Καθημερινά ενισχύεται ολοένα και περισσότερο η αίσθησή μου, ότι ένας από τους καθοδηγητικούς, μεσο-μακροπρόθεσμους στόχος της Σοσιαλδημοκρατίας του 21ου Αιώνα, θα μπορούσε να γίνει απερίφραστα η τιθάσευση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Και αυτό επειδή, χωρίς την πολιτική, δηλαδή δημοκρατική ρύθμιση των μηχανισμών διαχείρισης του συσσωρευόμενου πλεονάσματος- πραγματικού και πιστωτικού- η χρηματοδότηση μιας βέλτιστης κοινωνικής πολιτικής θα παραμένει πάντοτε κάτω από το τεχνικά εφικτό μάξιμουμ. Με τα πράγματα ως έχουν, το μεγαλύτερο μέρος του πλεονάσματος παραμένει παγιδευμένο στους μηχανισμούς κερδοσκοπίας έξω από κάθε πολιτικό έλεγχο και κάθε κοινωνική σκοπιμότητα. Αυτή την σκέψη μου θα προσπαθήσω να αναλύσω στο σημερινό σημείωμα.
.
Ας αρχίσουμε με μια τηλεγραφική ιστορική αναδρομή στους καθοδηγητικούς στόχους. Στην αρχική της εμφάνιση η Σοσιαλδημοκρατία επαγγέλθηκε τον ίδιο περίπου μακροπρόθεσμο στόχο που έθεταν τότε και τα κομμουνιστικά κόμματα. Δηλαδή τον μετασχηματισμό της κοινωνίας σε σοσιαλιστική με αντίστοιχη αλλαγή στις παραγωγικές σχέσεις και ιδίως την ιδιοκτησία. Διέφερε δραστικά μόνο ως προς τα μέσα για την επίτευξή του: Για τους σοσιαλδημοκράτες ο σοσιαλισμός έπρεπε να κατακτηθεί με βαθμωτά βήματα μεταρρύθμισης του καπιταλισμού, αντί να επιδιώκεται η επαναστατική ανατροπή του μέσω μιας ταξικής διδακτορίας. Στις διαδοχικές επόμενες φάσεις εξέλιξής της, η Σοσιαλδημοκρατία εγκατέλειψε τον χιλιαστικό στόχο του Μαρξ και του Λένιν και παραδέχτηκε την αναγκαιότητα του καπιταλισμού τουλάχιστο με την μορφή της ελεύθερης αγοράς, υπό τον όρο ότι αυτή η αγορά θα ρυθμίζονταν κατάλληλα για να εξασφαλίζει την κοινωνική συνοχή και την ισότητα σε ότι αφορά βασικές ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου. Η αποδοχή της αγοράς σημαίνει κατά λογική αναγκαιότητα και την ταυτόχρονη αποδοχή του καπιταλισμού. Την αναγκαιότητα του καπιταλισμού η σοσιαλδημοκρατία θεμελίωσε εν τούτοις, όχι τόσο στην όποια ηθική του (εργασιακή θεωρία), αλλά στη διαπίστωση ότι η οικονομική ελευθερία αποτελεί συστατικό παράγοντα των δικαιωμάτων του ανθρώπου και παράγοντα θεμελίωσης της δημοκρατίας. Ο πλουραλισμός σε όλες τις εκφάνσεις του είναι προϋπόθεση της ελευθερίας. Σε μεγάλο ποσοστό οι σοσιαλδημοκρατικοί στόχοι παγιώθηκαν με τον καιρό, ως πολιτικές, και επιβίωσαν ακόμη και κάτω από συντηρητικές κυβερνήσεις. Παρέμεινε, όμως, ισχυρή η διαφορά με αυτές ως προς το πόσο οι κοινωνικές πολιτικές μπορεί να επιτευχθούν υπό καθεστώς <<ελαφράς ρύθμισης», ή «οργανικής ρύθμισης». Ελαφρά ρύθμιση είναι εκείνη που δεν θίγει την βασική δομή των αποφάσεων της αγοράς, ενώ οργανική ρύθμιση είναι εκείνη που μετασχηματίζει τομείς της αγοράς σε νέες δομές και λειτουργίες που εξασφαλίζουν αποτελεσματικότερα τη δίκαιη κατανομή του προϊόντος και την κοινωνική συνοχή. Την ελαφρά ρύθμιση υποστηρίζουν σήμερα τα κόμματα της δεξιάς με διάφορες αποχρώσεις από τις οποίες επικρατέστερη φαίνεται να είναι εκείνη των νέο-νεοφιλελευθέρων, ενώ την οργανική ρύθμιση εξυπονοούν αλλά δεν τολμούν να την εκφράσουν πάντα με παρρησία και με επαρκή πληρότητα οι σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές δομές.
