…και γιατί στην Ευρώπη μια Ελλάδα υπό τον Σύριζα δεν μπορεί να σημαίνει GREXIT
Η τρομοκράτηση των πολιτών αποτελεί και πάλι το κύριο αν όχι και μοναδικό όπλο των δυνάμεων της συγκυβέρνησης και του παλαιοκομματισμού στην απελπισμένη τους προσπάθεια να παραμείνουν αγκιστρωμένες στην εξουσία. Στον πυρήνα της επιχείρησης αυτής είναι ο ισχυρισμός πως «η Ευρώπη» δεν μπορεί να ανεχθεί ή να συνυπάρξει με μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα. Άρα κυβερνητική αλλαγή στην Ελλάδα με κορμό το κόμμα αυτό (η μόνη δυνατή σήμερα) σημαίνει διαζύγιο της χώρας μας με την ευρωπαϊκή οικογένεια.
Όμως και σε ευρωπαϊκό επίπεδο από την ημέρα που προκηρύχθηκαν οι εκλογές, η χώρα μας βρίσκεται και πάλι στο επίκεντρο της προσοχής των πολιτικών ηγεσιών και των μέσων ενημέρωσης. Τα μηνύματα που εκπέμπονται είναι αντιφατικά. Πολλές έγκυρες φωνές αντικρούουν το σκηνικό του φόβου. Όμως εξίσου πολλές ή και περισσότερες είναι οι φωνές που απειλούν. Και από αυτές δεν γνωρίζουμε πόσες απλώς συμπαρίστανται στα πολιτικά τους αδέλφια στην Ελλάδα και πόσες πραγματικά εννοούν τις απειλές τους.
Οι δικοί μας πολιτικοί «ευρωτρομοκράτες» επικαλούνται συνήθως το ρεαλισμό και το συσχετισμό των δυνάμεων: «Πού πας, ρε Καραμήτρο», λένε, απευθυνόμενοι στον Τσίπρα, «μόνος σου ενάντια σε μια παντοδύναμη Ευρώπη; Θα σε τσακίσουν, και μαζί με σένα και την Ελλάδα».
Είναι άραγε αλήθεια πως «οι Ευρωπαίοι» περιμένουν την πρώτη κίνηση μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ για να ενεργοποιήσουν την Grexit;
Το ότι ο Αλέξης Τσίπρας είναι ανάδελφος στις κυβερνήσεις της ΕΕ και ότι οι περισσότεροι μελλοντικοί του συνάδελφοι θα προτιμούσαν «γνωστά πρόσωπα» στη θέση του, δεν αποτελεί δα και εφτασφράγιστο μυστικό. Βέβαια χαρακτηριστικό της δυτικής δημοκρατίας είναι η ικανότητα ανανέωσης του προσωπικού της και έτσι οι δυτικοί ηγέτες δεν είναι πρώτη φορά που θα συνηθίσουν καινούργια πρόσωπα.
Ας δούμε όμως τη μεγάλη εικόνα:
Κατά τα τελευταία δέκα τουλάχιστον χρόνια η Ευρώπη βρίσκεται σε κρίση και χάνει έδαφος στον παγκόσμιο στίβο. Επιπρόσθετα στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης, έχει καταστεί ουραγός στην έξοδο από την πρόσφατη οικονομική κρίση, σε μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα της δογματικής πολιτικής της. Στρατιές ανέργων, αναπτυξιακή στασιμότητα, γιγάντωση των ανισοτήτων υπονομεύουν το ευρωπαϊκό μοντέλο. Θεσμικά η Ευρώπη παραμένει ημιπαράλυτη και τα κάποια βήματα για την αναγκαία εμβάθυνση της ολοκλήρωσης έρχονται αργά και είναι συνήθως ανεπαρκή. Η γειτονιά γύρω της φλέγεται, χωρίς η ίδια να μπορεί να παρέμβει αποτελεσματικά, όταν δεν ρίχνει και λάδι στη φωτιά. Και, το πλέον ανησυχητικό, η νομιμοποίηση της Ευρώπης στις συνειδήσεις των πολιτών της βαίνει από το κακό στο χειρότερο. Οι αντιευρωπαϊκές και αντιδημοκρατικές δυνάμεις φουντώνουν: Λε Πεν, Γκρίλλο, UKIP και πλήθος ακροδεξιών κομμάτων και συμμοριών ανά την ήπειρο, καθορίζουν την πολιτική ατζέντα, γίνονται ρυθμιστές ή και απειλούν να έρθουν στην εξουσία και να διαλύσουν την Ευρώπη. Με όλα αυτά, το μέλλον του ευρωπαϊκού οικοδομήματος είναι πιο αβέβαιο από ποτέ.
