Για σημαντικούς αγγλοσάξονες κοινωνιολόγους, η «εμπιστοσύνη (Trust)” μεταξύ των ποικίλων «παραγόντων» της κοινωνίας, από τα άτομα μέχρι τους θεσμούς αλλά το συμβολικό κεφάλαιο, αποτελεί σπουδαίο συστατικό του πολιτισμικού κεφαλαίου. Προσδιορίζει το εύρος και το κόστος των σχέσεων που διασφαλίζουν την κοινωνική συνοχή και τον σχεδιασμό του παρόντος και του μέλλοντος. Όταν μια κοινωνία χάσει ή σπαταλήσει αυτό το είδος του κεφαλαίου της, η ζωή, ιδιωτική και δημόσια, μετατρέπεται σε πνιγηρό πολτό. ‘Όλα στη ζωή γίνονται εξαιρετικά δύσκολα και δυσάρεστα. Απειλείται μέχρι και ολική καταστροφή. Για τους αμφισβητίες, αρκεί να μελετήσουν το περί «εμπιστοσύνης» μικρό ομώνυμο βιβλιαράκι της O’Neil, και τους πιο απαιτητικούς θα παρέπεμπα για αρχή τα πολλά επί του θέματος κείμενα του Ulrich Beck.
Μετά την χρεοκοπία, η χώρα μας φορτώθηκε και αυτό το βάρος, χάρις στην αδίστακτη πολιτική της μνησίκακης κυβερνώσας Αριστεράς, που επειδή «δεν έχει το θεό της (ως μηδενιστική)» κατάφερε ως φαίνεται να κάψει το κοινωνικό κεφάλαιο της «εμπιστοσύνης» ώστε να μείνει ως μοναδικός κληρονόμος μιας μακράς εξουσίας. Αυτός που απέδειξε ότι δεν υπάρχει εμπιστοσύνη σε τίποτα και σε κανένα από όσα προϋπήρξαν της δικής του εξουσίας, δικαιούται αυτονόητα και την στραταρχική ράβδο για απροσδιόριστο μέλλον.
Το είδαμε κι αυτό, λοιπόν. Η «διαφθορά» τάχατες φτάνει πλέον μέχρι την κορυφή του Πολιτεύματος, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Τι άλλη ανάγκη έχει ο «αδιάφθορος» για να αποδείξει ότι όλοι οι άλλοι είναι κλέφτες; Και, όπως, ήταν αναμενόμενο, οι θιγόμενοι απάντησαν κατ’ αναλογία: «Κι εσείς κλέφτες είστε». Έτσι, φαίνεται ότι σκηνοθετείται πασιφανώς η επανάληψη της ιστορίας του Σαμψών. Αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων, όπου όμως ούτε το χρώμα του δέρματος, μήτε η γλώσσα ξεχωρίζει ποιοι είναι ‘Άλλοι και ποιοι Εμείς. Καμία επανάσταση η «επανάσταση» στην Ιστορία δεν κατάφερε να τινάξει στον αγέρα την κοινωνία με αυτή την ταχύτητα και αυτό το απλοϊκό όπλο. Ποιος και πώς θα μπορέσει να αποκαταστήσει, να ανακεφαλαιώσει, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο της μόδας, την κοινωνία αποκαθιστώντας την επάρκεια του κεφαλαίου της «εμπιστοσύνη». Χωρίς αυτό, κανείς δεν θα μπορέσει να κυβερνήσει τη Χώρα, ανεξάρτητα από τις προθέσεις τους και τις ικανότητές του. Ας δούμε γιατί.
Αν δεν έχεις εμπιστοσύνη στο λόγο του πολιτικού αντιπάλου σου δεν μπορεί να λειτουργήσει η κοινοβουλευτική δημοκρατία. Βασική προϋπόθεση της διαβουλευτικής δημοκρατίας είναι η σαφήνεια και δεσμευτικότητα του πολιτικού λόγου.
Αν δεν έχεις εμπιστοσύνη στο αδέκαστο της Δικαιοσύνης, τότε αναλώνεσαι σε πολλαπλές παράλληλες διασφαλίσεις των συναλλαγών σου που ανεβάζουν το κόστος συναλλαγής και περιορίζουν τον ορίζοντα των ανεκτών πρωτοβουλιών. Απαρνείσαι στην ουσία το κράτος δικαίου.
Αν δεν έχεις εμπιστοσύνη στη σοβαρότητα της «κοινής γνώμης» και των διαχειριστών της (καταλαβαίνεται ποιους εννοώ) είναι αδύνατο, ως δημόσιος λειτουργός να πάρεις τελεσίδικες αποφάσεις σε θέματα της αρμοδιότητάς σου. Θα οδηγείς το θέμα σε μια ατελεύτητη αλυσίδα «επικυρώσεων» που τελικά θα καταλήγει ουσιαστικά σε «μη απόφαση». Σε μια δημοπρασία, πάντα θα υπάρχει κάποιος χαμένος ή κακοπροαίρετος που θα ισχυριστεί, ότι «αν δεν…κάτι» εγώ θα έδινα καλλίτερη τιμή! Γιατί, καμία απόφαση δεν είναι δυνατόν να μηδενίσει ένα τελικό υποκειμενικό ρίσκο προσωπικής εκτίμησης των πραγμάτων.
Αν δεν έχεις εμπιστοσύνη στις δημόσιες αρχές, άθελά σου ανοίγεις την πόρτα στη μαύρη αγορά εξουσίας, δηλαδή σε κάποια μορφή παρακράτους.
Και πάει λέγοντας…
Ο Τσίπρας σχεδόν έχει καταφέρει να πείσει τον, κατά βάση και δικαίως, φυγόπονο ως προς αναλυτικές σκέψεις «λαό» ότι τα πάντα πριν από τον ίδιο ήταν ύποπτα. Κι ο «λαός» που δεν είναι ηλίθιος, αρχίζει ήδη να σκέφτεται «κι εσάς, που σε κανένα από όσα μας έφεραν στην χρεοκοπία δεν διαφωνήσατε ποτέ, αν δεν πλειοδοτήσατε μάλιστα, «γιατί να σας εμπιστευτώ; Είστε μια από τα ίδια»
Και τότε, τετέλεσται ! Η δημοκρατία είναι ώρα να πεταχτεί στα σκουπίδια.
Θα το καταλάβουν εγκαίρως όσοι μπορούν και πρέπει να σπάσουν τον φοβερό αυτό φαύλο κύκλο; Πριν είναι αργά ?