Η ταινία «Αγάπη» (Amour) του Μίκαελ Χάνεκε δεν με ενθουσίασε. Με προβλήματισε όμως. Διότι φέρνει στο προσκήνιο, με σκληρό τρόπο, το θέμα του θανάτου με αξιοπρέπεια και της ευθανασίας ως διεξόδου από μια επάρατη και άκρως επώδυνη ασθένεια. Προκαλεί ερωτήματα και διλήμματα για το τι είναι ηθικό, τί είναι νομικά ορθό και τι είναι ιατρικά αποδεκτό να κάνει ένας ασθενής όταν υποφέρει από μια τέτοια ασθένεια. Πρέπει, εν τέλει, η ευθανασία, ο αξιοπρεπής θάνατος, να είναι ανάμεσα στις επιλογές του;
Η συζήτηση για το δικαίωμα στον αξιοπρεπή θάνατο και στην ευθανασία δεν είναι καινούργια. Πάει πίσω στις δεκαετίες του ’50 και του ΄60. Αναζωπυρώθηκε, όμως, πρόσφατα λόγω δύο γεγονότων:
Ο Τόνυ Νλίκλινσον ήταν ένας 58χρονος Βρετανός ο οποίος, έπειτα από σοβαρό εγκεφαλικό που υπέστη το 2005, παρέλυσε από το λαιμό και κάτω και μπορούσε να επικοινωνήσει μόνο με το κλείσιμο των ματιών. Ο Νίκλινσον κατέφυγε στη Βρετανική δικαιοσύνη ζητώντας να αλλάξει ο νόμος έτσι ώστε να επιτρέπεται στο γιατρό του να τον βοηθήσει να θέσει τέρμα στη ζωή του. Τον Αύγουστο του 2012 το αίτημα του Νίκλινσον απορρίφθηκε. Στις 22 Αυγούστου, έξι μέρες μετά την έκδοση της απόφασης, ο Νίκλινσον πέθανε, επειδή αρνούνταν να φάει και να συνεχίζει την αναγκαία φαρμακευτική αγωγή.
Στις 6 του περασμένου Νοεμβρίου οι πολίτες της Μασσαχουσέττης καταψήφισαν σε πολιτειακό δημοψήφισμα, με πολύ μικρή πλειοψηφία, την Πράξη για Θάνατο με Αξιοπρέπεια (Death with Dignity Act). Είχε προηγηθεί μια πολύ έντονη προεκλογική συζήτηση όπου τέθηκαν στο τραπέζι επιχειρήματα απ? όλες τις πλευρές. Το «όχι» κέρδισε με πλειοψηφία 57,128 ψήφων (51% έναντι 49%) επί συνόλου τριών και πλέον εκατομμυρίων ψηφοφόρων. Όλοι οι αναλυτές εκτιμούν ότι, αναπόφευκτα, όταν το θέμα τεθεί ξανά σε δημοψήφισμα (ίσως σε δύο χρόνια) το πιθανότερο είναι ότι το «ναι» θα υπερισχύσει παρά την αναμενόμενη ακόμα μια φορά έντονη αντίδραση της Καθολικής Εκκλησίας.
Είναι, προφανές, λοιπόν ότι η συζήτηση για το δικαίωμα στον αξιοπρεπή θάνατο, και στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, θα ενταθεί. Αργά ή γρήγορα, κυβερνήσεις, πολιτικοί και κοινωνικοί φορείς θα υποχρεωθούν να λάβουν θέση. Το ίδιο θα συμβεί και στην Ελλάδα. Επομένως, το επιχείρημα που κάποιοι ενδεχομένως να προβάλουν, ότι, δηλαδή, μια τέτοια συζήτηση σ? αυτή την δύσκολη συγκυρία της οικονομικής κρίσης είναι πολυτέλεια και επομένως περιτή δεν είναι ισχυρό. Και όχι μόνο αυτό. Η συγκεκριμένη προσέγγιση είναι πρωτίστως συντηρητική. Διότι είναι άμεσα συνυφασμένη με τη φοβία και κάθε είδους ιδεοληψίες. Η εύκολη δικαιολογία ότι «δεν είναι η ώρα για τέτοιου είδους πρωτοβουλίες» χρησιμοποιήθηκε διαχρονικά για να μπλοκαριστούν ο εκσυγχρονισμός και η μεταρρύθμιση των κρατών και των κοινωνιών. Επομένως, το θέμα του δικαιώματος στον αξιοπρεπή θάνατο, όπως γενικότερα όλη η ατζέντα των κοινωνικών δικαιωμάτων, αργά ή γρήγορα θα ξαναβρεθεί στο προσκήνιο. Το συγκεκριμένο θέμα, μάλιστα, δεν πρέπει να θεωρείται μόνο ιατρικό και νομικό. Είναι, κυρίως, θέμα δικαιωμάτων και, ως εκ τούτου, είναι βαθιά πολιτικό.