Στις συνθήκες αυτές που η Ευρώπη κλονίζεται και απειλείται, απ’ έξω κι από μέσα, δυσκολεύεται κανείς να δει πώς οι υπεύθυνες δυνάμεις της, ακόμη και συντηρητικές, θα είχαν συμφέρον να αρχίσουν το ξεχαρβάλωμά της από την Ελλάδα. Από μια χώρα, σε μια γεωπολιτικά ευαίσθητη γειτονιά, που ο πληθυσμός της κατά συντριπτική πλειοψηφία τάσσεται υπέρ της Ευρώπης και του ευρώ. Που και η μελλοντική ριζοσπαστική της κυβέρνηση ούτε που διανοείται το Grexit, την ώρα που ο ακροδεξιός ριζοσπαστισμός σε όλη την ήπειρο πλειοδοτεί σε αντιευρωπαϊσμό. Τι μήνυμα θα στέλνονταν στους λαούς της Ευρώπης, αν κάποια απολύτως εύλογα αιτήματα ενός τέτοιου φιλοευρωπαϊκού λαού και της μελλοντικής του, επίσης φιλοευρωπαϊκής, κυβέρνησης εθεωρούντο αιτία εξοστράκισής τους από την ευρωπαϊκή οικογένεια;
Διότι τρία είναι τα αιτήματα της πολιτικής αλλαγής στην Ελλάδα: (1) να μπορέσουν οι πολίτες της να ανανεώσουν το πολιτικό της προσωπικό, στέλνοντας σπίτι αυτούς που έφεραν τη χώρα στα σημερινά της κατάντια και που –συν τοις άλλοις- κορόιδεψε και «φέσωσε» τους «εταίρους», (2) να σταματήσει η πολυετής εξαθλίωση της χώρας που την έχει φέρει στα όρια της διάλυσης, τροφοδοτώντας –συν τοις άλλοις- κάθε είδους λαϊκισμό. Υπάρχει κανείς νουνεχής ευρωπαίος που να θεωρεί οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά «βιώσιμη» τη σημερινή εξαθλίωση της Ελλάδας; (3) να αναγνωρισθεί το προφανές σε όλους γεγονός ότι το τεράστιο ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και να συναχθούν αναγκαία συμπεράσματα.
Μπορεί άραγε να υποστηριχθεί ότι ο εξαναγκασμός της χώρας μας να φύγει (παρανόμως) από την ευρωζώνη λόγω των παραπάνω αιτημάτων θα αύξαινε τη συνοχή της Ευρώπης; Και όχι το αντίστροφο, ότι θα άνοιγε τους ασκούς του Αιόλου, τροφοδοτώντας κάθε είδους φυγόκεντρες και αντιευρωπαϊκές δυνάμεις; Και δεν αναφέρομαι εδώ καν στο πλήγμα που θα αποτελούσε μια τέτοια εξέλιξη στις ευρωπαϊκές αξίες της δημοκρατίας και της αλληλεγγύης. Ούτε και στο κατά πόσο ένα Grexit θα έφερνε τους δανειστές μας πιο κοντά στα λεφτά τους.
Η παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη και την Ευρώπη δεν αποτελεί πράξη ευσπλαχνίας των ισχυρών προς αυτήν, αλλά αμοιβαίο συμφέρον. Αμοιβαίο συμφέρον όχι μόνο, ούτε και κυρίως, λόγω των επιπτώσεων στην ευρωπαϊκή οικονομία ενός Grexit, αλλά από το πολιτικό πλήγμα που θα αποτελούσε για την Ευρώπη η έναρξη του ξηλώματός της και κυρίως από το πλήγμα στην εσωτερική της συνοχή. Αν η Ευρώπη δεν μπορεί να συνυπάρξει με έναν αριστερό φιλοευρωπαϊκό ριζοσπαστισμό, είναι σχεδόν βέβαιο πως θα καταρρεύσει σύντομα από την επέλαση των ακραίων και κυρίως ακροδεξιών και εθνικιστικών δυνάμεων.
Ασφαλώς υπάρχουν στην Ευρώπη δυνάμεις που αντιλαμβάνονται μίαν Ελλάδα υπό τον ΣΥΡΙΖΑ ως απειλή ή και ευκαιρία για να απαλλαγούν από αυτήν. Είτε επειδή θα διευκολύνονταν στην υλοποίηση του σχεδίου τους για ένα μικρό, γερμανικό ευρώ, είτε επειδή φοβούνται την επέκταση της απειθαρχίας στις επικρατούσες οικονομικές πολιτικές τους, είτε τέλος –και αυτό είναι ίσως το κυριότερο- επειδή έχουν πανικοβληθεί από την αυξανόμενη πανταχόθεν αμφισβήτηση του σημερινού πολιτικού στάτους κβο στην Ευρώπη. Είναι βέβαιο πως τα σχέδια των δυνάμεων αυτών υποβοηθιούνται από μαξιμαλισμούς και ατυχείς ρητορικές εσωτερικής κατανάλωσης του ΣΥΡΙΖΑ, από την αλλεργία του σε πολιτικά «ανοίγματα» και συμμαχίες, αλλά και από την άκρατη δαιμονολογία των δυνάμεων της συγκυβέρνησης που συνειδητά και με εθνικά προβληματικό ζήλο αποσκοπούν να τρομοκρατήσουν όχι μόνο τους Έλληνες, αλλά και τους «εταίρους» και τις «αγορές».
