Η χώρα μας χρεοκόπησε στη βάση ενός ‘’ εξελιγμένου’’ ( εκφυλισμένου θα ήταν καλύτερα να ειπωθεί) πρότυπου οικονομικής ανάπτυξης, του οποίου κύρια χαρακτηριστικά του ήταν:
(α) Η γενικευμένη σπατάλη.
(β) Η εκτεταμένη διαφθορά.
(γ) Το πέρα των δυνατοτήτων της χώρας μέγεθος της κρατικής μηχανής και αυτής, μάλιστα, πολύ χαμηλής απόδοσης.
Το πρότυπο αυτό δεν είναι άσχετο με το πρότυπο του πολιτικού συστήματος που εφαρμόστηκε και εφαρμόζεται, δυστυχώς, ακόμα και σήμερα, και μάλιστα εν ονόματι της δημοκρατίας, στη βάση ενός συντάγματος που κατά κανόνα αγνοείται σε πολλές περιπτώσεις από πάνδημο το πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό STATUS, το οποίο έχει φωλιάσει για τα καλά στη χώρα μας για χρόνια.
Αυτό το STATUS QUO δημιούργησε ένα, ίσως μοναδικό, παράδοξο, όπως καταγράφεται από το WORLD ECONOMIC FORUM και το HERITAGE FOUNDATION, όπου η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της Ελλάδος βρίσκεται σε πάρα πολύ χαμηλά επίπεδα ανάμεσα σε 144 χώρες, ενώ, σε ότι αφορά την ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού της, η χώρα μας να αξιολογείται (2014) ότι κατέχει μια από τις πρώτες θέσεις σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η λύση, επομένως, αφορά στη συγκρότηση μιας ευνομούμενης πολιτείας που θα απελευθερώσει τις δημιουργικές δυνάμεις της χώρας και θα διαμορφώσει τις προϋποθέσεις ενός ελληνικού εθνικού σχεδίου βιώσιμης ανάπτυξης.
Οι χρόνιες παθογένειες της Ελληνικής Δημόσιας Διοίκησης και τα δομικά προβλήματα της Ελληνικής οικονομίας, σε συνδυασμό με την ύφεση, δεν επέτρεψαν μέχρι στιγμής να αξιοποιηθούν τα σημαντικά στρατηγικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας.
Το νέο θεσμικό σύστημα θα πρέπει να στηρίζεται από μια αποκεντρωμένη, δημοκρατική και χωρίς αποκλεισμούς διακυβέρνηση, με διακριτούς τους ρόλους της νομοθετικής, της δικαστικής και της εκτελεστικής εξουσίας.
Είναι απαραίτητο όμως να στηρίζεται κυρίως σε μια ευρύτερη κοινωνική και πολιτική συνεννόηση και συναίνεση, που θα υπερβαίνει τις διαχωριστικές γραμμές και το ακραία συγκρουσιακό κλίμα του παρελθόντος και του παρόντος. Σε μια τέτοια περίπτωση θα είναι εγγυημένη και η πολιτική σταθερότητα.
Ποια είναι η σημερινή εικόνα σε αυτό το τοπίο;
Εάν ξεκινήσουμε από την εικόνα που παρουσιάζουν οι σχέσεις των πολιτικών κομμάτων μεταξύ τους θα διαπιστώσουμε ότι αυτή η εικόνα είναι άκρως απογοητευτική και εάν προχωρήσουμε προς τα κάτω και εξετάσουμε την εικόνα της κοινωνίας μας θα διαπιστώσουμε ότι πάρα πολλά από τα μέλη της βιώνουν μια πρωτόγνωρη δυστυχία. Οι ειδικοί θεωρούν ότι αυτά τα μέλη, και συν τω χρόνω ακόμα περισσότερα, θα συνεχίσουν να είναι εγκλωβισμένα στα πλοκάμια αυτής της δυστυχίας, η οποία οδηγεί πολλά από τα μέλη της σε απόγνωση.
