Σε πρόσφατη (19/5) συνέντευξη στον Βήμα FM του Χ. Μαχαίρα, εκπροσώπου Τύπου του κόμματος, διάβασα την εκτίμηση ότι η ΔΗΜΑΡ είναι «εξαιρετικά ικανοποιημένη» από τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών. Μου έκανε εντύπωση, δεδομένου ότι τόσο ο Αντώνης Σαμαράς, το κόμμα του οποίου κέρδισε τις περισσότερες περιφέρειες, όσο και ο Αλέξης Τσίπρας, το κόμμα του οποίου κέρδισε τις εντυπώσεις με την πρωτιά στην Αττική και με την επίδοση στον Δήμο της Αθήνας, ήταν, το βράδυ της Κυριακής, πολύ πιο προσεκτικοί και μετρημένοι στα λόγια τους.
Το ποσοστό της «Παρέμβασης για την Αττική» δεν μπορεί φυσικά να χρεωθεί στη Μαρία Γιαννακάκη, η οποία έκανε μια εξαιρετική προσπάθεια, χωρίς τις απαραίτητες προϋποθέσεις από πλευράς κόμματος. Ο Χρήστος Μαχαίρας είχε τουλάχιστον την ευγένεια να κάνει εκ μέρους του κόμματος μια μερική αυτοκριτική, περιορίστηκε ωστόσο στο ζήτημα της καθυστερημένης υποβολής της υποψηφιότητας. Δήλωσε επίσης ότι «παίρνουμε το μήνυμα από αυτό το δυσμενές εκλογικό αποτέλεσμα». Πόσο δυσμενές είναι όμως;
Πολύ. Πάρα πολύ. Αφόρητα πολύ. Σε καμία περίπτωση δεν είναι —ή δεν θα έπρεπε να θεωρείται— απλώς «μη ικανοποιητικό», όπως αποτιμάται σε πρώτη φάση στα όργανα του κόμματος, πολλώ δε μάλλον δεν επιτρέπει στη ΔΗΜΑΡ να δηλώνει «εξαιρετικά ικανοποιημένη» από την πρώτη Κυριακή των εκλογών συνολικά. Η ΔΗΜΑΡ με μια κατεξοχήν κομματική υποψηφιότητα αποφάσισε να καταμετρηθεί με αυτόνομη κάθοδο — και καταμετρήθηκε. Πήρε ποσοστό 1,76% και κατετάγη 11η στους 11, μετά από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τον Τζήμερο και τον Πέτρο Μαντούβαλο (μεταξύ άλλων). Αυτά στην περιφέρεια Αττικής, δηλαδή σε μια περιοχή που δεν έχει μόνο συμβολικό ενδιαφέρον, δεν είναι μόνο ενδεικτική της τάσης του εκλογικού σώματος αλλά έχει και τεράστια σημασία σε επίπεδο απόλυτων αριθμών: οι ψηφοφόροι της περιφέρειας Αττικής είναι πάνω από το 1/3 του συνόλου του εκλογικού σώματος. Επίσης, στην Αττική βρίσκεται ως γνωστόν και η Αθήνα, όπου —ιδίως στη Β΄ Αθήνας— η ανανεωτική αριστερά κατέγραφε επί δεκαετίες τα μεγαλύτερα ποσοστά της πανελλαδικά. Στην Αττική μάς ψήφισαν λιγότεροι από 30.000 ψηφοφόροι• και ήταν ένα καλό ψηφοδέλτιο, που κάλυπτε «την όλη ΔΗΜΑΡ», πολλούς νέους ανθρώπους —ο μέσος όρος ηλικίας του ψηφοδελτίου ήταν αισθητά χαμηλότερος από τον μ.ό. των στελεχών και μελών του κόμματος— καθώς και συμμάχους, από τον χώρο της οικολογίας κυρίως. Ένα συμμαχικό ψηφοδέλτιο το ψηφίζουν και πολίτες που ενδέχεται να μην ψηφίσουν το κόμμα στις ευρωεκλογές ή στις βουλευτικές εκλογές. Τι σημαίνει λοιπόν αυτός ο αριθμός εάν επαναληφθεί στις ευρωεκλογές την ερχόμενη Κυριακή και, κυρίως, τι σημαίνει το αποτέλεσμα αυτό αν το προβάλουμε στην επικράτεια; Σημαίνει συντριβή.
