Παρακολούθησα, μαζί με άλλους ένα εκατομμύριο τηλεθεατές, τη συνέντευξη Τσίπρα στον Στέλιο Κούλογλου, στη ΝΕΤ. Παρά το γεγονός οτι εκφράστηκαν διάφορες ενστάσεις, θεωρώ οτι η εμφάνιση αυτή ήταν αρκετά διαφωτιστική, για τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ και για το δημόσιο διάλογο, που πολύ λογικά αναπτύσσεται με ιδιαίτερη ένταση, γύρω από αυτές.
Επί της ουσίας, ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε να απαντήσει στο πολύ βασικό ερώτημα τι θα κάνει με το δανεισμό και το συνακόλουθο μνημόνιο – και στο παρεπόμενο ερώτημα αν υπόσχεται κάτι που είναι ανεφάρμοστο, επιχειρώντας δημαγωγικά να κερδίσει τις ψήφους και ανταλάσσοντας τις με ελπίδα για καλύτερες μέρες.
Η πρώτη “γραμμή άμυνας” ήταν οτι το φετινό έλλειμμα θα είναι σχετικά περιορισμένο, πράγμα πολύ αμφίβολο, δεδομένης της ύφεσης και της υστέρησης στα δημόσια έσοδα. Ωστόσο, ακόμα και στην καλύτερη περίπτωση, το πρωτογενές έλλειμμα (χωρίς δηλαδή να λαμβάνουμε υπόψιν την εξυπηρέτηση του χρέους της χώρας) θα είναι μερικά δισεκατομμύρια ευρώ (μερικές χιλιάδες εκατομμύρια ευρώ δηλαδή, για όσους δυσκολεύονται να συλλάβουν το μέγεθος). Όταν δεν μπορείς να δανειστείς από τις αγορές, παρά μόνο από αυτούς που σε δανείζουν με χαμηλό επιτόκιο (δηλαδή την ΕΕ, το ΔΝΤ και την ΕΚΤ) βάσει μνημονίου, παραμένει απορίας άξιο πόσο μπορείς να διατείνεσαι οτι θα μπορείς να πληρώσεις τις υποχρεώσεις και να διατηρήσεις την ομαλότητα στην αγορά, καταγγέλοντας το.
Η δεύτερη “γραμμή άμυνας”, στη συνέντευξη Τσίπρα, ήταν η πεποίθηση οτι οι εταίροι “δεν θα διακόψουν τη χρηματοδότηση”, ακόμα κι αν καταγγελθεί το μνημόνιο – μια πεποίθηση που δεν διασφαλίζεται από πουθενά, παρά μόνο από την εκτίμηση οτι “δεν συμφέρει την τρόικα να σταματήσει να μας δανείζει”. Μόνο που σε όλους τους τόνους, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι ξεκαθαρίζουν οτι μπορεί (και πρέπει) να υπάρξουν συνοδευτικά μέτρα ανάπτυξης, ενδεχομένως και σημεία επαναδιαπραγμάτευσης του μνημονίου (που ούτως ή άλλως είναι μια “ζωντανή” διαδικασία διαπραγμάτευσης ανά τρίμηνο), αλλά σε καμία περίπτωση απλώς “κατάργηση” των υποχρεώσεων της Ελλάδας, με ταυτόχρονη διατήρηση της εισροής των δανεικών.
Ο Αλέξης Τσίπρας όμως ήταν ξεκάθαρος στη συνέντευξη του: Το μνημόνιο έχει τελειώσει, είναι νεκρό γράμμα. Καταργήθηκε από το εκλογικό αποτέλεσμα, κατά τη ρητορική του. Και η Ευρώπη αλλάζει στάση απέναντι μας, όχι γιατί εξελέγη στη μια από τις δύο χώρες που συγκροτούν την ατμομηχανή της Ευρώπης, πρόεδρος κάποιος που σπάει τη μέχρι τώρα κοινή αντίληψη του γαλλο-γερμανικού άξονα, αλλά επειδή στην Ελλάδα ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε (και θα κάνει ίσως ακόμα περισσότερο) την εκλογική έκπληξη. Το ένα πέμπτο δηλαδή των Ελλήνων ψηφοφόρων, μιας χώρας δέκα εκατομμυρίων, με το 2% του ΑΕΠ της ευρωζώνης (που πράγματι βρίσκεται στο επίκεντρο της παγκόσμιας προσοχής), θα καθορίσει/εκβιάσει τη στροφή της ευρωπαϊκής πολιτικής. Κι όχι το (ξεκάθαρο πια) μέτωπο Ομπάμα-Ολλάντ και Μόντι, εναντίον της αυστηρής πολιτικής της “Μαντάμ Μέρκελ”, με μόνο τον Κάμερον να τη στηρίζει φωναχτά.