Αυτή η ζοφερή κατάσταση που παρατηρείται στην κοινωνία μας θα έπρεπε να προβληματίσει σοβαρά όλα τα πολιτικά κόμματα και να τα φέρει πιο κοντά σε σχέσεις συνεργασίας αντί της σκληρής αντιπαράθεσης μεταξύ τους, που δυστυχώς ευημερεί σήμερα στη χώρα μας. Ο τόπος έχει ανάγκη τη συνεργασία των κομμάτων μεταξύ τους σήμερα όσο ποτέ άλλοτε.
Γιατί αντί της συνεργασίας των κομμάτων έχουμε τις συγκρούσεις;
Πολλοί θα δηλώσουν αμέσως πως τέτοια παράδοση στη χώρα μας δεν υπάρχει και θα έχουν απόλυτο δίκαιο. Η χώρα μας πέρασε πολλές κακουχίες, αλλά η χειρότερη κακουχία που πέρασε ήταν ο εμφύλιος πόλεμος. Υπάρχουν ανάμεσά μας ακόμα πολλά τραύματα εκείνης της περιόδου, που δεν επιτρέπουν να κλείσουν τις πληγές. Καθημερινά εκδηλώνονται μέσα από τις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, τόσο ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα όσο κα ανάμεσα στους πολίτες. Ζητήματα κοινωνικής φύσεως, δυστυχώς, δεν εξελίσσονται γρήγορα.
Πιστέψαμε πολλοί από εμάς ότι η περίοδος της μεταπολίτευσης θα γιάτρευε αυτές τις πληγές, βλέποντας να λειτουργεί το ΚΚΕ ως ένα νόμιμο πλέον κόμμα στη χώρα μας, την Εθνική Αντίσταση κατά τη διάρκεια της γερμανικής – ναζιστικής κατοχής να αναγνωρίζεται σε όλες πλέον τις μορφές της, οι φάκελοι των κοινωνικών φρονημάτων να καίγονται, καθώς και άλλα πολλά ενθαρρυντικά τοπικά δείγματα που ελάμβαναν χώρα, τα οποία δημιουργούσαν έναν άνεμο της πλήρους λήθης του αδελφοκτόνου παρελθόντος. Αλλοίμονο όμως τα γεγονότα μας διέψευσαν.
Δυστυχώς η περίοδος της μεταπολίτευσης δεν έλυσε το τεράστιο ζήτημα της ποιότητας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αντίθετα συνέχισε να λειτουργεί σε ορισμένα βασικά του χαρακτηριστικά πάνω στα χνάρια που διαμόρφωσε το παρελθόν. Και το πιο χαρακτηριστικό από όλα τα απομεινάρια του κακού παρελθόντος ήταν η διατήρηση των ‘’καλπονοθευτικών’’ εκλογικών συστημάτων, τα οποία συντηρούσαν την καχυποψία, τη διχόνοια και εμπόδιζαν τη δημιουργία του κλίματος της εμπιστοσύνης ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα και ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας. Το επιχείρημα ή η δικαιολογία μονότονα ήταν: ‘’ο σχηματισμός ισχυρών κυβερνήσεων’’.
Το εκλογικό σύστημα είχε τον διαβολικό τίτλο: Ενισχυμένη αναλογική, η οποία στη συνέχεια εξελίχθηκε έτι περισσότερο με το περιβόητο Bonus που έδινε στο πρώτο κόμμα 50 βουλευτικές έδρες, τις οποίες αφαιρούσε μάλιστα από το δεύτερο κόμμα, αφήνοντας στα μικρά κόμματα, σχεδόν άθικτο, το ποσοστό τους.
Αυτή η αρρωστημένη ‘’δημοκρατική’’ έπαρση αποτέλεσε τη βασική αιτία που:
(α) Τορπίλιζε διαχρονικά τη δημιουργία εμπιστοσύνης και τη συνεργασία ανάμεσα στα κόμματα
(β) Αποτέλεσε τη βασική αιτία της χρεοκοπίας της χώρας.