.
Ποιες είναι οι οργανικές ρυθμίσεις του καπιταλισμού που θεωρεί αναγκαίες η σοσιαλδημοκρατία; Και, κυρίως, ποιά φαίνεται ότι είναι σήμερα η κατ’ εξοχή οργανική ρύθμιση στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό τους 21ου Αιώνα; Στα ερώτημα αυτά θα προσπαθήσω να απαντήσω παρακάτω. Τελικός στόχος μου είναι εν τούτοις, να αναδείξω την αναγκαιότητα του ενός νέου πρόσθετου μακροπρόθεσμου στόχου – του είδους που θα μπορούσαμε και αυτόν να τον ονομάσουμε «οραματιστικό» – της σοσιαλδημοκρατίας του 21 αιώνα. Αυτός ό στόχος εκτιμώ ότι μπορεί ν’ αποτελέσει τελικά και την σαφή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην σύγχρονης φιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία και τις ποικίλες αποχρώσεις του νεοφιλελευθερισμού στη νέα φάση του καπιταλισμού που διαμορφώνεται στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης.
.
Οργανικές είναι οι ρυθμίσει που δεν στηρίζονται απλώς σε πρόσκαιρα ρυθμιστικά μέτρα που από την σύλληψή τους δείχνουν να είναι «προσωρινά», δηλαδή ότι πρέπει να ισχύουν μέχρι να επιτευχθεί ο συγκεκριμένος στόχος της ρύθμισης και μετά να καταργηθούν. Οργανικές είναι οι ρυθμίσεις που στην ουσία τους αφαιρούν τις ρυθμιζόμενες δομές από το πεδίο του ελεύθερου αγοραίου ανταγωνισμού και τις μετατάσσουν μόνιμα στην αρμοδιότητα των πολιτικών αποφάσεων. Αυτό γίνεται είτε επειδή η αγορά δεν αποδίδει το αναμενόμενο αποτέλεσμα, είτε επειδή οι ίδιες οι δομές λειτουργούν με εξωαγοραίες αξίες. Παράδειγμα της πρώτης κατηγορίας είναι η περίπτωση της χρηματοπιστωτικής αγοράς, και παράδειγμα της δεύτερης είναι η εκπαίδευση πέραν του αναπτυξιακού χαρακτήρα της, δηλαδή όταν στη εκπαίδευση προσθέσουμε (ή δεν αφαιρέσουμε) το συστατικό της παιδείας. Το ερώτημα που συνήθως τίθεται για τις δομές της πρώτης κατηγορίας είναι ποια είναι η σχέση τους με κάποιο προσδοκώμενο (θεωρητικό) πρότυπο «αποτελεσματικότητας». Στην περίπτωση των χρηματοπιστωτικών αγορά, το προσδοκώμενο θεωρητικό πρότυπο είναι η «αποτελεσματική κατανομή» των χρηματοπιστωτικών πόρων». Σε μια οργανική ρύθμιση, αυτό το πρότυπο καθεαυτό πρέπει να αναμορφωθεί. Το συμβατικό μέτρο της αποτελεσματικότητας δεν έχει νόημα όταν στην χρηματοπιστωτική αγορά προστεθεί η παράμετρος της κοινωνικής συνοχής και της ισότητας, με τον ίδιο τρόπο που ο Αμάρτια Σεν αναδιαμόρφωσε το πρότυπο του εθνικού προϊόντος προσθέτοντας στις παραμέτρους του και την «ευτυχία».
.
