Το 1982, ως Υποδιοικητής της Εθνικής Κτηματικής Τράπεζας ξεκίνησα, σε συνεργασία με το συνδικάτο, το μοναδικό προσχεδιασμένο πείραμα για την «κοινωνικοποίηση» δημόσιας επιχείρησης. Είχα πιστέψει στη σοβαρότητα της σχετικής θέσης που είχε εκφράσει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στην πρώτη φάση της «σοσιαλμανίας» της. Το πείραμα προχώρησε με γρήγορα βήματα και είχε αρχίσει να αποτυπώνεται στο χαρτί ως συμφωνία εργοδοσίας-συνδικάτου, όταν διεκόπη βίαια πολιτικά με παρέμβαση του τότε Πολιτικού Γραφείου του Κόμματος σε μια συνάντηση όπου απεκόμισα την βέβαιη άποψη ότι οι άνθρωποι δεν ήταν σοβαροί, και ότι, τελικά,ευτυχώς η παρέμβασή τους ήταν σωτήρια για την προσωπική υστεροφημία μου. Τουλάχιστο δεν θα με άφηναν κρεμασμένο εκ των υστέρων στη φάση της πολιτικής έγκρισης και εφαρμογής του σχεδίου. Ακολούθησε η «προαγωγή» μου σε Διοικητή της Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικής Ανάπτυξης (ΕΤΒΑ) όπου, σοφότερος πλέον κατά πολύ από την προηγηθείσα εμπειρία, διέγραψα εξ αρχής από την ατζέντα μου κάθε ανάλογο σχέδιο και προτίμησα την ανάδειξή μου ως του «καλλίτερου μάνατζερ του δημόσιου τομέα» από το Businessweek παρά του «πρακτικού σοσιαλιστή» από μια οποιαδήποτε «Διεθνή»!
Όμως, η εμπειρία της αποτυχημένης εκείνης πρωτόλειας σοσιαλιστικής απόπειρας με άφησε πλουσιότερο ως προς την κατανόηση του βασικού ορίου που ξεχωρίζει την όποια σοσιαλιστική παρέμβαση σε θέματα επιχειρηματικής οργάνωσης, από τον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό ή έστω την κομμουνιστική ουτοπία. Ήταν η κατανόηση της πολιτικής σημασίας που έχει το αποκαλούμενο «διευθυντικό δικαίωμα». Περί αυτού ο λόγος στο παρόν κείμενο.
Στο λεξιλόγιο της αριστεράς ο όρος «διευθυντικό δικαίωμα» έχει απόλυτα αρνητικό πρόσημο. Καταραμένο είναι το διευθυντικό δικαίωμα. Το είχα ακούσει χιλιάδες φορές από στόματα συνδικαλιστών και κομματικών στελεχών. Μια επιχείρηση του Δημοσίου, αλλά και οποιαδήποτε Δημόσια Υπηρεσία μπορεί να έχει «διευθυντές» αλλά με κανένα τρόπο οι διευθυντές δεν μπορεί να κατέχουν διευθυντικό δικαίωμα. Οι αποφάσεις πρέπει να λαβαίνονται πάντα με την συγκατάνευση της θολής συλλογικότητας των «εργααζομένων» που η πραγματολογική ύπαρξή της είναι προφανώς εξαιρετικά προβληματική. Ποιος έχει ποτέ δει με τα μάτια του αυτήν την θρυλική συλλογικότητα; Στην ουσία η επίκλησή της είναι ένα απλό πρόσχημα για να κρυφτεί η ατομική ευθύνη των συνδικαλιστών και εργατοπατέρων που διεκδικούν την εκπροσώπηση των εργαζομένων. Έχοντας συνήθως κρυφή συνείδηση της ανικανότητάς τους να συμβάλουν στη λύση ενός προβλήματος επιχειρησιακής υφής, θολώνουν τα νερά για να αποφύγουν την ατομική ευθύνη της ανικανότητάς και της κρυψίνοιάς τους, αφού σε άλλα αποβλέπουν παρά την ρητορική υπέρ του φορέα στον οποίο εργάζονται.
Αποκρυπτογραφώντας το θολό αυτό δόγμα, αυτό που μένει είναι ότι οι οργανισμοί μπορεί να έχουν δομή που εκφράζεται μεταξύ άλλων και με την ιεραρχία διευθυντών, αλλά τα στελέχη αυτά απαγορεύεται να αποφασίζουν με δική τους προσωπική ευθύνη: Είτε θα ενεργούν σύμφωνα με τις ρετσέτες κάποιου a priori λεπτομερούς κανονισμού που θα έχει συμφωνηθεί με τα συνδικάτα, είτε θα πρέπει σε κάθε τους απόφαση να εξασφαλίζουν την συναίνεση των συνδικαλιστών. Με λίγα λόγια, δεν έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν ιδία ευθύνη. Με ένα τέτοιο σύστημα, αν κάτι τελικά πάει στραβά κανείς δεν είναι υπεύθυνος γιαυτό και επομένως εξαφανίζεται η βασική λειτουργία της καμπύλης εκπαίδευσης και μάθησης που βελτιώνει την επιχειρησιακή διοίκηση όταν λειτουργεί ανεμπόδιστα.