Πριν προχωρήσουμε, όμως, παρακάτω πρέπει να συμφωνήσουμε σε κάποιους βασικούς ορισμούς και στοιχεία: πρώτον, το επιχείρημα υπέρ του δικαιώματος στην ευθανασία και στον αξιοπρεπή θάνατο αφορά σε συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων οι οποίοι υποφέρουν από αρρώστιες, χρόνιες ή μη, οι οποίες μπορούν να τους οδηγήσουν στη σωματική κατάρρευση και στην ψυχολογική καταρράκωση. Δεν μιλάμε, δηλαδή, για μια χωρίς διακρίσεις και έλεγχο άσκηση αυτού του δικαιώματος.
Δεύτερον, υπάρχει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στην ευθανασία και στο θάνατο με τη βοήθεια γιατρού. Και στις δύο περιπτώσεις χρειάζεται η έγκριση του ασθενούς όσο εκείνος βρίσκεται σε διανοητική κατάσταση που να μπορεί να το εγκρίνει. Στην ευθανασία ο γιατρός συμβάλλει ενεργά στο θάνατο του ασθενή (ο γιατρός ασκεί ο ίδιος τη διαδικασία) ενώ στη δεύτερη περίπτωση έχουμε παθητική συμμετοχή του γιατρού (ο γιατρός αφήνει τον ασθενή να επιλέξει από μόνος του πότε θα λάβει το συνταγογραφημένο φάρμακο που θα τον οδηγήσει στο θάνατο).
Η ευθανασία είναι νόμιμη μόνο σε τρεις Ευρωπαϊκές χώρες: Ολλανδία και Βέλγιο, από το 2002, και Λουξεμβούργο από το 2009. Στις ΗΠΑ η ευθανασία απαγορεύεται. Ωστόσο, στις πολιτείες του Όρεγκον, της Ουάσιγκτον και της Μοντάνα επιτρέπεται ο θάνατος με τη βοήθεια γιατρού. Αυτή η μέθοδος επιτρέπεται επίσης στην Ελβετία.
Είναι γεγονός ότι η όλη συζήτηση επηρεάζεται από παραδοσιακές αντιλήψεις για το θάνατο και την εικόνα που έχουμε σχηματίσει γι? αυτόν μέσα από την κοινωνικοποίηση και τις διάφορες θρησκευτικές ιδεοληψίες.[1] Έτσι, ακόμα και η απλή αναφορά στο θάνατο, πόσο μάλλον στην επιλογή του θανάτου, δημιουργεί στους περισσότερους ανατριχίλα και φόβο. Όμως, ζούμε, πια, σε μια εποχή όπου χρειάζεται ουσιαστική επανεξέταση του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τη ζωή, κατά συνέπεια και τον θάνατο. Χρειάζεται, ταυτόχρονα, ν’ ανοίξει η συζήτηση όχι μόνο για το πως θα επιμηκυνθεί η διάρκεια της ζωής μας αλλά και για το πως θα εξασφαλίσουμε έναν αξιοπρεπή θάνατο. Το δικαίωμα σε μια αξιοπρεπή ζωή είναι αναφαίρετο. Μήπως ήρθε η ώρα να καταστεί αναφαίρετο και το δικαίωμα στον αξιοπρεπή θάνατο;
Βασικό συστατικό στοιχείο της σύγχρονης δημοκρατίας είναι η αποδοχή της αυτονομίας του πολίτη. Όπως μας θυμίζει ο Τζων Στιούαρτ Μιλ, το άτομο είναι κυρίαρχο του εαυτού του, του σώματός του, του μυαλού του. Ο πολίτης είναι, εν τέλει, κυρίαρχος και υπεύθυνος για την ίδια του τη ζωή. Ως εκ τούτου, το δικαίωμα στην επιλογή, από τη στιγμή που δε συγκρούεται ή παραβιάζει δικαιώματα άλλων πολιτών, είναι αναφαίρετο. Επομένως, θα πρέπει να κατοχυρωθεί νομικά ότι οι πολίτες που βρίσκονται σε κατάσταση ανυπόφορου σωματικού πόνου, ψυχολογικής κατάρρευσης και αισθάνονται να εξευτελίζονται ως ανθρώπινα όντα έχουν την επιλογή να πεθάνουν με αξιοπρέπεια.[2] Η πολιτεία, με άλλα λόγια, έχει υποχρέωση να τους προσφέρει μέσα σε ένα ισχυρό κανονιστικό πλαίσιο αυτή τη δυνατότητα.
