Με το φιάσκο του Eurogroup της Τρίτης έγινε η απρόσμενη(;) μεταμόρφωση: ο κ. Τσίπρας καταγγέλλει τη μη εκταμίευση της δόσης (αυτής που δεν ήθελε και που πριν από λίγες ημέρες έλεγε στις Σέρρες πως θα μας δώσουν με το ζόρι, κι αν δεν τη θέλουμε θα μας δώσουν και μουρουνόλαδο) και συντάσσεται με την κυρία Λαγκάρντ και το ΔΝΤ. Οι πληρωμένοι φονιάδες του νεοφιλελευθερισμού ξαφνικά έγιναν οι μόνοι σύμμαχοι του ελληνικού λαού – εκτός και εάν οι καπιταλιστές μάς δίνουν το σκοινί που θα τους κρεμάσουμε. Απ’ την άλλη, τα τρία κυβερνητικά κόμματα κατάφεραν για μία φορά να έχουν κοινή οπτική: αν δεν καταβληθεί άμεσα η δόση, εκτός από τον στραγγαλισμό της Ελλάδας, θα έχει πρόβλημα και η ευρωζώνη – αν και πόσο θα υπάρχει πρόβλημα στην ευρωζώνη, τους τρεις της ελληνικής τρόικας περίμεναν οι εταίροι μας, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ να τους το πουν! Το πιο χαριτωμένο κατέθεσε, νηφαλίως πάντα, ο «μικρός» της τρικομματικής: να αποσυνδεθεί η καταβολή της δόσης από τη βιωσιμότητα του χρέους. Γιατί δεν προχωρά να πει πώς θα πρότεινε ο ίδιος να γίνει κάτι τέτοιο και, κυρίως, γιατί δεν καταθέσαμε αυτό το απλό και λογικό αίτημα πέντε μήνες πριν, στις 19/6, όταν σχηματιζόταν η κυβέρνηση σωτηρίας;
Το Eurogroup κατέληξε στο τίποτε γιατί α) δεν συμφώνησαν οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης και το ΔΝΤ στο πώς θα καταστεί βιώσιμο το ελληνικό χρέος και β) το επιμηκυσμένο κατά μία διετία πια πρόγραμμα στήριξης έχει ένα τεράστιο χρηματοδοτικό κενό 32,6 δισ. ευρώ και δεν βρίσκεται κάποιος πρόθυμος να το καλύψει. Το χρηματοδοτικό κενό αναδεικνύει και το πολιτικό κενό στη χώρα μας. Ο ΣΥΡΙΖΑ γίνεται σε μια μέρα Δράση, το «ευρωπαϊκό πρόβλημα» του ΣΥΡΙΖΑ γίνεται πολιτική της κυβέρνησης και ως τέτοιο επισείει τους κινδύνους στον Σόιμπλε – με ηπιότερο τρόπο από τους αλαλαγμούς του κ. Τσίπρα, είναι αλήθεια. Το οξύμωρο είναι πως η ρηξικέλευθη πολιτική της κυβέρνησης για «επιμήκυνση χωρίς λεφτά» σκάλωσε γιατί οι εταίροι ψάχνουν να βρουν τα χρήματα τα οποία δεν χρειάζονται. Στη συνάντηση για τον ευρωπροϋπολογισμό, ο Πρωθυπουργός διεμήνυε στους Ευρωπαίους πως «κάθε ημέρα χωρίς απόφαση επιβαρύνει την οικονομία» – καιρός είναι να συζητήσει με τους κυβερνητικούς εταίρους του για το κατά πόσον η περιδιάβαση στην επαναδιαπραγμάτευση που κράτησε σαράντα δύο (42) ημέρες επιβάρυνε την οικονομία ή οι ασκήσεις επί χάρτου για την επιμήκυνση χωρίς λεφτά. Κατέρρευσε και η ριζοσπαστική αλλά υπεύθυνη πολιτική του ΠΑΣΟΚ: τα οκτώ σημεία της επιθετικής διαπραγμάτευσης που θα έλυνε το πρόβλημα της χώρας δεν ήταν στο Eurogroup της 20/11 παρά υποσημειώσεις κάποιων από τα δεκαοκτώ (18) σενάρια μείωσης του χρέους που εξετάστηκαν. Το ίδιο και οι κατευθυντήριες γραμμές διαπραγμάτευσης της ΕΕ της ΔΗΜΑΡ μερικές ημέρες πριν. Η «μυστική» συνάντηση Σόιμπλε με τους υπουργούς Οικονομικών των χωρών του Νότου και η πλήρης συμφωνία τους στο γερμανικό σχέδιο έστειλε αδιάβαστες τις φαντασιώσεις περί συμμαχιών κατά του γερμανικού άξονα.
Το φιάσκο του Eurogroup διέλυσε σε μια μακρά νύκτα όλες τις υποτιθέμενες σταθερές στην ελληνική πολιτική σκηνή. Η αξιωματική αντιπολίτευση απλώς επιβεβαίωσε το απύθμενο βάθος της κενότητας της πολιτικής της. Η τρικομματική κυβέρνηση δεν είναι τίποτε άλλο παρά το άθροισμα των ψήφων βουλευτών, και όλοι σταυρώνουν τα δάκτυλα αυτό το άθροισμα να παραμένει πάνω από το μαγικό 151. Το κακό είναι πως για τους κυβερνητικούς εταίρους φαντάζει ξανά ελκυστική η προεκλογική πολιτική με την αναγωγή του ελληνικού προβλήματος σε κυρίως ευρωπαϊκό. Το μόνο καλό συστατικό της προεκλογικής πολιτικής ήταν το «Βοήθα Παναγιά!» του κ. Σαμαρά – αυτή η πολιτική ακολουθείται τελικά.
Απ’ ό,τι φαίνεται, η πολιτική απόφαση για συνέχιση του προγράμματος στήριξης και παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ έχει ληφθεί. Με τον έναν ή άλλο τρόπο, με κάποιες από τις επιλογές μείωσης του χρέους, τις επόμενες ημέρες θα υπάρξει χρονοδιάγραμμα εκταμίευσης των δόσεων. Η Γερμανία θα αναλάβει ένα μέρος του κόστους ή θα υποσχεθεί πως θα κάνει ό,τι είναι δυνατόν να το αναλάβει κάποια στιγμή στο μέλλον.
Μαζί με το χρηματοδοτικό πρέπει να καλυφθεί και το πολιτικό κενό. Πρέπει να αποκτήσουμε επιτέλους πολιτική, κι αυτή δεν μπορεί παρά να είναι η ραγδαία εφαρμογή διαρθρωτικών αλλαγών παντού. Χωρίς τις διαρθρωτικές αλλαγές, ακόμη και η διαγραφή του συνόλου του ελληνικού χρέους θα μας ξαναφέρει μπροστά στο ίδιο πρόβλημα σε μερικά χρόνια. Και βέβαια, κάποτε οι πολιτικοί ταγοί μας πρέπει να ωριμάσουν και να συνειδητοποιήσουν το προφανές: εάν επιθυμούμε την παραμονή μας στην ευρωπαϊκή κοινότητα πρέπει να αντιμετωπίζουμε από κοινού με τους εταίρους τα προβλήματα που αναφύονται, με ειλικρίνεια, καθαρότητα, σεβασμό στους περιορισμούς όλων.