Στις 18 Ιουνίου, αν επαληθευτούν οι προβλέψεις των δημοσκοπήσεων που φέρνουν πρώτο κόμμα τον ΣΥΡΙΖΑ, θα υπάρξουν δύο πιθανότητες: Είτε να μην μπορέσει να σχηματίσει κυβέρνηση (ηθελημένα ή ανεξάρτητα από τη θέληση του), ανοίγοντας έτσι το χώρο για μια κυβέρνηση συνεργασίας των υπολοίπων (τύπου Μόντι ή όχι), είτε να καταφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ, με στήριξη που δεν είναι καθαρό πώς μπορεί να επιτευχθεί, να κυβερνήσει. Στη δεύτερη περίπτωση, ο Αλέξης Τσίπρας θα αναγκαστεί πιθανότατα να κάνει τη μεγαλειωδέστερη “κωλοτούμπα” της ελληνικής πολιτικής ιστορίας, αποδεχόμενος τον δανεισμό και το μνημόνιο, προκειμένου να μην προκαλέσει στάση πληρωμών και τη συνεπακόλουθη κατάρρευση της οικονομίας. Η δεύτερη εναλλακτική, αυτή της απόλυτης επιπολαιότητας, που απλώς θα καταγγείλει το μνημόνιο και τον δανεισμό, δεν υπάρχει λόγος να συζητηθεί. Η απόσυρση του μεγαλύτερου μέρους των καταθέσεων, από τους πανικόβλητους πολίτες, θα έχει ήδη δώσει το πρώτο λάκτισμα, για εξελίξεις και επιπτώσεις που δεν είναι εύκολο να υπολογιστούν, δεδομένου του παγκόσμιου οικονομικού περιβάλλοντος.
Επειδή λοιπόν η προσγείωση θα είναι απότομη, ήδη έχει κανείς την αίσθηση οτι ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να περιορίσει τις συνέπειες ενός αλόγιστου εμπόριου ελπίδων. Για την ακρίβεια, τη μεταφορά της δημόσιας συζήτησης σε ένα φαντασιακό πεδίο, όπου με τη βοήθεια στελεχών και 600 χιλιάδων ψηφοφόρων του (βαθέος και μη) ΠΑΣΟΚ, καλλιεργήθηκε η εντύπωση οτι είναι εφικτή η επιστροφή στους μισθούς και τα προνόμια, προ του 2009, αφού περιφρονηθούν οι υπογραφές σε μια “επαχθή συμφωνία” – και απομακρυνθούν οι κακοί τροϊκανοί/νεοφιλελεύθεροι/τραπεζίτες.
Μόνο που όταν μια χώρα είναι υπερχρεωμένη (και εξακολουθεί να είναι ελλειμματική), όπως η Ελλάδα, ζωή χωρίς δανεισμό και μνημόνιο απλώς δεν υπάρχει. Κι εκεί πρέπει να εστιασθεί (κι όχι σε επιμέρους χαρακτηριστικά, όπως τα αγγλικά ή το ύφος, αν και όλα έχουν την ενδεικτική σημασία τους) η κριτική προς τη νέα πολιτική δύναμη της χώρας, που οφείλει να αποδεχτεί πλήρως οτι τόσο οι θέσεις της, όσο και η απότομη εκτόξευση της, προκαλούν την κριτική που της οφείλεται – και παραπάνω. Οι κλαυθηρισμοί της άμυνας κατά του “μετώπου των υπολοίπων/της διαπλοκής/του κατεστημένου συστήματος” είναι απλώς απόπειρα να αποτραπεί ή να μετριαστεί κάτι απολύτως δικαιολογημένο.
Η αδήριτη ανάγκη της χώρας είναι όχι “να καταργηθεί το μνημόνιο”, αλλά να επιταχυνθούν με οποιονδήποτε τρόπο οι μεταρρυθμίσεις, ο εκσυγχρονισμός και η εξυγίανση του κρατικού τομέα και του δημόσιου βίου της χώρας, προκειμένου να μπει στο δρόμο της ανάκαμψης και της ανάπτυξης, χωρίς να κινδυνεύει να χάνει τα (όχι ατελείωτα) δανεικά σε μια “μαύρη τρύπα”. Η αντιευρωπαϊκή (επί της ουσίας) Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά και το αποδεκατισμένο (και αμαρτωλό) ΠΑΣΟΚ του Ευάγγελου Βενιζέλου δείχνουν αδύναμα να το πράξουν, χωρίς πίεση και στήριξη από παντού.
Κι ο ΣΥΡΙΖΑ, αντί να σχεδιάζει το πώς θα “βγει στους δρόμους” ως αξιωματική αντιπολίτευση, δυναμιτίζοντας κάθε προσπάθεια ανασύνταξης μετά τον πολύτιμο χρόνο που χάθηκε, ας φέρει στο προσκήνιο πραγματικά προωθημένες θέσεις, όπως είναι η αξιοκρατία και η αξιολόγηση σε κάθε πεδίο του δημόσιου βίου, ο διαχωρισμός εκκλησίας-κράτους, η ελάφρυνση του προϋπολογισμού από τους μισθούς των ιερέων και τις άλλες “παρασιτικές” δαπάνες, η πολιτική για τους μετανάστες, τα ναρκωτικά και τους εξαρτημένους, η ουσιαστική καθιέρωση του συμφώνου συμβίωσης στο οικογενειακό δίκαιο και η παράλληλη καθιέρωση του γάμου των ομοφυλοφίλων (όπως τολμηρά έπραξε σε προεκλογική περίοδο ο Μπάρακ Ομπάμα, μακράν πιο προοδευτικός από πολλούς που επιθυμούν να φέρουν τον χαρακτηρισμό στην Ευρώπη). Αν θέλει πραγματικά να συμβάλει στην πρόοδο της χώρας…
Ο Προκόπης Δούκας είναι δημοσιογράφος και blogger. Το κείμενο αυτό είναι αναδημοσίευση από το www.prokopisdoukas.blogspot.com