Το ουσιαστικό, τώρα, ερώτημα σχετικά με τις χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι κατά πόσο πράγματι αρκείται στην ουδέτερη κατανομή των πόρων του στο πεδίο της πραγματικής οικονομίας, ή μήπως αυτονομείται ως τομέας της οικονομίας και αρχίζει να εξυπηρετεί με αύξουσα αυτονομία τον ίδιο τον εαυτό του; Στη δεύτερη περίπτωση προφανώς ο αναδιανεμητικός ρόλος του είναι κραυγαλέα «εγωιστικός» και καθόλου ουδέτερος. Η χρηματοπιστωτική λειτουργία από μέσο γίνεται αυτοσκοπός. Ανέκαθεν τόσο η θεωρία όσο και η κοινή αντίληψη έβλεπαν τον χρηματοπιστωτικό τομέα ως βοηθητικό εργαλείο για την επίτευξη της μέγιστης αποτελεσματικότητας του συστήματος της πραγματικής οικονομίας (παραγωγή, διανομή αγαθών υπηρεσιών και επενδύσεων πλην της ιδιοπαραγωγής και ιδιοκατανάλωσης χρηματοπιστωτικών μέσων). Από τις αρχές της κλασσικής χρηματοπιστωτικής θεωρίας θα κρίνονταν παράδοξο οι χρηματοπιστωτικές δομές αντί να προσφέρονται ως «λιπαντικό» της οικονομίας να μεταλλάσσονται σε αυτόνομο κλάδο της οικονομίας που αποκερδαίνει περισσότερο από την δημιουργία και εσωτερική κυκλοφορία χρηματοπιστωτικών μέσων παρά από τις υπηρεσίες που προσφέρει στην πραγματική οικονομία. Από την στιγμή που το σύστησα μπήκε στη λογική των παραγώγων, αυτομάτως διολίσθησε προς την μετάλλαξή του σε αυτόνομο σύστημα. Το ερώτημα είναι γιατί αυτό είναι «κακό» και για πιο λόγο η σοσιαλδημοκρατία πρέπει να επικεντρώσει την προσοχή της στο ζήτημα αυτό.
.
Ο πρώτος λόγος για τον οποίο πρέπει να θεωρούμε «κακή» την εξέλιξη αυτή είναι επειδή οδηγεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα να χρησιμοποιεί πολύ μεγαλύτερο ποσοστό των πόρων που τίθενται στη διάθεσή του και εσωτερική ανάλωση και κερδοσκοπία, αφήνοντας ολοένα και λιγότερους πόρους για την χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Η εκτροπή αυτή φαίνεται και μόνο από το γεγονός ότι όπως υπολογίζουμε σήμερα, τα χρηματοπιστωτικά μέσα που κυκλοφορούν στην διεθνής αγορά είναι από 4 έως 8 φορές μεγαλύτερα από την αξία του παγκόσμιου προϊόντος. Τι γίνεται το πλεονάζον «γράσο» που υποτίθεται ότι είναι το προϊόν της χρηματοπιστωτικής αγοράς; Απλούστατα αυτό «αξιοποιείται» σε κερδοσκοπικά παιχνίδια που μοιάζουν περισσότερο με παιχνίδια τύπου καζίνου παρά με την πιστωτική εξυπηρέτηση της κυκλοφορίας των παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών. Η κατάσταση μοιάζει σάμπως μια επιχείρηση παραγωγής σωλήνων, αντί να παράγει σωλήνες δεσμεύει τα κεφάλαιά της σε χρηματιστηριακά παιχνίδια !
.
Ο δεύτερος λόγος, που είναι και εκείνος που ενδιαφέρει περισσότερο την σοσιαλδημοκρατία, είναι ότι με αυτόν τον εκφυλισμό της διεθνούς χρηματοπιστωτικής αγοράς, συνεχώς και περισσότεροι πόροι ξεφεύγουν από το δημοσιονομικό σύστημα των χωρών και περιορίζουν έτσι τις δυνατότητες των κυβερνήσεων να ασκήσουν κοινωνικές πολιτικές. Και ο τρίτος λόγος είναι η ανεξέλεγκτη συσσώρευση κερδών και εισοδημάτων στα πορτοφόλια μιας ελάχιστης παγκόσμιας οικονομικής ελίτ, που στο τέλος αναδείχνεται σε αήττητο αντίπαλο της ισότητας.