Η πείρα μου τελικά με έπεισε, ότι ένας αποτελεσματικός τρόπος για να χαραχθεί η απαιτούμενη από την λογική κόκκινη γραμμή ανάμεσα στις απαιτήσεις της αποτελεσματικής διοίκησης και στην εργατική συμμετοχή, είναι ο προσδιορισμός και η πραγματολογική αποσαφήνιση του διευθυντικού δικαιώματος, ξεκινώντας από τον προσδιορισμό του ρόλου του διευθυντή.
Ο διευθυντής σε οποιονδήποτε συγκροτημένο οργανισμό που υπόκειται σε τελεολογία, δηλαδή στην επίτευξη μετρήσιμου ή ποιοτικά εκτιμήσιμου αποτελέσματος, είναι το πρώτο ατομικό όργανο στην ιεραρχία που κάποιες φορές και μάλλον συχνά πρέπει να πάρει συνολικές αποφάσεις αναλαμβάνοντας προσωπική ευθύνη για αυτές. Κύρια δουλειά του «διευθυντή» είναι να οργανώνει τις δραστηριότητες του προσωπικού του και τους συνδυασμούς των λοιπών πόρων που η επιχείρηση έχει εμπιστευθεί στις αποφάσεις του, για να φέρει το μέγιστο δυνατό επιθυμητό αποτέλεσμα. Χωρίς αυτή την συνδυαστική δυνατότητα που ταυτίζεται με την «ελεύθερη κρίση» του διευθυντή, η λειτουργία της επιχείρησης εκφυλίζεται σε στείρα γραφειοκρατία, όπως ακριβώς συμβαίνει στη χώρα μας στον δημόσιο τομέα.
Τελικά, μέσα από θεωρητικές αλλά κυρίως εμπειρικές αναζητήσεις, είχα καταλήξει στο ότι, αν η διοίκηση μιας επιχείρησης δεν εμπιστευθεί ώστε να δώσει εν λευκώ εξουσιοδότηση στους διευθυντές τους για να εκφράσουν εκείνοι οι ίδιοι και προσωπικά τον τελευταίο λόγο σε ένα ζήτημα διαχείρισης στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους, η επιχείρηση δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Ο έλεγχος και η αξιολόγηση τότε των αποφάσεων των διευθυντών πρέπει να γίνεται πάντα εκ των υστέρων και εκ του αποτελέσματος. Έτσι κατέληξα και στον ορισμό του διευθυντικού δικαιώματος: Είναι το δικαίωμα του διευθυντή να καταλήξει σε απόφαση όταν βρεθεί στο ακροτελεύτιο σημείο μιας διαδικασίας διαβούλευσης, όπου το μόνο όπλο που διαθέτει είναι η ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ της ανώτερης ιεραρχίας του. Χωρίς αυτή την εμπιστοσύνη δεν λειτουργεί κανένας οργανισμός. Στο όριο αυτό επομένως, έρχεται η στιγμή που διευθυντής μπορεί να πει στους συνδικαλιστές: Και τώρα κύριοι, πηγαίνετε στην άκρη. Τώρα εγώ αποφασίζω.
Αλλοίμονο στους οργανισμούς που δεν διαθέτουν αυτό το κρίσιμο χαρακτηριστικό εμπιστοσύνης στη διοίκησή τους. Είναι καταδικασμένοι να αποτύχουν και να χρεώσουν το κόστος όπου ο καθένας έχει βρει ευκολότερο. Οι δημόσιοι στον αθώο φορολογούμενο και οι ιδιωτικοί στους μετόχους και ιδιοκτήτες.
Τι με έκανε να ανασύρω από την πύρα των εμπειριών μου το δίδαγμα αυτό; Μα απλούστατα η επανερχόμενη συζήτηση για την τάχα ιδιορρυθμία του δημόσιου τομέα που μόνο σοσιαλιστικά πειράματα και πειράματα άμεσης δημοκρατίας του ταιριάζουν. Ας τα έχουν αυτά υπόψη και οι εξάγγελοι των πειραμάτων «κοινωνικής οικονομίας» που ετοιμάζονται να παίξουν το δικό τους σκοπό πάνω σε λιμπρέτο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που περί άλλων ομιλεί.