Ποιο είναι το «μήνυμα που παίρνουμε», λοιπόν, από αυτό το «δυσμενές εκλογικό αποτέλεσμα;» Η ηγεσία του κόμματος παίρνει το μήνυμα ότι εντάξει, δεν τα πήγαμε και πολύ καλά στην Αττική, όπου πρέπει να «εντείνουμε τις προσπάθειές μας» (διατύπωση που απαντάται σε μυριάδες αντίστοιχα κείμενα του ΚΚΕ) και κατά τα άλλα δικαιούμεθα να είμαστε «εξαιρετικά ικανοποιημένοι». Εν συνεχεία, απαριθμούνται διάφοροι δήμοι ανά την χώρα όπου εξελέγησαν ή πέρασαν στον δεύτερο γύρο τοπικοί άρχοντες που στηρίξαμε. Εκεί βεβαίως απλώς συμμετέχουμε σε συμμαχικά σχήματα: καλώς συμπράξαμε με άλλες δυνάμεις και ναι, στο σημείο αυτό σταθήκαμε συνεπείς με την αντίληψη περί αυτονομίας της τοπικής αυτοδιοίκησης και περί συνεργασιών σε τοπικό επίπεδο, αν θέλουμε όμως να κάνουμε ταμείο και απολογισμό και να πούμε ότι είμαστε «εξαιρετικά ικανοποιημένοι» ως κόμμα, να το κάνουμε σωστά: αντί να επικαλούμαστε γενικώς την αξιοπρεπή εμφάνιση των συμμαχικών ψηφοδελτίων ας μετρήσουμε πόσους συμβούλους εκλέγουμε. Αυτό είναι καταγραφή.
Αν όντως λοιπόν η ηγεσία της Δημοκρατικής Αριστεράς παίρνει αυτό το μήνυμα, ότι δηλαδή σκίσαμε, έχουμε πρόβλημα: η κομμουνιστική παράδοση της προσαρμογής της πραγματικότητας στους ευσεβείς μας πόθους έχει ένα όριο — κυρίως διότι μας βλέπουν και, σε αντίθεση με τα καθεστώτα του υπαρκτού, όπου αν το Κόμμα έλεγε ότι το μάρμαρο του Παρθενώνα είναι μπλε οι πολίτες έσπευδαν αυθόρμητα να συμφωνήσουν με ενθουσιασμό, δεν μας βλέπουν απλώς αλλά μας σχολιάζουν κιόλας. Για την ακρίβεια, μας έχουν πάρει στο ψιλό — όχι όλοι, μόνον οι ελάχιστοι που εξακολουθούν να ασχολούνται μαζί μας.
Αν δεν παίρνει αυτό το μήνυμα η ηγεσία, ότι δηλαδή τα πήγαμε πάρα πολύ καλά στον πρώτο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών, πάλι έχουμε πρόβλημα. Διότι αυτό λέει — και η συνειδητή διαστρέβλωση της πραγματικότητας, και δη σε τέτοιο βαθμό, δύο μόνον πράγματα μπορεί να σημαίνει: ή ότι η ηγεσία αντιλαμβάνεται την ελεύθερη πτώση αλλά κλείνει ερμητικά τα αυτιά και τα μάτια της και επιμένει με πείσμα σε μια γραμμή για να μην παραδεχτεί πως κάνει λάθος ή ότι έχει μια τραγικά ξεπερασμένη αντίληψη της επικοινωνίας ως χοντροκομμένης προπαγάνδας (κάνουμε βαβούρα ότι τάχα μου πάμε καλά για να «δημιουργήσουμε ρεύμα»), κάτι που δείχνει ιδιοκτησιακή αντίληψη του κόμματος, περιφρόνηση προς τα μέλη του και απόλυτη έλλειψη συναίσθησης του τι συμβαίνει «έξω» — στην κοινωνία, στα ΜΜΕ και στον δημόσιο λόγο γενικά.
Ενδέχεται να συμβαίνουν και τα δύο ταυτόχρονα. Ενδέχεται δηλαδή η ηγεσία της ΔΗΜΑΡ να εθελοτυφλεί κατά τρόπο τραγικό, μισοσυνειδητά-μισοασυνείδητα. Έχει ξανασυμβεί πολλές φορές στην Αριστερά, όχι όμως σε συνθήκες δημοκρατικής ομαλότητας και αντικειμενικών ευκαιριών για ένα σύγχρονο αριστερό κόμμα, όπως σήμερα.