.
Είναι άραγε εύκολο να ασκηθεί μια στρατηγική πολιτικού ελέγχου του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος; Ασφαλώς όχι, και γιαυτό στο ξεκίνημα του κειμένου μου αναφέρθηκα σε αυτόν ως μεσο-μακροπρόθεσμο και περίπου οραματιστικό στόχο της σοσιαλδημοκρατίας. Το ζήτημα αυτό είναι ίσως το πιο πολύπλοκο ζήτημα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Προφανώς η στήλη αυτή δεν προσφέρεται σε μια πλήρη διατύπωση μιας εναλλακτικής πρότασης που θα έφερνε την σοσιαλδημοκρατία στο προσκήνιο της μεταρρυθμιστικής πρακτικής. Μπορούμε, όμως, να κάνουμε μια υπαινικτική αναφορά σε μια τέτοια πιθανή πρόταση. Κα με κάτι τέτοιο θα τελειώσω την παρέμβασή μου αυτή.
.
Η πρότασή μου είναι απλή στη σύλληψή της: Να ακολουθήσουμε την στρατηγική που στο πρόσφατο παρελθόν οδήγησε στην Παγκόσμια Συμφωνία Εμπορίου, που κατέληξε στην δημιουργία του γνωστού μας WTO. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (WTO) είναι προϊόν της ανάγκης διαχείρισης της πολυπλοκότητας που έφερε η σύγχρονη παγκοσμιοποίηση, και παρά τις μεγάλες αδυναμίες του, είναι μια καλή πρώτη αρχή για την ρύθμιση των παγκόσμιων ροών αγαθών και υπηρεσιών. Μπορεί στον σχεδιασμό του να περιλαμβάνει κάποιες προβλέψεις και για τις χρηματοπιστωτικής υπηρεσίες, αλλά οι προβλέψεις αυτές παραμένουν στοιχειώδεις και ουσιαστικά άνευ σημασίας. Δίνει, όμως, το έναυσμα για μια σοβαρότερη ενασχόληση της παγκόσμιας κοινότητας με το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα: Αναφέρομαι στην διασφάλιση της διαφάνειας των συναλλαγών που προβλέπει ο κανονισμός του Οργανισμού. Ξεκινώντας από μια τέτοια «νοητική κατάκτηση» μπορούν οι σοσιαλδημοκρατικές δομές (διεθνείς και εθνικές) να θέσουν κατά πρώτο ζήτημα διασφάλισης της διαφάνειας της διεθνούς χρηματοπιστωτικής αγοράς. Ρίχνοντας φώς στο εντελώς σκοτεινό αυτό πεδίο, θα αναδειχθούν στη συνέχεια τα περισσότερο αναγκαία πρακτικά, συγκεκριμένα στοιχεία μιας πολιτικής στρατηγικής πολιτικού ελέγχου του πεδίου. Αν, αντίθετα, δεν φωτιστεί το πεδίο δεν θα καταλάβουμε ποτέ πόσο σημαντικό είναι να μη αφήνουμε την διαχείριση τεράστιων όγκων του κοινωνικού πλεονάσματος στα «άγνωστα» και ανεύθυνα χέρια διαχειριστών που εμφανίζονται να κατοικούν ως ζόμπι σε κάποιους φορολογικούς παραδείσους. Κάνοντας μια τέτοια αρχή, η σοσιαλδημοκρατία θα έχει προσφέρει μια τεράστια συνεισφορά στην πολιτικοποίηση του καπιταλισμού και θα εγγράψει αναπότρεπτα στην ατζέντα των διεθνών και παγκόσμιων οργανώσεων το μέλημα της κοινωνικοποίησης (μη παρεξηγηθώ, δεν εννοώ κάποιου είδους κρατικοποίηση, αλλά απλώς την ένταξη στις κοινωνικές σκοπιμότητες της πλειονοψηφίας) του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αν το κατορθώσει αυτό θα έχει προσφέρει άλλη μια τεράστια υπηρεσία στην ευημερία της ανθρωπότητας.