Αυτή η φορά πραγμάτων, που είχε ως άλλοθι των σχηματισμό ισχυρών κυβερνήσεων, με το χρόνο εκφυλίστηκε και οδήγησε το όποιο δημοκρατικό πολίτευμα, που υπήρχε, σε καρικατούρα της δημοκρατίας σε τέτοιο βαθμό, ώστε σήμερα οι 104 βουλευτές να ισοδυναμούν με 153 και οι 196 με 146!
Αυτή είναι η σημερινή μορφή της δημοκρατίας μας, όπου δεσπόζουσα θέση κατέχει η κακή σχέση των πολιτικών κομμάτων ένθεν κακείθεν, η οποία, όσο διατηρείται θα βαθαίνει το χάσμα και θα αυξάνει την αντιπαλότητα ανάμεσα σε αυτούς που μας υπόσχονται ένα καλύτερο αύριο.
Αυτή η κατάσταση πρέπει να αλλάξει με τρόπο, ώστε να ενισχυθεί ο σχηματισμός κυβερνήσεων συνεργασίας σε τέτοιο βαθμό, ώστε να ζήσουμε ημέρες όπου, για πρώτη φορά, οι πλειοψηφίες στη βουλή θα είναι πραγματικές.
Να αξιοποιηθεί το Bonus ως το βασικό κίνητρο για όλα τα κόμματα, μικρά και μεγάλα, για το σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας.
Για να λειτουργήσει το Bonus ως κίνητρο και όχι ως αντικίνητρο συνεργασίας των κομμάτων όπως λειτουργεί μέχρι σήμερα, θα πρέπει να μην είναι αυτομάτως διαθέσιμο στο πρώτο κόμμα σε ψήφους, εκτός και εάν το ποσοστό του σε ψήφους είναι πάνω από το 50% των ψήφων οπότε το Bonus καθίσταται αχρείαστο, αλλά να είναι διαθέσιμο και στη συμμαχία κομμάτων που συγκεντρώνουν τις περισσότερες ψήφους, ώστε μετά τις εκλογές να το διεκδικήσουν στη βάση των εκλογικών τους ποσοστών τα κόμματα που επιτυγχάνουν τη δημιουργία πραγματικών πλειοψηφιών στη βουλή χωρίς το Bonus, ενώ συγχρόνως να αφαιρούνται έδρες ανάλογα με τα ποσοστά τους πρώτα από τα μικρά κόμματα και στη συνέχεια από το δεύτερο σε ισχύ κόμμα ή συμμαχία κομμάτων για τη συμπλήρωση του προβλεπόμενου από το νόμο αριθμού εδρών του Bonus. Αυτό που έχει σημασία είναι να μετατραπεί το Bonus σε ισχυρό κίνητρο προς την κατεύθυνση σχηματισμού ισχυρής κυβέρνησης συνεργασίας. Η αποτελεσματική του εφαρμογή είναι καθαρά τεχνικό θέμα.
Με την μέθοδο αυτή οι μεγάλοι, που διεκδικούν την εξουσία, θα έχουν ισχυρό κίνητρο να προσέρχονται, με σοβαρότητα και όχι εκβιαστικά προς τους μικρούς, σε διαπραγματεύσεις με μικρότερα κόμματα για την πραγμάτωση της απαραίτητης πλειοψηφίας σε έδρες στη βουλή χωρίς ακόμα την χρήση του Bonus. Ενώ τα μικρά κόμματα θα έρχονται επίσης και αυτά με σοβαρές τις προθέσεις τους για διαπραγματεύσεις, με στόχο να μην προκύψει για αυτά μείωση βουλευτικών εδρών, αντίθετα να προσμένουν και σε αύξησή τους σε περίπτωση συμμετοχής τους στην κυβέρνηση συνεργασίας. Με τον τρόπο αυτό θα εξασφαλίζεται πάντοτε σοβαρή κυβέρνηση συνεργασίας, ενώ το πιο σημαντικό θετικό αποτέλεσμα θα είναι η συμβολή του στη μεγάλη βελτίωση, στη συνέχεια, των σχέσεων των κομμάτων μεταξύ τους. Το γεγονός αυτό θα συμβάλλει επίσης και στην μείωση των εντάσεων στις συζητήσεις στη Βουλή, οι οποίες θα είναι και πιο ουσιαστικές. Θα ανοίξει δε ο δρόμος για τις μεγάλες αλλαγές, μέσω των μεταρρυθμίσεων, που έχει ανάγκη ο τόπος.
