Το χθες, το σήμερα, το αύριο!!!

Δημήτρης (Τζίμης) Οικονομίδης 02 Ιουν 2015

Το χθες …

Η ιστορία της Αριστεράς είναι γεμάτη με διαιρέσεις και διασπάσεις. Μία από τις βασικές αιτίες αυτών είναι και ο «εξισωτισμός». Από τη μια ήταν η κομμουνιστική έκφραση της Αριστεράς που στόχευε στον πλήρη εξισωτισμό και από την άλλη η Μεταρρυθμιστική Αριστερά που αναγνώριζε αυτή την ουτοπία. Η πρώτη προσπάθησε να επιτύχει το στόχο της, μέσα από την κολεκτιβοποίηση των μέσων παραγωγής και τη δικτατορία του προλεταριάτου. Η άλλη προσπάθησε να προωθήσει πολιτικές που θα μετρίαζε τις ανισότητες και θα έκανε τους άνισους πιο ίσους. Σε αυτήν τη ιστορική διαδρομή, η μεν Κομμουνιστική Αριστερά καταπάτησε όλες τις διακηρύξεις της και ακολούθησε μονοπάτια ολοκληρωτισμού. Στο δίλημμα «σοσιαλισμό ή δημοκρατία» αρνήθηκε και τα δύο. Η άλλη, η Μεταρρυθμιστική Αριστερά, απάντησε «σοσιαλισμό με δημοκρατία». Κατάφερε μέσα από έναν σοσιαλδημοκρατικό συμβιβασμό να τοποθετήσει τις βάσεις για ένα κράτος πρόνοιας και μέσα από τις λειτουργίες του να μειώσει τις ανισότητες.

Η εμφάνιση νέων τεχνολογιών, η πληροφορική, η αυτοματοποίση, η υποχώρηση των τρόπων παραγωγής, η αποβιομηχάνιση της Ευρώπης και η ανάδυση νέων τόπων παραγωγής, άρχισε προοδευτικά να στερεί και από αυτήν την Αριστερά τα ερείσματά της. Η οικονομική και όχι μόνον, παγκοσμιοποίηση σε συνδυασμό με το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο που άρχισε να κυριαρχεί έναντι του παραγωγικού, οδήγησε σε υπερεθνικές υπαγορεύσεις που δεν μπόρεσε να τις παρακολουθήσει και να επιβάλλει τους αναγκαίους νόμους για τον έλεγχό τους. Άρχισε η ιδεολογική της αποδυνάμωση, η πρωτοποριακή της θέση στην κοινωνία εξασθένησε και για την επιβίωσή της επιδόθηκε σε αμυντικές λογικές. Παραδόθηκε στα εύκολα κέρδη που προσέφερε το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, ανακάλυπτε ως σύμμαχο τον νεοφιλελευθερισμό και έμεινε να υπερασπίζεται τη χαμένη τιμή του κράτους πρόνοιας.

Η ιδεολογική αυτή υποχώρηση, ανέδειξε το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, σαν το μοναδικό που μπορεί να δώσει λύσεις στην παγκόσμια κρίση, που έφερε αυτή η υπέρμετρη διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα και ο άμετρος ανταγωνισμός. Αυτήν την κρίση ο νεοφιλελευθερισμός, την μεταβάλει από κρίση ιδιωτικού χρέους  και προσπαθεί να την επιβάλλει  σαν κρίση του δημόσιου χρέους. Έτσι οι λύσεις που προτείνει, στοχεύουν στην απαξίωση του δημόσιου χώρου και του κοινωνικού κράτους.

 

Η ειδική περίπτωση της Ελλάδας

*** Σε μια χώρα όπως η δική μας, με ένα πολιτικό σύστημα που σέρνεται δεκαετίες στην πελατειακή μιζέρια και τον πολιτικό αναχρονισμό.

*** Σε μια χώρα που οι έννοιες της σοσιαλδημοκρατίας και του σοσιαλισμού κατακρεουργήθηκαν από τη δογματική (ΚΚΕ) έκφρασή τους και την ιδιότυπη εθνικιστική, λαϊκίστικη έκφρασής τους, του Αντρεϊκού ΠΑΣΟΚ με το σοσιαλισμό του τρίτου δρόμου, τύπου Λιβύης.