Στις χώρες και στις πολιτείες των ΗΠΑ όπου το δικαίωμα αυτό είναι κατοχυρωμένο, οι κανόνες άσκησής του είναι εξαιρετικά αυστηροί. Πολλοί λένε υπερβολικά αυστηροί. Ενδεικτικά, κατά κανόνα το δικαίωμα αφορά ενήλικες οι οποίοι μπορούν να λάβουν ορθολογικές και συνειδητοποιημένες αποφάσεις τη συγκεκριμένη στιγμή. Στο Όρεγκον, για παράδειγμα, ο ασθενής πρέπει να υποφέρει από ανίατη νόσο και το προσδόκιμο ζωής του να είναι μέχρι έξι μήνες. Αυτό πρέπει να βεβαιωθεί με διάγνωση δύο διαφορετικών γιατρών.
Σκεπτικιστές και πολέμιοι του δικαιώματος αυτού στηρίζουν τα επιχείρηματά τους, κυρίως, στην «ηθική». Την θρησκευτική «ηθική», την ιατρική «ηθική», την κοινωνική «ηθική». Οι πιο μετριοπαθείς επικριτές εκφράζουν το φόβο ότι δημιουργείται ένα προηγούμενο και ανοίγουν «οι ασκοί του Αιόλου» για κατάχρηση της διαδικασίας και εκμετάλλευση ανθρώπων. Ο Εζεκιήλ Εμάνουελ, για παράδειγμα, υποστηρίζει εμφατικά ότι η διαδικασία αυτή βολεύει τους «πλούσιους», οι οποίοι έμαθαν να ελέγχουν τα πάντα στη ζωή τους, και καταδικάζει τους «φτωχούς» οι οποίοι είναι αμόρφωτοι και μπορούν να παρασυρθούν εύκολα.[3] Ωστόσο, τα στατιστικά στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας απορρίπτουν την επιχειρηματολογία αυτή. Σε αντίθεση με ό,τι υποστηρίζεται από τους σκεπτικιστές, τα στοιχεία δείχνουν ότι δεν υπήρξαν σοβαρές και ηθικά ανεπίτρεπτες καταχρήσεις της διαδικασίας είτε από γιατρούς είτε από ασθενείς.[4]
Σε τελική ανάλυση, το θέμα αφορά τον ίδιο τον ασθενή και, κατά δεύτερο λόγο, τον γιατρό του. Επαναλαμβάνω τη θέση μου: όπως και σε άλλα θέματα, έτσι και στο θέμα του θανάτου ο πολίτης, ως ασθενής, πρέπει να έχει κατοχυρωμένο το δικαίωμα στην επιλογή ενός αξιοπρεπή θανάτου μέσα στις παραμέτρους ενός ισχυρού κανονιστικού πλαισίου το οποίο θα αποτρέπει τις καταχρήσεις του. Σε μια σύγχρονη δημοκρατία καμία θρησκεία και καμία κοινοτιστική προσέγγιση δε μπορεί να επιβάλει την «ηθική» της. Ειδικά σε ένα θέμα που είναι καθαρά προσωπικό όπως είναι ο θάνατος.
*Πολιτικός επιστήμονας-διεθνολόγος. Διδάσκει θεωρία διεθνών σχέσεων και ζητήματα διεθνούς ασφάλειας και συνεργασίας καθώς και επίλυσης συγκρούσεων στο College Year in Athens (CYA).
.
.
.
.
.
[1] Ενδεικτικό αυτού είναι ο τρόπος που περιγράφεται ο θάνατος διαχρονικά μέχρι και τις μέρες μας. Στη λαϊκή αντίληψη ο χάρος έρχεται ντυμένος στα μαύρα με ένα τεράστιο δρεπάνι με το οποίο παίρνει, βίαια, τις ψυχές των ανθρώπων.
.
.
.
[2] Για την αντίθετη επιχειρηματολογία βλ. Ezekiel J. Emanuel, “Four Myths About Doctor-Assisted Suicide” The New York Times, 12 Οκτωβρίου2012 και Ben Mattlin, “Suicide by Choice? Not So Fast” The New York Times, 31 Οκτωβρίου 2012 (ηλεκτρονική έκδοση).
.
.
.
[3] Βλ. Ezekiel J. Emanuel.
.
.
.
[4] Marcia Angell, “May Doctors Help You Die?” The New York Review of Books, 11 Οκτωβρίου 2012 (ηλεκτρονική έκδοση).
.
.