Και βέβαια η τόσο ανερμάτιστη αυτή αποτίμηση δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία: έχει προηγηθεί τους τελευταίους μήνες σωρεία μαξιμαλισμών, ανεδαφικών εκτιμήσεων και «εμπνευσμένων» επικοινωνιακών τακτικών κινήσεων με τις οποίες γελάει ο κόσμος — εκτός από τα μέλη και τους φίλους της ΔΗΜΑΡ οι οποίοι θυμούνται την αισιοδοξία με την οποία ιδρύθηκε αυτό το κόμμα, βλέπουν τώρα την πραγματικότητα και κλαίνε, αντί να γελάνε. Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα, στις 16/5, αναρτήθηκε στην badiera δημοσκόπηση της Palmos Analysis με τίτλο: «Πρωτιά ΣΥΡΙΖΑ, άνοδος της ΔΗΜΑΡ». Διαβάζοντας το άρθρο, διαπίστωνε κανείς ότι η ΔΗΜΑΡ είχε 2,6% (3,5% με την αναγωγή). Την ίδια μέρα, ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ, ερωτηθείς για τα χαμηλά ποσοστά του κόμματος, δήλωνε στη Θεσσαλονίκη: «Οι δικές μας δημοσκοπήσεις μέσα στην κοινωνία λένε ότι θα έχουμε ένα πάρα πολύ καλό αποτέλεσμα».
Δεν είναι δυνατόν εν έτει 2014 να βαφτίζουμε το ψάρι κρέας και την ήττα «εξαιρετικά ικανοποιητική». Δεν είναι δυνατόν να βλέπουμε τις δημοσκοπήσεις και να ισχυριζόμαστε ότι μιλάμε με την κοινωνία που μας λέει άλλα (σαν τον Σαμαρά, που μιλά με τον Θεό). Και, εν πάση περιπτώσει, ούτε η πραγματικότητα μπορεί να είναι διαφορετική επειδή το λέει το κόμμα, ούτε οι πολίτες τρώνε κουτόχορτο. Δεν έχει νόημα να λες ότι νίκησες, όταν έχεις χάσει. Δηλαδή ποιος θεωρεί ότι το 1,76% στην περιφέρεια Αττικής είναι απλώς «μη ικανοποιητικό» αποτέλεσμα για τη Δημοκρατική Αριστερά, μόνο και μόνο επειδή το λέει το κόμμα, κι ότι αρκεί να «εντείνουμε τις προσπάθειες;» Ε, δεν είναι. Είναι πάρα πάρα πολύ κακό, πώς να το κάνουμε.
Η «επερχόμενη μάχη» των ευρωεκλογών δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία. Δεν ωφελεί «να μη μιλάμε τώρα» και να περιμένουμε μετά τις ευρωεκλογές. Όσοι επικαλούνται την «επερχόμενη μάχη», εννοούν ότι μετά δεν θα μιλήσουμε. Θα κάνουμε διαδικασίες, συνελεύσεις, ψηφοφορίες, τροπολογίες, κείμενα συμβολής, κείμενα αντιπαραθετικά — μετά θα είναι τα μπάνια του λαού (τον οποίον όλα αυτά ουδόλως θα αφορούν) και μετά, ενδεχομένως, εκλογές, δηλαδή πάλι «μάχη», κατά τη διάρκεια της οποίας πάλι δεν θα πρέπει να μιλάμε.
Το αποτέλεσμα στην Αττική συνιστά βαριά πολιτική ήττα, για την οποία δεν ευθύνεται ούτε η Μαρία Γιαννακάκη ούτε η «Παρέμβαση», αλλά αποκλειστικά η ηγεσία του κόμματος. Πρόκειται για δραματική συρρίκνωση της απήχησης του Δημοκρατικής Αριστεράς, που οφείλεται στην απουσία στρατηγικής και στην αλλοπρόσαλλη τακτική του τελευταίου χρόνου. Η πορεία είναι καθοδική και δεν αντιστρέφεται με στρουθοκαμηλισμούς. Η μόνη ελπίδα να αντιστραφεί —αν ακόμα γίνεται— είναι να δούμε τι κάνουμε στραβά και να το αλλάξουμε• για να γίνει αυτό, πρέπει πρώτα απ’ όλα να δούμε την πραγματικότητα, η οποία πραγματικότητα έχει το κακό συνήθειο να είναι δυσάρεστα πραγματική, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις του Γραφείου Τύπου της Δημοκρατικής Αριστεράς. Αν η ηγεσία δεν έχει τη διάθεση να αποδεχτεί την πραγματικότητα και να παραδεχτεί τα σφάλματά της, ας πάψει τουλάχιστον να εξωραΐζει την ήττα με εκτός τόπου και χρόνου «αποτιμήσεις του εκλογικού αποτελέσματος»• ας σεβαστεί την αξιοπρέπεια του χώρου της ανανεωτικής αριστεράς και των ανθρώπων της, την απογοήτευση όσων συνδημιούργησαν ή πίστεψαν και ακολούθησαν —όπως εγώ— με τόση ελπίδα τη ΔΗΜΑΡ πριν από τέσσερα χρόνια ή, τουλάχιστον, ας σεβαστεί το δικαίωμα στη θλίψη.