φθάσει σ’ ένα καινούργιο πρότυπο βιώσιμης ανάπτυξης, που θα αντικαταστήσει το μοντέλο που χρεοκόπησε- της οικονομικής μεγέθυνσης μέσω μιας διαρκούς διεύρυνσης της κατανάλωσης μέσω δανεικών με κρατική εγγύηση.

Και, ως γνωστόν, ο ασφαλέστερος τρόπος να χαθείς (σε αδιέξοδα διλήμματα) είναι να μην ξέρεις που θέλεις να πάς.