Μια τέτοια εξέλιξη πρώτα και κύρια θα σημάνει για τη χώρα μας την απαρχή ύπαρξης πολιτικής σταθερότητας, η οποία, όπως αναφέρθηκε προηγούμενα, αποτελεί ένα σημαντικό εφόδιο που θα βοηθήσει στο ξεκίνημα των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων και της απαραίτητης πολιτικής στον τομέα της ανάπτυξης της οικονομίας μέσω των επενδύσεων, οι οποίες, ελπίζει κανείς βάσιμα, ότι θα προκύψουν, ιδιαίτερα με την εφαρμογή σταθερών φορολογικών κανόνων φιλικών προς αυτές. Αυτές με τη σειρά τους θα χτυπήσουν τη μεγάλη ανεργία που μαστίζει σήμερα τον τόπο μας.
Πέρα από τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για την προσέλκυση επενδύσεων, οι οποίες θα επιδιώκουν την ανεμπόδιστη συμμετοχή, κυρίως γηγενών επενδυτών, θα πρέπει συγχρόνως να επινοηθούν και πρόσθετες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα έχουν ως στόχο την αξιοποίηση των πόρων χωρίς σπατάλες. Αυτό δεν πρέπει να έχει ως μοναδικό στόχο την πάταξη της γραφειοκρατίας, που είναι απαραίτητη βεβαίως, αλλά και στην επινόηση μεταρρυθμίσεων που θα αποβλέπουν και σε αυτό το αποτέλεσμα, δηλαδή του περιορισμού της σπατάλης πόρων.
Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με δύο τρόπους:
Ο ένας αφορά στις θεσμικές μεταρρυθμίσεις σε ότι αφορά την οργάνωση της τοπικής αυτοδιοίκησης και στη μορφή και στις αρμοδιότητες των κυβερνητικών οργάνων, ακόμα και των αρμοδιοτήτων των μελών της κυβέρνησης, καθώς και στην ενίσχυση των εξουσιών της Βουλής. Με αυτές τις μεταρρυθμίσεις θα απαντά το πολιτικό σύστημα με πρακτικό τρόπο στις αδυναμίες που παρουσιάζει ο δημοκρατικός θεσμός, που σχετίζεται με τα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι και με τα της υλοποίησης των προγραμματισμών ανάπτυξης κάθε περιοχής και αρμοδιότητας.
Ας μην ξεχνάμε ότι στην Αθηναϊκή δημοκρατία οι εκλογές δεν αφορούσαν σε άρχοντες, αλλά σε ορισμένους δημόσιους λειτουργούς, όπως οι δέκα στρατηγοί, μεταξύ άλλων. Γι’ αυτό όσοι ισχυρίζονται ότι στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα, εννοώντας με αυτές τις δηλώσεις ότι οι εκλογές τα λύνουν όλα, είναι βαθειά νυχτωμένοι. Στο βιβλίο μου Αναζητώντας Πρότυπο Δημοκρατίας για το σήμερα, που είναι υπό έκδοση, θα έχει κανείς τη δυνατότητα να εντρυφήσει περισσότερο σε τέτοια θέματα.
Ο άλλος τρόπος αφορά στην αλλαγή συγκεκριμένων νόμων και όχι θεσμών, που έχουν αποδειχθεί στην πράξη όχι μόνο ανεπαρκείς αλλά και επιβλαβείς, κυρίως στον τομέα της κατασπατάλησης πόρων.
Όταν όλες οι δυσκολίες ξεπεραστούν και η χώρα μας φτάσει σε σοβαρές κυβερνήσεις συνεργασίας, η συζήτηση θα διευκολυνθεί ακόμα περισσότερο και μπορεί να ανοίξει, στη βάση ενός πλαισίου διαλόγου, για όλα τα σοβαρά θέματα προόδου της χώρας.