*** Σε μια χώρα που κατά τη διάρκεια των 40+ χρόνων της μεταπολίτευσης, αντί να δημιουργήσει και να στηρίξει μια εθνική αστική τάξη, επιδόθηκε στον εναγκαλισμό με την πλιατσικολογική και  κρατικοδίαιτη λογική της.

*** Σε μια χώρα που αντί να στηρίξει, βελτιώσει και εκσυγχρονίσει την παραγωγή της, μετατράπηκε σε χώρα παρασιτική, χώρα μόνον παροχής υπηρεσιών και μάλιστα κακών.

Η εξάπλωση αυτού του μοντέλου (χρηματοπιστωτικού) προσέφερε και σε αυτήν, χαρακτηριστικά γρήγορης ευημερίας που αποδείχτηκε τελικά πλαστή και μιας ανάπτυξης το ίδιο στρεβλής και σαθρής. Έτσι η κρίση,  δεν μπορούσε παρά να πάρει εκρηκτικές διαστάσεις και να εμφανίσει πέραν της οικονομικής και τις άλλες πλευρές της. Να γίνει και κρίση πολιτικής, αλλά και κρίση αξιών.

Άρχισαν  να αναδύονται τα χαρακτηριστικά μιας κοινωνίας που η παραβατικότητα, είχε γίνει εθνική επιδίωξη που εργάζεται για την αμφίπλευρη εξυπηρέτηση των πελατειακών και συντεχνιακών αναγκών που δημιούργησε. Μια κοινωνία με διαιρέσεις, φανατισμούς, ιδεοληψίες, μανίες καταδίωξης από υποτιθέμενους εχθρούς, μια κοινωνία που δεν έχει καταλάβει ότι έχουν περάσει 70 χρόνια από τον Εμφύλιο. Μια κοινωνία που επί χρόνια εκπαιδεύεται στον λαϊκισμό, τον ωχ-αδερφισμό και τη μαγκιά του «σώπα εσύ δεν ξέρεις», ζούσε στήριζε και δεν αντιδρούσε στην πελατειακή μιζέρια και τον πολιτικό αναχρονισμό, φώναζε «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» και λοιδορούσε κάθε φωνή που μιλούσε για την ανάγκη ύπαρξης μιας Εθνικής Στρατηγικής, της εδραίωσης θεσμών και της Ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας. Μια κοινωνία που ζούσε τη διαραγή της.

 

Το σήμερα …

Το παλιό πολιτικό σύστημα που κλήθηκε να διαχειριστεί την κρίση, ανίκανο και τελματωμένο, δεν μπόρεσε να εφαρμόσει μεταρρυθμιστικές λογικές και να προχωρήσει στον εξορθολογισμό της λειτουργίας του κράτους που το ίδιο είχε στήσει. Σε συνθήκες σκληρής λιτότητας, με μηδενική ανάπτυξη και αρνητική πια κοινωνική ευημερία, αλλά και σε συνθήκες επικοινωνιακών πολιτικών, με έναν λαό στα κεραμίδια (χρόνια μαθημένο έτσι) έτοιμο να οδηγηθεί σε μετωπική με τους «δασκάλους» του (και υπεύθυνους της κρίσης), από ακατάλληλους οδηγούς, η Ριζοσπαστική Αριστερά αναπτύσσεται σαν αντίδραση στην κρίση. Μια κοινωνία που ψάχνει συνεχώς να αυτοαθωόνεται και να απενοχοποιείται, ανακαλύπτει στη Ριζοσπαστική Αριστερά το νέο «υπερασπιστή» των λαϊκών συμφερόντων.

Αυτή, αναλαμβάνει να δώσει το κάτι καινούργιο, να προχωρήσει στις αναγκαίες και πραγματικές αλλαγές που απαιτούνται για να οδηγήσει τη χώρα στην έξοδο από την κρίση. Αντ’ αυτού, παγιδεύτηκε μαζί με τις ιδεοληψίες του παρελθόντος στη λογική μνημόνιο – αντιμνημόνιο που τη στήριξε και επένδυσε μέσω επικοινωνιακών τεχνασμάτων στη διαδικασία του «αντί». Εμείς ή αυτοί, μειοδότης–πλειοδότης, καλός ή κακός.

