Tο άρθρο μου στην «Κ» της 9ης Ιουνίου για τα προβλήματα που προκύπτουν σε σχέση με την αιγιαλίτιδα ζώνη, την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ της Ελλάδος προκάλεσε πολλές αντιδράσεις. Αλλες επιπόλαιες και εμπαθείς. Αλλες σοβαρές και εμπεριστατωμένες όπως το άρθρο του καθηγητή Α. Συρίγου στην «Κ» της 15-16ης Ιουνίου. Συμφωνώ με την άποψη του κ. Συρίγου ότι «η τακτοποίηση των εκκρεμοτήτων πρέπει να γίνει βάσει του διεθνούς δικαίου με σύνεση, προσοχή, αλλά και τις σωστές διεθνείς συμμαχίες». Διαφωνώ, όμως, όσον αφορά την ερμηνεία του διεθνούς δικαίου που επικαλείται και γι’ αυτό δεν δέχομαι και το συμπέρασμά του, ότι δεν χρειάζονται πρωτοβουλίες και από την ελληνική πλευρά. Θα αναφερθώ σε μερικά σημεία που χρειάζονται προσοχή στη δημόσια συζήτηση.
Σχετικά με την αιγιαλίτιδα ζώνη: είναι απλοϊκό να ταυτίζουμε την αιγιαλίτιδα ζώνη με την ανοιχτή θάλασσα. Η αιγιαλίτιδα ζώνη είναι έδαφος του παράκτιου κράτους, κάτω από την κυριαρχία του, ενώ η ανοιχτή θάλασσα διακρίνεται για την απουσία κυριαρχίας. Το παράκτιο κράτος έχει γι’ αυτό το δικαίωμα να ορίζει το καθεστώς που αφορά τη διέλευση πλοίων στην αιγιαλίτιδα ζώνη. Κατά κανόνα ισχύει η αβλαβής διέλευση, δηλαδή η διέλευση είναι ελεύθερη αλλά πραγματοποιείται με προϋπόθεση την υπακοή του διερχόμενου πλοίου στους ορισμούς του παράκτιου κράτους. Το κράτος διατηρεί το δικαίωμα να διακόψει τη διέλευση σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης του πλοίου με τους κανόνες που υπαγορεύει το διεθνές δίκαιο. Ιδιαίτερα τα πολεμικά πλοία τα διερχόμενα την αιγιαλίτιδα ζώνη πρέπει να μη θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια του παράκτιου κράτους, και να πλέουν, ως προς τα υποβρύχια, στην επιφάνεια. Οσον αφορά το δικαίωμα των πλοίων στα στενά διεθνούς ναυσιπλοΐας ισχύει ο κανόνας ότι η συγκεκριμένη διέλευση «δεν μπορεί να παρεμποδιστεί ή διακοπεί από το παράκτιο κράτος για λόγους ασφαλείας». Εάν, λοιπόν, η Ελλάδα επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της στα δώδεκα μίλια, όπως έχει δικαίωμα, το σύνολο σχεδόν του Κεντρικού Αιγαίου θα είναι μια επιτηρούμενη από την Ελλάδα θάλασσα με εξαίρεση ορισμένες περιοχές που θα υπάρχουν στενά.
Μια πιθανή επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στο σύνολο του Αιγαίου θα προκαλέσει αντιδράσεις όχι μόνο από την Τουρκία αλλά και από πολλές άλλες χώρες των οποίων τα πλοία διέρχονται τώρα ελεύθερα. Γι’ αυτό απαιτείται να υπάρξει ζώνη ή ζώνες ελεύθερης ναυσιπλοΐας που να διασχίζουν το Αιγαίο. Οι χώρες που σήμερα χρησιμοποιούν το Αιγαίο, όπως π.χ. η Ρωσία ή η Ρουμανία, έχουν την ανάγκη ενός παντελώς ελευθέρου τμήματος θάλασσας υπό το καθεστώς της ελευθερίας των θαλασσών για να αισθάνονται εξασφαλισμένες. Η ρύθμιση του θέματος από την ελληνική πλευρά, δηλαδή η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 μίλια και ο καθορισμός ελευθέρων ζωνών ναυσιπλοΐας, είναι μια δυνατή πρωτοβουλία, προϋποθέτει όμως συνεννοήσεις και συμφωνίες με τις χώρες των οποίων τα πλοία πλέουν κατά κανόνα στο Αιγαίο. Συνεννοήσεις με την Τουρκία έγιναν στο παρελθόν αλλά δεν κατέληξαν.
Σχετικά με τις συντεταγμένες (δηλαδή το μήκος και το πλάτος της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης): Το διεθνές δίκαιο είναι σαφές στο σημείο αυτό. Η οριοθέτηση αποκλειστικής οικονομικής ζώνης συνεπάγεται υποχρέωση των παρακτίων κρατών να καταθέσουν συντεταγμένες, να προσδιορίσουν το γεωγραφικό μήκος και πλάτος της ΑΟΖ τους. Αν, όμως, δεν έχει οριοθετηθεί ΑΟΖ, δεν υπάρχει υποχρέωση κατάθεσης συντεταγμένων. Το παράκτιο κράτος έχει την ευχέρεια να κρίνει αν θα καταθέσει ή όχι συντεταγμένες. Φυσικά, όπου είναι δυνατόν, λόγω των γεωγραφικών συνθηκών (π.χ. όπου υπάρχει ωκεανός), το παράκτιο κράτος έχει τη δυνατότητα να ορίσει συντεταγμένες χωρίς να προκύψουν προβλήματα. Στην περίπτωση, όμως, τόσο της Ελλάδας όσο και της Τουρκίας που έχουν απέναντί τους εκτεταμένη ακτή άλλης χώρας, αυτό δεν ισχύει. Χρειάζεται συνεννόηση μεταξύ των κρατών σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Συνεννοήσεις για τα όρια της ελληνικής αποκλειστικής οικονομικής ζώνης με την Τουρκία μέχρι σήμερα δεν υπήρξαν. Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα και το δικαίωμα να προβάλει την άποψή της για την ΑΟΖ της. Η Τουρκία έχει δηλώσει «προφορικά» συντεταγμένες, αλλά δεν είναι σαφές αν έχει ολοκληρώσει την υποβολή συντεταγμένων. Αλλά κι αν ακόμα αυτό έχει συμβεί, οι δηλώσεις της δεν δημιουργούν τετελεσμένα. Η Ελλάδα στην υπάρχουσα αντιπαράθεση πρέπει να δείξει αποφασιστικότητα ως προς τη βούλησή της να επιλύσει ειρηνικά οποιαδήποτε διαφορά σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο που απαιτεί συνεργασία και εφόσον δεν επέλθει συμφωνία, λύση των διαφορών από το διεθνές δικαστήριο. Η Ελλάδα μπορεί να αναλάβει πρωτοβουλίες όταν αυτό θεωρηθεί χρήσιμο, ώστε να καταστεί σαφές ότι στις σχέσεις με τις γειτονικές χώρες δεν ισχύει το δίκαιο του ισχυρότερου και μονόπλευρες αποφάσεις δεν μπορούν να γίνουν δεκτές.