Το διακύβευμα των ευρωεκλογών

Παναγιώτης Ιωακειμίδης 26 Ιαν 2014

Μια πρόσφατη δημοσκόπηση έδειξε ότι μόλις το 19% του ελληνικού πληθυσμού «επιδοκιμάζει» την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ). Πρόκειται δημοσκοπικά για σχεδόν ολική κατάρρευση της υποστήριξης προς την Ενωση που στο παρελθόν άγγιζε το 70% ή και περισσότερο. Σημαίνει αυτή η κατάρρευση απόρριψη της Ενωσης; Η απάντηση, νομίζω, είναι εμφανώς όχι. Η απόρριψη δεν σημαίνει ότι το 81% των ελλήνων πολιτών επιλέγει άλλο δρόμο εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης, αν και ένα σχετικά μικρό ποσοστό κινείται προς την εξω-ευρωπαϊκή λογική. Η σημαντική πλειοψηφία όμως φαίνεται να θέλει μια «άλλη Ευρώπη». Και τούτο αντανακλάται στο γεγονός ότι, παρά τα προβλήματα, τις επώδυνες συνέπειες των πολιτικών λιτότητας κ.λπ., ένα ποσοστό που κυμαίνεται γύρω στο 60 με 65% στηρίζει τη συμμετοχή της χώρας στην ευρωζώνη, στο ενιαίο νόμισμα, το ευρώ. Επομένως, η πλειοψηφία των πολιτών φαίνεται να απορρίπτει μια συγκεκριμένη εκδοχή της Ευρωπαϊκής Ενωσης – αυτή που στα μάτια τους έφθασε να ταυτίζεται με τη δρακόντεια λιτότητα, τη δραστική μείωση των όρων διαβίωσης, την κοινωνική εξαθλίωση και βεβαίως τη διογκούμενη ανεργία (ιδιαίτερα την ανεργία των νέων). Η αντίδραση συνεπώς των ελλήνων πολιτών δεν φαίνεται παράλογη. Με όρους κοινωνικής, πολιτικής ανάλυσης, η κατάρρευση του ποσοστού υποστήριξης εμφανίζεται ως ορθολογική αντίδραση, αφού η Ενωση εμφανίζεται να λειτουργεί όχι ως συντελεστής μεγιστοποίησης της ευημερίας, αλλά ως ακριβώς το αντίθετο – συρρίκνωσης της ευημερίας (όρων διαβίωσης, εισοδήματος κ.λπ.). Τα άλλα θεμελιώδη οφέλη που προσφέρει η Ενωση, όπως η διασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας, η αποτροπή συγκρούσεων, η διαχείριση της παγκοσμιοποίησης, είτε «λαμβάνονται ως δεδομένα» ή αγνοούνται γιατί στο μυαλό των πολιτών δεν μπορούν εύκολα και άμεσα να ταυτισθούν με την Ενωση, ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή.

Τα παραπάνω σημαίνουν ότι το δίλημμα/διακύβευμα των ευρωεκλογών του Μαΐου δεν μπορεί μάλλον να διατυπωθεί ως «μέσα ή έξω», «μαζί ή χωρίς» την Ευρώπη. Η προφανής απάντηση στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να θεωρηθεί για την πλειοψηφία των πολιτών μάλλον αυτονόητη. «Μέσα και μαζί» με την Ευρώπη, αλλά όχι με αυτή τη συγκεκριμένη Ευρώπη, φαίνεται να είναι το δίλημμα, αλλά με μια άλλη, καλύτερη Ευρώπη που θα λειτουργεί ως συντελεστής μεγιστοποίησης της ευημερίας εν ευρεία έννοια. Και οι δυνάμεις που με αφετηρία το «μέσα και μαζί» θα μπορέσουν να πείσουν ότι έχουν τις ιδέες, σχέδιο και δυνατότητες για μια όντως «καλύτερη Ευρώπη» θα έχουν το σαφές εκλογικό πλεονέκτημα. Και, επιπλέον, να πείσουν ότι έχουν τις πολιτικές προϋποθέσεις και δίκτυο επαφών να διαμορφώσουν σε πανευρωπαϊκό επίπεδο τις πολιτικές συμμαχίες για την προώθηση της «καλύτερης Ευρώπης».

Στις σημερινές συνθήκες η πρόκληση αυτή είναι τεράστια, αλλά δεν είναι και ανέφικτη. Θα αποτελούσε, ωστόσο, λάθος και θα λειτουργούσε απονομιμοποιητικά για την ευρωπαϊκή ενοποίηση κάθε απόπειρα ταύτισης του φιλοευρωπαϊσμού με μια αποκλειστικά και μόνο πολιτική εκδοχή ή δύναμη. Ο ευρωπαϊσμός, πέρα από ορισμένες ελάχιστες κοινές συνιστώσες, έχει πολλές αποχρώσεις, εκδοχές και καταληκτικές τελεολογίες που καλό είναι να συγκρούονται σε μια διαδικασία πολιτικής γονιμοποίησης «του καινούργιου» ως σύνθεση διαφορετικών εκδοχών.

Θεωρώ ως θεμιτές π.χ. τις εκδοχές ευρωπαϊσμού που περιστρέφονται πάνω στα ερωτήματα:

α) Υπερεθνική ή διακυβερνητική Ενωση; Είναι προφανές, αν και όχι αυτονόητο, ότι η Αριστερά σε κάθε απόχρωσή της θα έπρεπε να στοχεύει στην υπερεθνική Ενωση, όπου θα κυριαρχούν ανεξάρτητοι κεντρικοί θεσμοί και όχι επιμέρους κράτη (που σημαίνει κυριαρχία των μεγάλων κρατών). Αυτή η ιδέα όμως χρειάζεται την εκχώρηση περισσότερης κυριαρχίας στο σύστημα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, κάτι που συναντά την επιφυλακτικότητα έως αντίθεση πολλών πολιτών.

β) Κοινωνική Ενωση της αλληλεγγύης ή φιλελεύθερη Ενωση της ενιαίας αγοράς; Εκ των πραγμάτων, μια από τις κύριες ιδεολογικές παραμέτρους για τη συγκρότηση της Ενωσης που προσδιορίζει τις συντηρητικές και προοδευτικές προσεγγίσεις (και δυνάμεις). Στο πεδίο αυτό το αίτημα της σύνθεσης προβάλλει με πολύ ισχυρότερες αξιώσεις. Η πλήρης απόρριψη της ενιαίας αγοράς (έγινε στην εκκίνηση της διαδικασίας από το ΠαΣοΚ του Ανδρέα Παπανδρέου – Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Μιλάνου, 1985) δεν νοείται, όπως δεν μπορεί να νοηθεί η απόρριψη της κοινωνικής Ευρώπης σήμερα, ιδιαίτερα σήμερα.

Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, υπάρχουν βέβαια δυνάμεις (λαϊκιστές, ακροδεξιοί κ.λπ.), που θα ήθελαν όχι «καλύτερη Ευρώπη» αλλά τη διάλυση της Ευρώπης/Ενωσης. Αλλά και η απάντηση σ? αυτή την πρόκληση δεν μπορεί να είναι παρά η περισσότερη και καλύτερη Ευρώπη…