Κατέφυγε με ευκολία στον λαϊκισμό και ένα ιδιότυπο εθνικισμό και την ανάσυρση εμφυλιοπολεμικών λογικών με την ανακάλυψη εξωτερικών και εσχάτως εσωτερικών εχθρών σε έναν άκρατο μανιχαϊσμό. Εκδήλωσε αδυναμία στο να παράγει μεταρρυθμιστική πολιτική και φαίνεται όλο και περισσότερο, ότι στηρίζεται, χρησιμοποιεί και καταλαμβάνει όλες τις πλευρές του ίδιου, παλιού, πελατειακού συστήματος. Έτσι μπορεί να οδηγηθούμε στα επικίνδυνα μονοπάτια μιας ταλάντωσης όπου ο μέχρι ενός βαθμού αποδεκτός ριζοσπαστισμός θα ταλαντώνεται στην άλλη πλευρά με τον εθνικισμό. Ελλοχεύει ο κίνδυνος μετά από μια στροφή ή ματαίωση προσδοκιών, τα «εκπαιδευμένα» με αυτόν τον τρόπο κοινωνικά στρώματα να στραφούν προς την λαϊκή δεξιά στην ευνοϊκότερη περίπτωση ή στην εθνικιστική κατά τη δυσοίωνη. Αυτός είναι ο μεγάλος κίνδυνος για τη χώρα μαζί με τον απομονωτισμό.

 

Το αύριο …

Ο προνομιακός χώρος, η κουλτούρα της αριστεράς, που ήταν το υπερεθνικό πεδίο, τείνει να αφήσει τη θέση του στα μίζερα σύνορα του κράτους – έθνους.    Η Ε.Ε. μπορεί να κατηγορηθεί για όσα λάθη κάνει (και κάνει), μπορεί να κατηγορηθεί για το ρόλο του χωροφύλακα που έχει επιλέξει. Οφείλουμε όμως να παραδεχτούμε, ότι είναι ότι καλύτερο έχει συμβεί στη χώρα για πολλές δεκαετίες. Οφείλουμε να πάρουμε θέση, να διαλέξουμε, τον τυχοδιωκτισμό πολιτικών μοντέλων που λαϊκίζουν ασύστολα ή την κοινή πολιτική των χωρών της Ευρώπης, τη συλλογικότητα και την ενίσχυση της Ε.Ε.

Φαίνεται πια ότι η απάντηση στη κρίση και την νεοφιλελεύθερη ηγεμονία δεν μπορεί να είναι αυτή η εμμονική, ιδεοληπτική Ριζοσπαστική Αριστερά του απομονωτισμού. Η απάντηση πρέπει να είναι μια σύγχρονη, προοδευτική Αριστερά, μια Σοσιαλδημοκρατία των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων μέσα στο πλαίσιο της ελεύθερης οικονομίας. Μια Σοσιαλδημοκρατία που θα αφήσει πίσω της τον λαϊκισμό, το κρατισμό και τη διαφθορά που την υπονόμευσαν και την κατασυκοφάντησαν στην Ελλάδα. Μια Σοσιαλδημοκρατία που θα συμπυκνώνει τις ευαισθησίες της φιλελεύθερης και σοσιαλιστικής παράδοσης και του Διαφωτισμού.

Η συζήτηση για την ανασύνταξη αυτού του χώρου, που θα εκφράσει και θα συσπειρώσει έναν κόσμο, γύρω από τις ιδέες και τις αξίες του, πρέπει και οφείλει να γίνει (όπως λέει και ο φίλος Γ.Σιακαντάρης) επί της ουσίας και του προγράμματος και όχι επί της διαδικασίας. Οφείλει να παρουσιάσει μια νέα κουλτούρα και πρόγραμμα, γιατί είναι η μόνη ρεαλιστική δύναμη που μπορεί να αντιταχθεί στην τρελή πορεία του νεοφιλελευθερισμού.

Και οφείλει να το κάνει γρήγορα.