Όμως αυτοί που βιάζονται να διώξουν την Ελλάδα, τείνουν να είναι οι ίδιοι που οδηγούν την Ευρώπη στην καταστροφή: αυτοί που δεν προβληματίζονται από τον καλπάζοντα ευρωσκεπτικισμό, και την αυξανόμενη ταύτιση της Ευρώπης με την ανεργία, την ανασφάλεια και τις ανισότητες στα μάτια των πολιτών της. Το πολιτικό τους σχέδιο βρίσκεται σε αδιέξοδο και δεν είναι πιθανό να παρασύρουν την Ευρώπη σε παραπέρα περιπέτειες. Οι άλλοι, οι περισσότεροι, βεβαίως και συνδράμουν τα πολιτικά τους αδέλφια στην Ελλάδα, βεβαίως και απειλούν για να κερδίσουν πόντους (ο λαϊκισμός δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα –όπως μας έδειξαν οι διαδοχικές και αντιφατικές δηλώσεις Γιούνκερ και Μοσκοβιτσί), όμως θα σκεφθούν δύο φορές πριν απασφαλίσουν σχεδόν αναίτια μια βόμβα που θα πλήξει και αυτούς.
Μας λένε: Ας καθίσουμε στα αυγά μας, η ευρωπαϊκή σκακιέρα δεν είναι για τα «κιλά» μας. Αν αλλάξει η κατάσταση στην Ευρώπη, τότε θα επωφεληθούμε και εμείς. Τώρα όμως προς τι να διακινδυνεύσουμε; Οι άνθρωποι αυτοί αισθάνονται προφανώς ασφαλείς στη σημερινή ελληνική και ευρωπαϊκή ζούγκλα και δεν βλέπουν κανένα λόγο να διακινδυνεύσουμε. Μας ζητάνε, προεξοφλώντας ένα δυσμενή συσχετισμό, να απεμπολήσουμε το δικαίωμα και καθήκον μας, ως Έλληνες και ως Ευρωπαίοι, να επηρεάσουμε τον συσχετισμό αυτό, παραμένοντας τα «καλά παιδιά» της κας Μέρκελ και παρατείνοντας το μαρτύριο του λαού μας. Και το κυριότερο, μας ζητάνε, στο όνομα του ρεαλισμού να απεμπολήσουμε το πλέον θεμελιώδες δημοκρατικό μας δικαίωμα, αυτό του να επιλέγουμε και να αλλάζουμε τους κυβερνώντες μας. Όμως αν ανήκουμε στην Ευρώπη και όχι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ή τη Σοβιετική Ένωση είναι ακριβώς γιατί η Ευρώπη είναι μια ένωση ελεύθερων και δημοκρατικών κρατών και λαών, όπου το εκλογικό δικαίωμα δεν απαλλοτριώνεται.
Η πολιτική αλλαγή στην χώρα μας αποτελεί κατά τη γνώμη μου μονόδρομο. Γιατί ένα είναι ξεκάθαρο: το σημερινό πολιτικό σύστημα είναι απολύτως ανίκανο να μας βγάλει από το τέλμα. Ο καθένας από εμάς θα ήθελε ίσως μιαν αλλαγή πιο σύμφωνη με τις δικές του ιδέες και αξίες. Στη ζωή όμως οι αλλαγές δεν γίνονται με βάση τις ευαισθησίες του καθενός, και μάλιστα όταν αυτές δεν κατορθώνουν να εκφραστούν σε αντίστοιχες μη περιθωριακές πολιτικές δυνάμεις.
Έχει βέβαια μεγάλη σημασία όσοι σήμερα ηγούνται της αλλαγής να προχωρήσουν με αποφασιστικότητα, αλλά και σύνεση στην διεκδίκηση μιας αξιοπρεπούς θέσης της χώρας μας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Οι κίνδυνοι που επικαλούνται οι κάθε μορφής αντίπαλοι διογκώνονται μεν εξωφρενικά, δεν είναι όμως ανύπαρκτοι. Αν η κυβέρνηση της αλλαγής ακολουθήσει μιαν αποφασιστική και συνετή πορεία, το πιθανότερο είναι να βρεθούν λύσεις και με την Ευρώπη και στο εσωτερικό της χώρας μας και οι απειλές να ξεχαστούν. Αν πάλι τα πράγματα αποδειχθούν δυσμενή, μια ανανεωμένη ηγεσία με ισχυρή λαϊκή εντολή και πάλι θα μπορέσει να διαχειριστεί την κατάσταση καλύτερα από την πανικόβλητη και πλήρως αναξιόπιστη σημερινή. Σε κάθε περίπτωση από ελληνικής πλευράς θα χρειαστεί ασφαλώς ψυχραιμία, σταθερότητα στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό και απόρριψη λαϊκιστικών πειρασμών. Όμως ο ξαφνικός θάνατος είναι ένα σενάριο με το οποίο ίσως φαντασιώνονται κάποιοι «μεταρρυθμιστές», δεν φαίνεται όμως να συγκαταλέγεται ανάμεσα στα υπαρκτά.